Η ΝΕΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ, με τον τίτλο «Bugonia», τα γυρίσματα της οποίας βρίσκονται πλέον σε τελικό στάδιο, είναι ριμέικ της νοτιοκορεατικής κωμωδίας επιστημονικής φαντασίας «Save the Green Planet!» του Τζανγκ Τζουν-Γουάν (Jang Joon-hwan) από το 2003. Για το φινάλε της ταινίας, η εταιρεία παραγωγής είχε αιτηθεί στο αρμόδιο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) να χορηγηθεί άδεια, στις 10 ή 14 Απριλίου 2025, για έξι ώρες, για την πραγματοποίηση γυρισμάτων στον βράχο της Ακρόπολης, αίτηση η οποία, όπως έγινε γνωστό χθες, απορρίφθηκε.
Ο πραγματικός λόγος της άρνησης του ΚΑΣ, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, δεν ήταν άλλος από το περιεχόμενο των σκηνών που θα γυρίζονταν. Το σενάριο του βραβευμένου με Εmmy Γουίλ Τρέισι, ενός από τους σεναριογράφους της σειράς «Succession», επικεντρώνεται σε δύο νεαρούς άνδρες που έχουν εμμονή με τις θεωρίες συνωμοσίας και απάγουν την ισχυρή διευθύνουσα σύμβουλο μιας μεγάλης εταιρείας −που δεν είναι άλλη από την Έμα Στόουν −, πεπεισμένοι ότι είναι εξωγήινη και έχει σκοπό να καταστρέψει τη Γη. Οι περιγραφές των σκηνών της ταινίας, που για τον σκοπό της αξιολόγησης της αίτησης, το γνωμοδοτικό συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει, είχαν ως αποτέλεσμα, παρόλο που το συμβούλιο είχε ήδη προχωρήσει σε διευκολύνσεις και είχε εγκρίνει τις ώρες κινηματογράφησης, να αποφασίσει τελικά πως οι σκηνές της ταινίας ήταν ασύμβατες με το μνημείο και με την πολιτιστική φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα του μνημείου.
Η απόφαση του ΚΑΣ είναι αρκετά επιλεκτική. Ο Παρθενώνας αρκετές φορές έχει δοθεί για επιδείξεις μόδας και για φωτογραφίσεις, στην Τζένιφερ Λόπεζ παραδείγματος χάρη, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γυριστεί ταινίες όπως ο «Έρωτας αλά ελληνικά» της Νία Βαρντάλος το 2009 και «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» του Χοσεΐν Αμίνι το 2014, μια διασκευή μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ.
Η απόφαση του ΚΑΣ είναι αρκετά επιλεκτική. Ο Παρθενώνας αρκετές φορές έχει δοθεί για επιδείξεις μόδας και για φωτογραφίσεις, στην Τζένιφερ Λόπεζ παραδείγματος χάρη, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γυριστεί ταινίες όπως ο «Έρωτας αλά ελληνικά» της Νία Βαρντάλος το 2009 και «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» του Χοσεΐν Αμίνι το 2014, μια διασκευή μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ.
Μια ανάλαφρη και αφελής ή και αδιάφορη οικογενειακή κωμωδία ή μια μεταφορά βιβλίου γεμάτη κλισέ και κοινοτοπίες και μια φωτογράφιση μόδας είναι πιο κοντά στο πνεύμα του βράχου της Ακρόπολης από μια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, του μοναδικού ίσως Έλληνα καλλιτέχνη που αυτήν τη στιγμή κάνει πραγματικά διεθνή καριέρα; Τηρώντας τις αναλογίες, μοιάζει να ομολογούμε πως η Μαρία Κάλλας προσέφερε λιγότερα στο πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας από τη Μαρίνα Σάττι. Διότι θυμόμαστε όλοι πως για τις ανάγκες του βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Ζάρι», που θα εκπροσωπούσε τη χώρα στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, δόθηκε άδεια για γυρίσματα στην Ακρόπολη.
Αν αναλογιζόμασταν βέβαια τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Λάνθιμος στο ξεκίνημά του, την απαξίωση και τη χλεύη που αντιμετώπισε πριν έρθουν τα βραβεία και τα Όσκαρ και πριν πάρει των ομματιών του, θα το καταλαβαίναμε αν δεν ήθελε να ξαναδεί την Ελλάδα ούτε ζωγραφιστή, όχι να προτίθεται κιόλας να κάνει γυρίσματα στην Ακρόπολη. Η μέγιστη ειρωνεία εδώ είναι πως σε μια από τις κομμένες σκηνές του «Poor Things», η Έμα Στόουν, ως Μπέλα Μπάξτερ, έστελνε καρτ-ποστάλ από τον Παρθενώνα γράφοντας «God, the Parthenon is still broken»...
Το θέμα δεν αφορά το κατά πόσο θα γινόταν προβολή της χώρας και το αν το ελληνικό brand χρειάζεται τελικά μια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου γυρισμένη στην Ελλάδα, αλλά το κατά πόσο αναγνωρίζουμε ποιο είναι σήμερα το πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας. Η πικρή αλήθεια είναι πως μόνο προσωπικότητες του διαμετρήματος του Γιώργου Λάνθιμου ή του Δημήτρη Παπαϊωάννου θα είχαν να προσφέρουν σήμερα στον ελληνικό πολιτισμό σε διεθνές επίπεδο και είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές μας, έστω και αν δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνικότητα όπως τη φαντασιωνόμαστε ή αν υπακούν αποκλειστικά και μόνο στο απόλυτα προσωπικό καλλιτεχνικό τους όραμα.

Διόλου άσχετο με το ζήτημα της απόρριψης της αίτησης για την ταινία του Λάνθιμου, είναι ποια τελικά είναι η σχέση μας με την παράδοση. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τα κλασικά μνημεία, την αρχαία ελληνική τέχνη και γενικά την κληρονομιά του παρελθόντος είναι πολύ πιο προβληματικός από ό,τι νομίζουμε. Βλέπουμε το μακρινό, ένδοξο παρελθόν με μια αμετακίνητη, στερεοτυπική και σε μεγάλο βαθμό «δανεική» αντίληψη, κληροδοτημένη από τη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη και τη στάση της απέναντι στην κλασική αρχαιότητα. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο και οι ορδές των φιλελλήνων και των περιηγητών που, καταφτάνοντας στη ρημαγμένη Αθήνα του 19ου αιώνα, έψαχναν να βρουν, εκτός από την Ακρόπολη, Έλληνες σαν αρχαίους θεούς και ημίθεους, κι αντί γι’ αυτό συναντούσαν τους κατατρεγμένους και κακομούτσουνους επαρχιώτες της οθωμανικής επαρχίας. Οι Αθηναίοι του τότε, μάλιστα, αντιμετώπιζαν την Ακρόπολη σαν ένα οποιαδήποτε κάστρο παρά σαν μνημείο.
Κάτι ήξερε ο συγγραφέας Γιώργος Μακρής όταν το 1944 συνέτασσε την περίφημη προκήρυξη του ΣΑΣΑ «Να ανατινάξουμε την Ακρόπολη!». Στόχος του ΣΑΣΑ («Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων»), σύμφωνα με την προκήρυξη, ήταν η ανατίναξη αρχαίων μνημείων και η προπαγάνδα εναντίον τους. Ως πρώτος στόχος ορίστηκε η ανατίναξη του Παρθενώνα, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με την προκήρυξη, «μας έχει κυριολεκτικά πνίξει». Βεβαίως, ο Μακρής και ο κύκλος των διανοούμενων γύρω του δεν αποσκοπούσαν σε κυριολεκτική ανατίναξη αλλά ήθελαν να καυτηριάσουν τη συντηρητική και οπισθοδρομική στάση μας απέναντι στο παρελθόν και τα θαύματα που κληρονομήσαμε αλλά σταθήκαμε ανάξιοί τους. Η εμμονή με τα ερείπια που δεν γονιμοποιεί τίποτα είναι σε κάθε περίπτωση τροχοπέδη για το μέλλον. Μακάρι ο Γιώργος Λάνθιμος, ο οποίος με την πρωτοποριακή και αιρετική του ματιά τάραξε τα εγχώρια κινηματογραφικά νερά, να «ανατίναζε» και τα σύγχρονα λιμνάζοντα ήθη και μυαλά.