ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΗΣ πιο πρόσφατης ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου με πρωταγωνίστρια την Έμμα Στόουν, το κλισέ του καλλιτέχνη και της μούσας του ανασύρθηκε και πάλι θριαμβευτικά στην επιφάνεια. Δικαιολογημένα. Όχι μόνο πρόκειται για την τρίτη συνεργασία του ζευγαριού, αλλά επίσης οι δύο προηγούμενες απέφεραν στη Στόουν μια υποψηφιότητα για Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου (για το "The Favourite" του 2018) και ένα βραβείο Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού (για το περσινό "Poor Things").
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Έμμα Στόουν ανταποκρίνεται απολύτως σχεδόν στον ορισμό που προσφέρει το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης για την μούσα: «πρόσωπο (συχνά γυναίκα ερωμένη) ή πράγμα που θεωρείται ως η πηγή έμπνευσης ενός καλλιτέχνη – το κυρίαρχο πνεύμα ή η κυρίαρχη δύναμη πίσω από οποιαδήποτε δημιουργική πράξη».
Για μισό λεπτό, όμως. Καταρχάς, απ’ όσο γνωρίζουμε, η Στόουν είναι παντρεμένη με κάποιον άλλο από το 2020. Αφετέρου, υποτίθεται ότι η ιδέα της θηλυκής μούσας που απλά στέκεται απαθής και εμπνέει τον δημιουργικό οίστρο ενός άνδρα δημιουργού, ανήκει στον σκουπιδοτενεκέ της πολιτισμικής ιστορίας. Και η ίδια άλλωστε κάτι τέτοιο υπονόησε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τον περασμένο μήνα, όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Λάνθιμο αν η ηθοποιός είναι η μούσα του, με την Στόουν να παίρνει εκείνη τον λόγο και να απαντά: «Δεν είμαι εγώ η μούσα του, εκείνος είναι η δικιά μου».
Ποιος ή ακριβώς παίζει το ρόλο της «μούσας» δεν έχει καμιά σημασία όταν ο ένας ή η μία πιέζει τον άλλον ή την άλλη να κάνουν την καλύτερη δυνατή δουλειά τους.
Αν κοιτάξουμε πίσω σ’ ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου, γίνεται σαφές ότι πολλές σχέσεις που έχουν χαρακτηριστεί ευρέως ως «ο δημιουργός και η μούσα του» αποτελούσαν στην πραγματικότητα συνεργασίες μεταξύ δύο καλλιτεχνών που οδηγούν ο ένας τον άλλον σε νέα ύψη – από την εποχή του Ντ.Γ. Γκρίφιθ, τον πατριάρχη του αμερικανικού κινηματογράφου, και την πρωταγωνίστριά του Λίλιαν Γκις, η οποία συναρμολόγησε τα δομικά στοιχεία της υποκριτικής στην οθόνη την ίδια στιγμή που ο σκηνοθέτης εφεύρισκε τη γραμματική του σινεμά κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Δεν είναι λίγα τα μυθικά ζευγάρια σκηνοθετών και σταρ του κινηματογράφου: Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και η Λιβ Ούλμαν, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και η Άννα Καρίνα, ο Τζον Κασσαβέτης και η Τζίνα Ρόουλαντς, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ και η Μαρλέν Ντίτριχ, ο Γιασουχίρο Όζου και η Σετσούκο Χάρα, είναι κάποια από τα πιο επιφανή. Όλα αυτά τα ζευγάρια, εκτός από τα δύο τελευταία, είχαν ρομαντική σχέση, και παρόλο που η συνεργασία τους συχνά κατέληγε να κάνει κακό στον ερωτικό και συναισθηματικό τους δεσμό, σπανίως έβλαψε την τέχνη τους.
Όλα αυτά τα δίδυμα αξίζουν να θεωρηθούν ως πραγματικές συνεργασίες μεταξύ οραματιστών της οθόνης, σκηνοθετών και ηθοποιών, με τους δεύτερους να χρησιμοποιούν ως δημιουργικά μέσα τα ίδια τους τα σώματα, τις φωνές και την φαντασία τους. Ακόμη και εκείνες οι ηθοποιοί που υποτιμήθηκαν στην εποχή τους ως πηλός στα χέρια ολοκληρωτικών δημιουργών είναι απολύτως απαραίτητες για τις ταινίες στις οποίες εμφανίστηκαν. Προσπαθήστε να φανταστείτε τον «Τρελό Πιερό» του Γκοντάρ χωρίς την Άννα Καρίνα ή το «Σαγκάη Εξπρές» του φον Στέρνμπεργκ χωρίς τη Ντίτριχ. Είναι αδύνατον.
Οι ηθοποιοί είναι κρίσιμοι συνεργάτες και συνάδελφοι στην κινηματογραφική περιπέτεια, και συχνά δουλεύουν πιο ενστικτωδώς και με πιο «άναρθρο» τρόπο από τους σκηνοθέτες τους (οι οποίοι πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσουν τα πάντα στα στελέχη), αλλά όχι με μικρότερη δημιουργική φλόγα. Βοηθάει ίσως να δούμε μερικά από τα – «μη έμφυλα» – δίδυμα στην ιστορία του μέσου. Ο Τζον Φορντ γύρισε 14 ταινίες με τον Τζον Γουέιν, και ενώ η εργασιακή τους σχέση μπορούσε να είναι τεταμένη – ο Φορντ ήταν μετρ της σκληρότητας στα γυρίσματα – η εμβληματική παρουσία του σταρ τροφοδοτούσε τον σκηνοθέτη στην ταυτόχρονη δημιουργία και αποδόμηση του μύθου της Δύσης, με εκπληκτικά πολύπλοκους τρόπους.
Ο Κάρι Γκραντ σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ (εκλεπτυσμένη αυτοπεποίθηση, κλονισμένη από σκοτεινά και υπόγεια ρεύματα) και για τον Χάουαρντ Χοκς (ανδρική ευπρέπεια που τσαλακώνεται από το γυναικείο χάος), ανταποκρίθηκε όμως και στους δύο σκηνοθέτες με απόλυτη επιτυχία.
Πιστεύει κανείς ότι οι πέντε ταινίες που έχει γυρίσει η Τζούλιαν Μουρ με τον Τοντ Χέινς, ("Safe", “Boogie Nights”, “Magnolia”, "Far From Heaven" και "May December"), δεν αποτελούν μια πραγματική συνεργασία; Πιστεύει κανείς ότι η Μία Φάροου δεν ώθησε κάποτε τον Γούντι Άλεν στην πιο σίγουρη και δημιουργική περίοδο της κινηματογραφικής του δημιουργίας, αποσπώντας για τον εαυτό της ένα μπουκέτο σπουδαίων ρόλων; Το "Kinds of Kindness" και η γόνιμη συνεργασία της Στόουν με τον Λάνθιμο αποτελούν την πιο ισχυρή ένδειξη ότι ίσως τελικά έχουμε ξεπεράσει την περιοριστική διχοτόμηση καλλιτέχνης/μούσα.
Η αλήθεια είναι ότι οι αποδείξεις ήταν διαθέσιμες εδώ και μερικά χρόνια τουλάχιστον, όταν η Γκρέτα Γκέργουιγκ προχώρησε από πρωταγωνίστρια (ή «μούσα») στο "Greenberg" (2010) του Νόα Μπάουνμπαχ, στο σενάριο των ταινιών "Frances Ha" (2012) και "Mistress America" (2015) του ίδιου σκηνοθέτη, για να περάσει στο σενάριο και τη σκηνοθεσία του "Lady Bird" (2017) και στη σκηνοθεσία του περσινού εισπρακτικού μποναμά για το Χόλιγουντ, το "Barbie", από ένα σενάριο που έγραψαν μαζί με τον Μπάουνμπαχ. Όπως και με την Έμμα Στόουν, ποιος ή ακριβώς παίζει το ρόλο της «μούσας» δεν έχει καμιά σημασία όταν ο ένας ή η μία πιέζει τον άλλον ή την άλλη να κάνουν την καλύτερη δυνατή δουλειά τους.
Με στοιχεία από The Washington Post