Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ να δημιουργήσει ένα περιβάλλον θετικών ειδήσεων για να καλύψει τη σημαντική φθορά που έχει υποστεί από την αρχή της δεύτερης θητείας της και ειδικά τον τελευταίο χρόνο με τους ατυχείς χειρισμούς της υπόθεσης των Τεμπών και όχι μόνο. Η αύξηση του κατώτατου μισθού, οι αυξήσεις στις ένοπλες δυνάμεις και η προοπτική αυξήσεων το φθινόπωρο για τα υπόλοιπα σώματα (αστυνομικοί, πυροσβέστες, λιμενικό) έχουν καταφέρει να αλλάξουν κάπως την ατζέντα, στην οποία μέχρι πρότινος κυριαρχούσαν μονοθεματικά τα Τέμπη. Κάνει ό,τι μπορεί και η αντιπολίτευση γι’ αυτό, παρά τις αντίθετες προθέσεις της.
Στο θέμα των Τεμπών η εντολή προς τα στελέχη του κόμματος και της κυβέρνησης είναι να κάνουν όλοι ό,τι μπορούν για να αποδομηθούν οι κατηγορίες περί συγκάλυψης. Αρκετοί, ωστόσο, είτε επειδή αυτενεργούν είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, βγαίνουν συχνά εκτός γραμμής, υποστηρίζοντας ακόμα και θέσεις αντίθετες από εκείνες που έχει εκφράσει ο πρωθυπουργός, επιτείνοντας τη σύγχυση που υπάρχει ήδη στην κοινή γνώμη για το θέμα. Αυτό είναι κάτι που έχει απασχολήσει ορισμένους στην κυβέρνηση, αλλά δεν έχει αντιμετωπιστεί, ίσως επειδή δεν υπάρχει ακόμα μια κοινή γραμμή για όλες τις πτυχές και το Μαξίμου έχει αιφνιδιαστεί αρκετές φορές με τις εξελίξεις στο θέμα των Τεμπών.
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο υπάρχει, όπως είναι λογικό, προβληματισμός και ανησυχία για τη σημαντική υποχώρηση που καταγράφει η Νέα Δημοκρατία στις δημοσκοπήσεις και όλος ο σχεδιασμός εστιάζει πλέον στο να μπει φρένο στην καθοδική πορεία. Αυτές τις μέρες διαφαίνεται μια ικανοποίηση για τους χειρισμούς τους στην υπόθεση Τριαντόπουλου, με τους οποίους θεωρούν ότι στρίμωξαν την αντιπολίτευση και κέρδισαν χρόνο.
Η ανάδειξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ως δεύτερης καταλληλότερης για πρωθυπουργός σε πρόσφατη δημοσκόπηση μπορεί να τρομοκράτησε ορισμένους, αλλά ήταν μάλλον καλοδεχούμενη από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Τα δημοσιεύματα για συγκρούσεις υπουργών σχετικά με το ποιοι κλάδοι θα πάρουν αυξήσεις το επόμενο διάστημα, παρότι εμφανίζεται ως «κυβερνητικό πρόβλημα», στην πραγματικότητα ωφελεί την εικόνα της κυβέρνησης, καθώς καλλιεργούνται προσδοκίες και δημιουργείται η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση παράγει πλεονάσματα, μοιράζει λεφτά και τα επιστρέφει στην κοινωνία.
Ας σκεφτεί κανείς και τη μεγαλύτερη εικόνα, ανοίγοντας το κάδρο: την ώρα που στην επικαιρότητα κυριαρχούσαν οι ειδήσεις για τις διενέξεις των υπουργών σχετικά με το πού θα δοθούν αυξήσεις και θα μοιραστούν χρήματα (και όχι για το από πού θα κοπούν, όπως τα προηγούμενα χρόνια), τα κόμματα εξουσίας της αντιπολίτευσης απασχολούσαν οι εσωκομματικοί καβγάδες γύρω από πρόσωπα όπως ο Παύλος Πολάκης στον ΣΥΡΙΖΑ και η Κατερίνα Μπατζελή στο ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι αμφισβητούν τις ηγεσίες τους.
Οι ηττημένοι των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, κυρίως ο Παύλος Πολάκης και η πλευρά του Χάρη Δούκα αντίστοιχα, αρνούνται να αποδεχθούν το αποτέλεσμα και να συνταχθούν με τις ηγεσίες τους, θεωρώντας ότι η δημοσκοπική υποχώρηση που καταγράφουν τα κόμματά τους τούς δίνουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τις επιλογές τους και ρίχνουν ξανά τα βέλη τους.
Η άνοδος του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου δίνει αφορμή για νέα εσωκομματική γκρίνια σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και αναλύσεις κάθε είδους, οι οποίες είναι συχνά αντιφατικές μεταξύ τους, καθιστώντας προφανή την αδυναμία ερμηνείας των εξελίξεων.
Από την άλλη πλευρά, στη Νέα Δημοκρατία είναι μάλλον ικανοποιημένοι από την άνοδο της Ζωής Κωνσταντοπούλου, καθώς, σύμφωνα με όσα συζητάνε ορισμένα στελέχη της, ίσως είναι ο αντίπαλος που χρειάζονται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αναφέρουν, αναδείχθηκε πολιτικά και κυριάρχησε ως εκφραστής ενός «μετώπου λογικής» απέναντι στο μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. με σύνθημα την επιστροφή στην κανονικότητα. Μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου (που είχε προηγηθεί) από την πρωταγωνιστική σκηνή, η Νέα Δημοκρατία ξέμεινε από «φόβητρα» με αποτέλεσμα τη δυσκολία συσπείρωσης του εκλογικού κοινού της.

Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να απειλήσει πραγματικά τη Νέα Δημοκρατία (συνέβη για λίγο μόνο μετά την επανεκλογή Ανδρουλάκη και την ανάδειξη της «αυτόνομης» πορείας που γρήγορα φάνηκε να εγκαταλείπεται) μαζί με την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά κοντά στο 6% και την παγίωση του ως μικρού κόμματος είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός χαλαρού κλίματος που επέτρεψε τις μετακινήσεις και ενθάρρυνε τις απώλειες που κατέγραψε το κυβερνών κόμμα το τελευταίο διάστημα.
Η ανάδειξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ως δεύτερης καταλληλότερης για πρωθυπουργός σε πρόσφατη δημοσκόπηση μπορεί να τρομοκράτησε ορισμένους, αλλά ήταν μάλλον καλοδεχούμενη από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί ακριβώς αυτό είναι που τους διευκολύνει: μια αντιπολίτευση που προκαλεί τρόμο στο εκλογικό κοινό που θέλουν να συσπειρώσουν και στο οποίο θέλουν να εμφανίζονται ως η μοναδική δύναμη λογικής απέναντι σε όλους τους άλλους που αποτελούν οιονεί συμμάχους.
Δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο ότι η υποχώρηση της δημοφιλίας της κυβέρνησης και η μείωση του ποσοστού της στην πρόθεση ψήφου δεν ανατρέπουν την εκτίμηση της κοινής γνώμης για το ποιος θα βγει πρώτος (και) στις επόμενες εκλογές. Στο ερώτημα πρόσφατης δημοσκόπησης της GPO «Ποιο κόμμα θεωρείτε ότι θα είναι πρώτο στις επόμενες εκλογές»(παράσταση νίκης), το 64% εκτιμά ότι θα είναι πάλι η Νέα Δημοκρατία.
Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με όσα συζητούν κατ’ ιδίαν, και αυτή η ηττοπάθεια εξηγεί εν πολλοίς και την κατάσταση στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας της αντιπολίτευσης. Θεωρούν δηλαδή τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας και στις επόμενες εκλογές περίπου βέβαιη, άρα το ερώτημα που θα προκύψει τότε, αν τα δεδομένα παραμείνουν όπως είναι σήμερα, είναι με ποιον θα συγκυβερνήσει. Και εκεί ξεκινούν τα υπόλοιπα εσωκομματικά προβλήματα και οι διαφωνίες.
Ένα από τα αριστερά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας πρόσφατα στη LiFO, ανέφερε ότι κανείς δεν αμφισβητεί σήμερα την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, παρά τη φθορά της, υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα το έχει ο δικός τους χώρος που δεν μπορεί να συγκροτηθεί, ενώ και το διεθνές κλίμα είναι αρνητικό σήμερα για την αριστερά. Ο ίδιος, αλλά και αρκετοί άλλοι, φοβούνται πως η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, όταν αυτές γίνουν, αξιοποιώντας τους μηχανισμούς και τα διλήμματα, θα καταφέρει να ανεβάσει τα ποσοστά της και να επανασυσπειρώσει το κοινό της. Το πρόβλημα, όπως λένε, βρίσκεται στην αντιπολίτευση που παραμένει αδύναμη και δεν μπορεί να αποκτήσει μια αξιόπιστη ηγεσία και μια πειστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα. ωστόσο, είναι ότι κάπως έτσι φαίνεται να σκέφτονται και στην κυβέρνηση και αυτό δεν συμβάλλει στη βελτίωση της απόδοσής τους, όσο θεωρούν ότι δεν απειλούνται και ότι με δυο-τρεις κινήσεις θα μπορούν να συνεχίσουν αδιατάρακτα την κυριαρχία τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.