Λένα, αποφάσισες να παίξεις, και μάλιστα σε έργο άλλου. Τι συνέβη εδώ;
Με τον Βασίλη Βηλαρά που έγραψε και σκηνοθετεί το Σε φιλώ, Πέτρος κάνουμε μια παράσταση που βασίζεται στην αλληλογραφία που δημοσιεύθηκε το 1977 στο ΑΜΦΙ, ενός γιου που γράφει στη μάνα του και της αποκαλύπτει ότι είναι γκέι κι εκείνη παλεύει με όλα της τα ταμπού και τις αγκυλώσεις να το κατανοήσει. Έχει πολύ σκληρά πράγματα, αλλά όχι ακραία. Ο Βασίλης πολύ συχνά διαλέγει θέματα πιο ήπια, που έχουν πιο λεπτές αποχρώσεις. Δεν είναι ακραία, είναι τα λόγια που ο καθένας θα έλεγε, αλλά κρύβουν μεγάλη πίκρα και, αν τα δεις απομονωμένα, σε σοκάρουν.
Λέει, για παράδειγμα, η μάνα «παιδί μου, ό,τι και να 'σαι σ' αγαπώ, και φονιάς να ήσουνα, θα σ' αγαπούσα», κάτι πολύ σκληρό, αν σκεφτείς ότι παρομοιάζει το να είσαι γκέι με το έγκλημα, παρόλη την αγάπη της. Υπάρχει το κομμάτι της αλληλογραφίας και ανάμεσα μπαίνουν τραγούδια διασκευασμένα, λαϊκά, ερωτικά. Είναι πολύ συγκινητικό το ότι τα διαλέγει η μάνα για τον γιο και ο γιος για τη μάνα, λειτουργούν κι αυτά σαν κείμενα. Σε ένα τρίτο επίπεδο συζητάμε κάποια πράγματα μεταξύ μας, ανοίγουμε κάποια θέματα ως Βασίλης και Λένα.
Έχω καιρό να παίξω. Το αποφάσισα γιατί μου αρέσει ο Βασίλης. Έχω δει δυο παραστάσεις του και μου αρέσει και η αισθητική του, και η παραστασιακή γραφή του, και ο ίδιος. Συζητώντας κατάλαβα ότι κάπως μοιάζουμε χωρίς να μοιάζουμε, σαν να έχουμε κάτι ταιριαστό, ότι είναι μια φωνή μέσα στο θεατρικό γίγνεσθαι ξεχωριστή και αυθεντική.
«Νομίζω ότι είμαι ευγενική και χαμηλών τόνων, σέβομαι τους ανθρώπους και όταν μπαίνω σε έναν χώρο δεν αρχίζω να επιτίθεμαι. Είναι και λίγο βλακώδες, επειδή χρησιμοποιείς τη λέξη μαλάκας, να νομίζουν ότι όλη μέρα βγαίνεις στη γειτονιά βρίζοντας και ουρλιάζοντας.».
— Πιάνομαι από αυτήν τη λέξη, την αυθεντικότητα, που χαρακτηρίζει όσα έχεις κάνει, για να πάμε πίσω. Τι φανταζόσουν για τον εαυτό σου όταν ξεκίνησες;
Δεν φανταζόμουν, πάντα ένιωθα ότι θέλω να λέω τα πράγματα όπως τα σκέφτομαι, ότι δεν θέλω να πηγαίνω εκεί που πάνε όλοι, ότι θέλω να πηγαίνω αντίθετα, ας πούμε να ξεχωρίζω. Ένιωθα κάπως σαν να ήθελα να ανακαλύπτω πάντα έναν δικό μου δρόμο, να τα λέω όπως θέλω, όχι μόνο στο θέατρο. Και όταν έβγαινα θα σηκωνόμουνα να τραγουδήσω σε ένα μαγαζί που δεν ήταν για τραγούδι, θα χόρευα σε ένα μαγαζί που δεν χορεύουν.

— Αυτό είναι και κάπως ναρκισσιστικό, όταν θέλεις να κάνεις εντύπωση.
Σίγουρα έχω έναν ναρκισσισμό και σίγουρα τον έχει και όποιος κάνει αυτήν τη δουλειά. Θέλω να ελπίζω ότι τον έχω με έναν καλόγουστο τρόπο, όχι κακόγουστα, και νομίζω πως επιλέγω τις στιγμές που θα κάνω ό,τι κάνω, ξέρω μέχρι πού με παίρνει. Δε νιώθω ότι έχω ενοχλήσει, ότι έχω χαλάσει κάτι…
— Έτσι πιστεύεις;
Ναι.
— Μια και συζητάμε για «ενόχληση» των άλλων, έχεις σκεφτεί αν έχεις εκπληρώσει τις προσδοκίες που είχαν οι άλλοι για σένα;
Δεν έχω σκεφτεί αν τις έχω εκπληρώσει, αλλά έχω σκεφτεί ότι κάποιοι με πιστεύουν. Δεν είναι πολλοί, μεγάλο κοινό, μιλώ για λίγους, έναν φίλο, έναν άνθρωπο που εκτιμάω, που νιώθω ότι επικοινωνεί με αυτό που κάνω, ότι του αρέσει. Είναι σαν να μου λέει «προχώρα». Έχει συμβεί μέχρι τώρα –και με χαροποιεί– να ενδιαφέρονται για μένα και γι' αυτό που κάνω άνθρωποι που εκτιμώ και θαυμάζω.
— Θα ήθελα να συζητήσουμε για τη στάση σου απέναντι στις αντιδράσεις που υπάρχουν κάποιες φορές για τα έργα σου, κάτι που δείχνει και τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη. Ενοχλείς, όσο και αν δεν το πιστεύεις, και υπάρχει αψιμαχία. Δεν έχεις αντιδράσει δημόσια ποτέ. Ίσως μια φορά.
Όπως ξέρεις, δεν έχω σόσιαλ, συνειδητοποιώ όμως τώρα πως ούτε στα καλά αντιδρώ. Κλείνομαι, μπορεί να μη θέλω να επηρεαστώ ούτε από το καλό ούτε από το κακό. Εγώ είμαι εκεί, στο συμβάν, την ώρα της παράστασης, αυτό με απασχολεί. Όταν είμαι εκεί αντιλαμβάνομαι την όποια αντίδραση, τη δέχομαι ή αντιδρώ ανάλογα. Μετά, την ώρα που πίνω ένα ποτό, δεν με ενδιαφέρει τι έγραψε ο ένας και ο άλλος για μένα, νιώθω ότι ξέρω τι έχω κάνει.
— Δεν σε επηρεάζει καθόλου αυτός ο θόρυβος που δημιουργείται κατά καιρούς με τα έργα σου;
Δεν με επηρεάζει, αλλά όταν δημιουργούν αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές, όταν οι μισοί τα θέλουν και οι άλλοι όχι και γίνεται διάλογος, αυτό με χαροποιεί, νιώθω ότι πάω καλά. Το προτιμώ από το να άρεσα σε όλους και να ήμουν αποδεκτή από όλους. Μου αρέσει γιατί αυτή είναι η ουσία της δουλειάς που κάνουμε, να προκαλεί διάλογο. Μου αρέσει ακόμα και αυτός που θα τσαντιστεί, κάποιος που ξεβολεύτηκε, που κάτι τον ενόχλησε ή είδε ίσως κάτι από τον εαυτό του, που δεν θέλει να αποδεχτεί. Το βλέπω ως κάτι θετικό. Μου αρέσει το μαύρο-άσπρο και το προτιμώ από κάτι αδιάφορο ή μονόπαντο.
— Με αφορμή το έργο κρίνουν και τον χαρακτήρα σου, το τι είσαι. Σε ενοχλεί αυτό;
Δεν με ενοχλεί, μου φαίνεται βλακώδες.
— Επειδή δεν σε ξέρουν;
Δεν με ξέρουν και κρίνουν λάθος. Δηλαδή ο Ταραντίνο, που κάνει αυτό το σινεμά, στη ζωή του πετάει μπουκάλια και τα κάνει λίμπα; Νομίζω ότι είμαι ευγενική και χαμηλών τόνων, σέβομαι τους ανθρώπους και όταν μπαίνω σε έναν χώρο δεν αρχίζω να επιτίθεμαι. Είναι και λίγο βλακώδες, επειδή χρησιμοποιείς τη λέξη μαλάκας, να νομίζουν ότι όλη μέρα βγαίνεις στη γειτονιά βρίζοντας και ουρλιάζοντας.
— Μια φορά, λοιπόν, αντέδρασες δημοσίως, με την Ελευσίνα, για την Πολιτιστική, όταν σου ανέθεσαν να κάνεις ένα έργο και μετά το ακύρωσαν χωρίς να σε ενημερώσουν καν.
Με προσκάλεσαν και καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να το ακύρωσαν. Έχει συμβεί κι άλλη φορά, κάποιοι έχουν έναν φόβο «να μην μπλέξουν». Από τη μια λες «κάνω την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» και από την άλλη πας συντηρητικά, λες «μην πάρω την Κιτσοπούλου και μας τα κάνει λίμπα». Εκεί μπλέκονται δήμαρχοι και άσχετοι με το θέατρο παράγοντες και όλα τα σχετικά.
Και επειδή μιλάμε για θεσμούς, όταν γινόταν η «συζήτηση» για τους «Σφήκες» στην Επίδαυρο, μιλούσαν για τη σχέση μου με το Εθνικό, ότι είμαι ευνοημένη. Συνειδητοποίησα ότι έχω φτάσει 53 και, εκτός από μια δουλειά στην Πειραματική, για την οποία με κάλεσαν ο Αζάς και ο Τσινικόρης το 2017, άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κάπως κοινές καλλιτεχνικές επιρροές και αναφορές, κανένας καλλιτεχνικός διευθυντής, πλην του Μόσχου, δεν με έχει καλέσει.
Και παλιότερα είχε γίνει ένα παρατράγουδο, ότι ήμουν «παρέα του Λούκου», όμως όλοι περάσαμε τότε από το Φεστιβάλ και κάναμε δουλειές. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη παρέα, ο άνθρωπος δεν με ήξερε περισσότερο από άλλους ούτε μου έδωσε τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έδωσε σε όλους όσους πίστευε και ήθελε να συμμετέχουν στο Φεστιβάλ.

— Οπότε η σχέση σου με το Δημόσιο και το δημόσιο χρήμα δεν είναι τόσο σφιχτή όσο γράφτηκε.
Όχι, δεν είναι αλήθεια, δεν ισχύει. Δεν νομίζω ότι ανήκω κάπου, ότι έχω χωθεί. Όταν σου πει κάποιος να κάνεις δουλειά, πάντα με κόπο γίνεται.
— Μια και μιλάμε για φορείς γενικότερα, όταν συνεργάζεσαι μαζί τους υπάρχει πίεση που αφορά την κοινωνική αποδοχή του έργου; Σου έχουν ζητήσει να «μαζευτείς κάπως» ή αυτολογοκρίνεσαι από μόνη σου;
Όχι, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν θα κάνω έκπτωση, θα συνεχίσω όπως θέλω και κάποιος θα βρεθεί να του αρέσει. Σε αυτό δεν έχω κάνει ποτέ πίσω.
— Τουλάχιστον πρέπει να σε χαροποιεί το ότι τα έργα σου ανεβαίνουν ξανά και ξανά. Σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα;
Αυτό είναι κάτι που με ευχαριστεί. Παίζονται συνέχεια, από ομάδες κυρίως, και χαίρομαι πολύ· είμαι ανοιχτή, τα δίνω τα έργα, δεν τα θεωρώ δικά μου, ας τα κάνουν ό,τι θέλουν. Άλλα γίνονται καλύτερα, άλλα λιγότερο καλά, άλλοι καταλαβαίνουν το ύφος μου καλύτερα και άλλοι όχι, αλλά νιώθω ότι το έργο που έχω γράψει δεν κινδυνεύει από τίποτα τελικά.
— Σκέφτομαι ότι τα έργα σου είναι δύσκολο να παιχτούν στο εξωτερικό. Ξέρεις ότι είναι και anti-woke και πολύ ελληνικά…
Και πολλά λόγια, πολύ μπλα-μπλα. Παίζει κι αυτό έναν ρόλο για το αν θα ταξιδέψει το έργο. Πολύ θα το ήθελα, έχω κάνει μερικά πράγματα και ως σκηνοθέτις έξω, αλλά δεν υπήρχε συνέχεια. Τα έργα μου όντως έχουν μια ελληνικότητα, πράγματα που διαμορφώνονται από την επικαιρότητα, από τους ηθοποιούς που παίζουν κάθε φορά. Είναι περίεργο να γίνουν χωρίς να είμαι παρούσα.
Μου το έχουν πει πολλές φορές για το εξωτερικό, «αυτό δεν θα παιζόταν εδώ με τίποτα». Μια φίλη μου ηθοποιός, χρόνια στο Βερολίνο, που είδε την «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ», στην οποία έχουμε μια σκηνή που λέει «εδώ είναι σαν θάλαμος αερίων», μου έλεγε ότι στη Γερμανία δεν υπάρχει περίπτωση να το πεις αυτό κάνοντας πλάκα. Και το καταλαβαίνω, κάθε χώρα έχει λέξεις και θέματα που δεν αγγίζονται.
— Μια και μιλάμε για λέξεις, θα σου πω μερικές με τις οποίες σε χαρακτηρίζουν: ασεβής, αναρχική, ιδιοσυγκρασιακή, αιρετική. Τις πήρα από τα δελτία Τύπου, για καλό έχουν γραφτεί.
Ασεβής με τίποτα, δεν το δέχομαι, γιατί μόνο σέβομαι. Καταρχάς, σέβομαι τον εαυτό μου, δεν υποκρίνομαι και δεν ψεύδομαι, λέω μια αλήθεια που πολλές φορές μπορεί να είναι πικρή.
Ούτε ιδιοσυγκρασιακή είμαι. Γράφω προσωπικά, αλλά μόνο το προσωπικό μπορεί να αφορά τους πάντες και συχνά, από αντιδράσεις που δέχομαι, καταλαβαίνω ότι η φωνή μου είναι και φωνή κάποιων άλλων. Το «αναρχική» μού αρέσει κάπως περισσότερο απ' όλα, χωρίς να είμαι η πιο ειδική για να αναλύσω τη λέξη. Ούτε αιρετική είμαι, δεν νομίζω. Δηλαδή δεν θέλω να σηκώσω επαναστατική παντιέρα στο θέατρο – δεν θέλω τίποτα. Αυτό που κάνω είναι ό,τι πιο απλό μπορεί να δει ένας μέσος νους.
Λέω κάτι που συμβαίνει, πιστεύω ότι το καταλαβαίνουν όλοι, απλώς στο θέατρο τα πράγματα γίνονται λίγο πιο καλλωπισμένα. Εγώ τα λέω ωμά, όπως στη ζωή μου, δεν στρογγυλεύω πουθενά, μου αρέσει η αλήθεια, όπως μου αρέσει και το να αντιμετωπίζω τον θάνατο. Δεν φοβάμαι να πάω στο νοσοκομείο να δω έναν άνθρωπο πολύ άρρωστο. Θέλω να μπορώ να δω και τον πόνο και το τέλος στην πραγματική τους διάσταση και με θάρρος.

— Το «ατρόμητη», που είναι μια λέξη που έχω στο μυαλό μου για σένα, τη δέχεσαι;
Ναι, νιώθω έτσι, ότι θέλω να μπουκάρω στην αλήθεια. Ξέρω ότι η ζωή στο 50% και παραπάνω είναι άσχημη. Υποφέρω, πονάω, αλλά θέλω να είμαι όσο μπορώ δυνατή, να αντιμετωπίζω ό,τι έρχεται κατάφατσα. Τον φόβο δεν τον αντέχω. Παλεύω για να μη φοβάμαι.
— Αυτό το βρίσκω πολύ συνεπές και με το έργο σου. Στη ζωή πόση σημασία έχει η συνέπεια;
Δεν θέλω άλλο να λέω και άλλο να δείχνω, να λέω και να ξελέω. Βρίσκω μίζερο το «τραβάτε με κι ας κλαίω» και ακόμα και όταν κάνω κάτι πιο ευτελές, για τον ναρκισσισμό μου, θα το αποδεχτώ. Φυσικά και θα υποκριθώ, και ψέματα θα πω, θα μπω στη σύμβαση και θα την υποστηρίξω. Μέσα σε ένα σύστημα δουλεύω κι εγώ και κάνω υποχωρήσεις, αλλά μέχρι ενός σημείου, μέχρι εκεί που όλο αυτό το αισθάνομαι ως μια τυπική, κοινωνική ψευτοευγένεια και όχι ως ξεπούλημα του εαυτού μου.
— Νιώθεις τυχερή για τη διαδρομή σου;
Στη δική μου περίπτωση έχω περπατήσει έχοντας μια τύχη που άλλοι δεν έχουν.
— Εννοείς την ανατροφή;
Ναι. Έχω δυο γονείς αυτόνομους, ισότιμους, που δεν ζηλεύουν, δεν υποτιμούν ο ένας τον άλλον. Η μάνα μου έκανε καριέρα σημαντική στον χώρο της, ήταν νοσηλεύτρια του Πολεμικού Ναυτικού και η πρώτη γυναίκα αρχιπλοίαρχος της Ελλάδας. Ήταν μάνα στοργική και ελεύθερος άνθρωπος ταυτόχρονα, και η σχέση της με τον πατέρα μου ωραία, είχαν θαυμασμό ο ένας για τον άλλον, καθόλου μιζέρια. Επέλεξαν για τα παιδιά τους ένα μοντεσοριανό σχολείο, το πρώτο νομίζω τότε στην Αθήνα, σε μια εποχή που πήγαιναν εκεί ελάχιστα παιδιά.
— Δεν ανήκατε σε μια τάξη που έρρεε το χρήμα, απλώς οι άνθρωποι ήταν ανήσυχοι.
Δεν υπήρχε αυτή η άνεση η οικονομική. Ήταν δυο άνθρωποι με ένα πανεπιστήμιο και μια δουλειά ο καθένας. Σπίτι δικό μας δεν είχαμε, στο ενοίκιο ήμασταν. Αλλά ήταν τέτοιες οι εποχές που μια μέση οικογένεια μπορούσε να στείλει τα παιδιά της σε ένα ιδιωτικό σχολείο – σήμερα δεν γίνεται. Στη Γερμανική Σχολή που πήγα ήταν όλη η μεσαία τάξη, δεν υπήρχαν πλούσιοι. Υπήρχε αυτή η περίφημη μεσαία τάξη, που πάσχιζε να στείλει τα παιδιά της σε ένα καλό σχολείο, να κάνουμε μια γλώσσα παραπάνω. Ήμασταν μια οικογένεια με ανοιχτά μυαλά, με τις τέχνες, με τα ταξίδια μας. Δεν ήταν οι κλασικοί Έλληνες με το τρίπατο. Δεν χτίσαμε, εμείς τα λεφτά κάναμε ταξίδια ή γνώση ή απόλαυση. Αυτή ήταν μια από κοινού γραμμή των γονιών μου για μας.
— Να μιλήσουμε για το πώς βλέπεις το θέατρο σήμερα;
Νιώθω ότι κάπως είναι ένας αχταρμάς που δεν ξέρω αν τον φέρνει η φτώχεια που αρχίζει σιγά σιγά να πέφτει επάνω μας. Δύσκολα πλέον βλέπεις φωνές να επιμένουν σε μια αισθητική. Σαν ο καθένας να είναι έτοιμος, χωρίς πίστη σε τίποτα, να πάει οπουδήποτε, να παραδοθεί, και χάνεται η μπάλα. Δεν ξέρεις πια τι έργο παίζεται, ποιος παίζει, αν είναι κωμωδία ή δράμα, όλοι είναι μέσα σε όλα, σαν μια κοινή αισθητική να τα έχει σκεπάσει όλα, αφού δεν υπάρχουν χώροι πια να στηρίζουν κάποιες συγκεκριμένες αισθητικές. Ας πούμε, Κυψέλη σήμαινε να πας στον Βογιατζή ή στην Αρβανίτη, κάποτε ακόμα και οι περιοχές είχαν σημασία. Νιώθω ότι τώρα η φάση είναι ό,τι αρπάξουν και απ' όπου αρπάξουν, και δευτερότριτο, και τηλεόραση, και να παίξω μια μπούρδα, και να είμαι και στην Επίδαυρο. Είναι όλα κάπως ενοποιημένα, και ας έρθει το κοινό απ' όπου είναι.

— Ζούμε την εποχή της μανίας του sold-out.
Υπάρχει μια μανία με τις πλατφόρμες των εισιτηρίων. Γίνεται η πρεμιέρα και οι άνθρωποι λένε «γιατί δεν είμαστε γεμάτοι;». Περιμένουν την επιτυχία μέσα από τη συνταγή. Από την πρώτη μέρα είναι με ένα κινητό και θέλουν να είναι sold-out. Μετράνε τις θέσεις, είναι σαν αρρώστια. Κάποτε έλεγες «τι ωραία να είσαι γεμάτος», τώρα, με την υστερία, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται «δεν θέλω κόσμο», από αντίδραση. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις ανθρώπους με πλαίσιο, παραγωγό να πιστεύει κάτι που ανεβάζει. Υπάρχουν, είναι μονάδες, αλλά το γενικό σύνθημα είναι «πάμε να σκίσουμε». Δεν σκίζουμε; Πάμε γι' άλλο. Πάμε να βγάλουμε λεφτά.
— Εσύ πώς βιοπορίζεσαι;
Εγώ έχω αυτή την κλίση, τάση ή πρόνοια από μικρή, μια ικανότητα να σκέφτομαι λίγο παραπέρα, ότι δεν θα ήθελα να εξαρτώμαι από ένα πράγμα, π.χ. να είμαι ηθοποιός και να μην μπορώ να ζήσω ή να αναγκάζομαι να κάνω και πράγματα που δεν μ’ αρέσουν πολύ. Είχα κάποιες ικανότητες και ανάγκη για μοναχικότητα, ζωγράφιζα, είχα κλίση σε αυτό, έγραφα διηγήματα, σαν να έκανα μια επένδυση. Έχω καταφέρει με πέντε επαγγέλματα που κάνω, τα οποία με ικανοποιούν και με ηρεμούν περισσότερο, μην είμαι σε ένα πράγμα σαν στρατιώτης. Έτσι μπορώ να παίρνω και τις αποστάσεις μου και να βγάζω τα προς το ζην.
— Τραγουδάς κιόλας, μην ξεχνάμε αυτή την επιλογή που δεν την εγκαταλείπεις ποτέ.
Και το τραγούδι είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Είχα μια άλφα φωνή, ξεχωριστή. Δεν είμαι τραγουδίστρια, είναι όμως πολύ παλιά αγάπη αυτή με τη μουσική. Είχα σχέση με όργανα, έπαιζα πιάνο, κιθάρες, στην οικογένεια υπήρχε μια μουσικότητα, ακούγαμε, σπουδάζαμε και παίζαμε μουσική. Ήμουνα, ας πούμε, η τραγουδίστρια του σχολείου, έκανα διαρκώς πρόβες, για να λείπω και από τα μαθήματα. Και έβλεπα εκεί μια αποδοχή που μου άρεσε.
Φεύγοντας από το σχολείο, επειδή είμαι και της νύχτας παιδί, μου άρεσαν αυτοί οι χώροι με τα άσματα και τον πόνο και τον έρωτα και ήθελα να είμαι εκεί, στο πάλκο, με τις πέρλες μου, να με κοιτάνε, να είμαι ερωτεύσιμη, κάτι σαν το παιδικό όνειρο που θέλεις να πάρεις Όσκαρ – παράλληλα ήξερα και αυτά τα τραγούδια. Στη Σαντορίνη γνώριζα έναν μπουζουκτζή και είπα «να έρθω να τραγουδήσω;». Έτσι ξεκίνησε, αλλά ήταν και ο τρόπος μου να διασκεδάσω, με έφτιαχνε αυτή η κατάσταση. Έχω τραγουδήσει σε γάμους Κινέζων, σε συνέδρια, σε πρωινά τουριστικά που χόρευαν χασαποσέρβικο με φωτιές, τα έχω κάνει όλα. Μου αρέσει να μπαίνω σε άλλους κόσμους, να τους παρατηρώ και να γίνομαι μέρος τους.
Μετά το ένα έφερε το άλλο και αυτή η ιστορία κρατάει χρόνια. Δεν θα ήθελα να πάω σε μια σκηνή και να εκμεταλλευτώ αυτό που είμαι ως ηθοποιός, ως συγγραφέας για να τραγουδήσω. Θέλω να είμαι σε άγνωστα μέρη που να μη με ξέρουν, σε κάτι πιο αυθεντικό, ως τραγουδίστρια. Δεν το θεωρώ βασικό μου επάγγελμα και δεν έχω κάτι να αποδείξω, έχω επίγνωση του τι είμαι. Το κάνω ως εκεί που με παίρνει, εκεί που νιώθω άνετα και είναι για μένα μια εκτόνωση.
— Όλα αυτά τα μυθιστορηματικά –γιατί είσαι τέτοια προσωπικότητα– με ποιους τα μοιράζεσαι; Έχεις φίλους;
Νομίζω ένα χάρισμά μου είναι η φιλία, έχω επενδύσει πολύ σε αυτό γιατί θέλει χρόνο και αφοσίωση. Έχω φίλους καλούς, λίγους, που αφιερώνω χρόνο για να μπω στον κόσμο τους. Η φιλία για μένα είναι πάνω από τον έρωτα, πάνω απ' όλα. Αλλά πρέπει να έχεις και κοινά με τους φίλους, το χιούμορ π.χ., ή να βλέπετε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, αλλιώς δεν φτουράει.
— Ποιοι είναι οι άνθρωποι που δεν θα γίνουν ποτέ φίλοι σου;
Επειδή ανοίγομαι πολύ, ακόμα και σε έναν ξένο –αν με ρωτήσει τι έχω, θα του πω την ιστορία μου–, δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που κρύβονται, που δεν ανοίγονται, έχουν μια πόζα, μια καχυποψία. Τους κακούς ή αυτούς που φέρονται άσχημα στους αδύναμους δεν τους βλέπω καν.
— Λένα, νιώθεις σαν έφηβη μεν, αλλά υπάρχει ο χρόνος που τρέχει και ο φόβος που προκαλεί.
Κάτι που με χαρακτηρίζει είναι οι στιγμές που ζω σαν να μην υπάρχει ο χρόνος και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Ταυτόχρονα, έχω και στιγμές που υποφέρω πολύ, δεν θέλω να πεθάνω με τίποτα, τρέμω στην ιδέα να μου πουν «έχεις αυτό». Αλλά παλεύω τη μέρα μου, νιώθω δυνατή, αδίστακτη, ότι μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, δεν έχω δεσμεύσεις με ντουβάρια, και αυτό το οφείλω και στην οικογένειά μου. Αισθάνομαι ότι μπορώ να αλλάξω ζωή τώρα, να πάω στην Κίνα να δουλέψω λάντζα, αλλά δεν το παίζω υπεράνω. Υπάρχουν και στιγμές μαυρίλας με αυτό το θέμα του χρόνου. Κανείς δεν θέλει τη φθορά και ευτυχώς, ενώ τη σκέφτεσαι, κάνεις μετά μια παράσταση, λες ένα τραγούδι, και νιώθεις πάλι είκοσι χρονών.
Ευχαριστούμε θερμά το Clumsies για την παραχώρηση του χώρου για τις ανάγκες της φωτογράφησης.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Σε φιλώ, Πέτρος» εδώ.