Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί στην Επίδαυρο την «Ανδρομάχη» με άντρες ηθοποιούς. Είναι ένα έργο που διαδραματίζεται σε έναν αποδεκατισμένο τόπο, τη Θεσσαλία, στο οποίο ο Ευριπίδης στηλιτεύει την αλαζονεία και την ψευδαίσθηση ανωτερότητας των νικητών του Τρωικού Πολέμου. Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ηθική και η ευθύνη ηγετών και πολιτών έρχονται σε πρώτο πλάνο σε μια πολιτική και κοινωνική τραγωδία με πολυδιάστατη δομή.
— Μαρία, ετοιμάζεσαι για την πρώτη σου σκηνοθεσία στην Επίδαυρο, αλλά δεν σε έχω ρωτήσει ποτέ πώς ξεκίνησες να σκηνοθετείς. Ήταν κάτι που το ήθελες;
Δεν το ήθελα, ούτε το είχα σκεφτεί, μέχρι που μου το πρότειναν ο Γιώργος Λούκος και η Δηώ Καγγελάρη και ξαφνιάστηκα γιατί δεν είχα σχέση μαζί τους, ούτε κοινωνική, αλλά μου είπαν ότι θα τους ενδιέφερε να δουν κάτι από μένα. Πέρασαν δυο χρόνια, και σε τυχαίες συναντήσεις επαναλάμβαναν την πρόταση. Κάποια στιγμή σκέφτηκα αυτόν τον γρίφο της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», ότι με αυτά τα έργα είναι χαμένο το παιχνίδι μεν, αλλά θέλεις κάπως να τα πιάσεις, να «λερώσεις» τα χέρια σου – αυτό είναι ένα πράγμα. Το άλλο ήταν η Αγορίτσα Οικονόμου, που ήταν η μούσα μου. Τότε ακόμα δεν της έδιναν πρωταγωνιστικούς ρόλους και αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατό αυτή την ηθοποιό να μην τη χρησιμοποιούν. Ήθελα να παίξει την Κλυταιμνήστρα, γιατί ήξερα πώς το ψάχνει. Κι έτσι έγινε αυτή η παράσταση με την Αγορίτσα και τη Χριστίνα Μαξούρη που έπαιζε την Ιφιγένεια, και δεν υπήρξε άνθρωπος που να μη μιλήσει με απίθανα λόγια γι’ αυτές τις δύο ηθοποιούς. Ωστόσο, δεν θα νιώσω ποτέ επαγγελματίας σκηνοθέτις. Μπαίνω σε αυτό το πράγμα επειδή μου αρέσει να ασχολούμαι με το θέμα και έχω αυτή την ελευθερία να αλλάξω λέξεις, να αλλάξω τη σειρά, να βρω το κίνητρο που βρίσκεται από κάτω, που ως ηθοποιός δεν την είχα. Ας πούμε, στην «Ιφιγένεια» το θέμα μου ήταν όχι το παιδί-θύμα αλλά ο πατέρας του, τον είδα όπως θα έβλεπα και τον δικό μου πατέρα. Τι σημαίνει η δική του ευθύνη, όχι σε ψυχολογικό επίπεδο όμως: είσαι ένας ηγέτης που καλείται να κάνει κάτι και να χάσει κάτι δικό του. Πώς στο καλό να τα βάλεις όλα σε μια παλάμη; Αυτό ήθελα να δώσω. Ήμασταν τότε και στην κρίση και σκεφτόμουν τι είναι ένας αρχηγός, τι σημαίνει να είναι ηγέτης.
«Βρίσκω πολύ συγκινητικό το ότι άντρες καλλιτέχνες μπαίνουν στο γυναικείο σώμα, χωρίς να τους μεταμορφώνω σε γυναίκες, και μιλάνε για τα δικά μας θέματα. Μπαίνουν στη θέση των γυναικών που έχουν παιδιά, γυναικών που δεν έχουν παιδιά ή που δεν μπορούν να κάνουν».
— Και μετά πέρασες στα δύσκολα, στον Μπέρνχαρντ. Έκανες το «Ρίτερ, Ντένε, Φος», που ήταν μια υπέροχη παράσταση.
Είχε δει η Στεφανία Γουλιώτη την «Ιφιγένεια» και με φώναξαν με τη Λουκία Μιχαλοπούλου να κάνουμε ένα έργο. Ήρθε και ο Ξάφης και κάναμε τον Μπέρνχαρντ. Έπαθα πανικό στην αρχή, αλλά μπήκα πολύ μέσα, ερωτεύτηκα αυτόν τον συγγραφέα, μου άνοιξε τα μάτια. Αυτό θέλω, να εμπλέκομαι με συγγραφείς για να μαθαίνω, να ανοίγομαι με άλλον τρόπο στον κόσμο του άλλου. Το ίδιο συνέβη όταν έκανα τον Λόρκα, μου άνοιξε τα μάτια στην ουτοπία, στην πολιτική, με βοήθησε να καταλάβω τα σύμβολα –καμία σχέση με όσα ήξερα.
— Την «Ανδρομάχη» πώς τη διάλεξες;
Είναι ένα έργο που δεν ανεβαίνει συχνά. Όταν το διάβασα, είδα άλλα πράγματα από αυτά που έλεγε, από ένστικτο και γιατί τους ποιητές μας τους εμπιστεύομαι. Δεν είμαι κλασική φιλόλογος, αλλά από πολύ μικρή με ενδιέφερε αυτό που υπάρχει μέσα και κάτω από τη γλώσσα, ξόρκια και μαθηματικά που τα λάτρευα όσο και τα αρχαία, σαν μικρογραφία του σύμπαντος. Το ίδιο βρίσκω και στον Ευριπίδη, αυτά τα άλυτα που δεν τα καταλαβαίνεις, που δεν συνδέονται μεταξύ τους διά γυμνού οφθαλμού και όταν πάω να τα παίξω ως ηθοποιός μού κλοτσάνε, δεν βγάζω άκρη, με κουρντίζουν, με απασχολούν, τα ερωτεύομαι και με συνοδεύουν σαν μια φέτα ζωής δίπλα στην άλλη μου ζωή, πέρα από το θέατρο. Για να κατανοήσω τη γραφή του Ευριπίδη ήρθα σε επαφή και βασίστηκα σε μελετητές και διανοούμενους κυρίως ξένους, νέους. Έπιασα κάθε λεξούλα και τη σημασία της και τη δούλεψα μέχρι να φτάσει στο δικό μας στόμα, να γίνει εκφραστική τέχνη.
— Έκανες όλη αυτή την προετοιμασία εδώ και έναν χρόνο στην Άνδρο. Πώς το αποφάσισες;
Μετά από τρία χρόνια που έκανα τηλεόραση και θέατρο έπρεπε να κατεβάσουμε παλμούς, έτσι πάρθηκε η απόφαση να περάσουμε έναν χρόνο στην Άνδρο για να μελετήσω απερίσπαστα‧ ήρθε και η καλλιτεχνική συνεργάτιδα της παράστασης Ελένη Σπετσιώτη και δουλέψαμε όλη τη χρονιά. Εκεί οργανώσαμε ένα σεμινάριο, το «Πριν τα Φώτα», όχι για να κάνουμε μια παράσταση αλλά για να ασχοληθούμε με τις θεματικές της «Ανδρομάχης», να δούμε τι μπορεί να φέρει κάποιος στο έργο από τα προσωπικά του βιώματα, για να το εμπλουτίσουμε με προσωπικές ιστορίες. Θέλαμε να δούμε τι σημαίνει ξενότητα, το να είσαι γυναίκα σε μια κοινότητα, τι σημαίνει βία, χρόνος, καχυποψία, αγκαλιά, κίνδυνος‧ να εκτεθούμε κι εμείς πέρα από το κοινωνικό προσωπείο μας. Αυτό οδήγησε σε έναν πυρήνα συναισθηματικά πολύ φορτισμένο, σε μια κοινότητα. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, μια υπενθύμιση ότι το θέατρο είναι επαναστατικό γιατί φέρνει κοντά ανθρώπους από διαφορετικές τάξεις ώστε να ακούσουν, να κοιταχτούν σε πράγματα προσωπικά, να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο πέρα από τη διαφωνία, να δουν τα πράγματα με άλλο μάτι. Μαθαίνεις να ακούς και να ανοίγεσαι, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία και ελευθερία. Εγώ το έχω μάθει αυτό από το θέατρο, όπου έφαγα χαστούκια και θαύμασα και ζήλεψα και συνειδητοποίησα τι μπορώ να κάνω και τι όχι. Άλλη μια φορά το είδα να συμβαίνει αυτό και με το σεμινάριο, να χαίρομαι που υπάρχει ο άλλος, ο διαφορετικός, ένιωθα τη χαρά της ανακάλυψης και του εμπλουτισμού.

— Η «Ανδρομάχη», ως πρόσωπο, σε αυτό το έργο είναι κι αυτή ένας γρίφος. Δίνει το όνομα στην τραγωδία, αλλά δεν είναι η μόνη που πρωταγωνιστεί.
Δεν υπάρχει μία πρωταγωνίστρια εδώ, την εξαφανίζει κάποια στιγμή ο συγγραφέας. Έσπαγα το κεφάλι μου μελετώντας, μέχρι που κατάλαβα ότι εδώ δεν είναι η Ανδρομάχη το θέμα αλλά οι γυναίκες, τα παιδιά, οι πιο αδύναμοι πολίτες. Αυτοί είναι οι μοχλοί που σε κάνουν να σκεφτείς πόση ευθύνη φέρει το σώμα της δημοκρατίας. Είναι ένα έργο περί δημοκρατίας και ηθικής μέσα στη δημοκρατία, πέρα από το κοινωνικό θέμα, τη θέση της γυναίκας ή τον πόλεμο. Η «Ανδρομάχη» δεν είναι σαν τις «Τρωάδες». Ο Ευριπίδης έχει βάλει μια γυναίκα που δεν είναι Ελληνίδα –δεν είναι ελεύθερη, αλλά αιχμάλωτη πολέμου–, που έχει γεννήσει παιδί μετά τον βιασμό της από τον Νεοπτόλεμο, που σκότωσε το πρώτο της παιδί, τον Αστυάνακτα, και ο πατέρας του, ο Αχιλλέας, τον άντρα της. Μάλιστα, ο Νεοπτόλεμος διέπραξε και τη μεγαλύτερη ύβρι σφάζοντας στο ιερό του Δία τον αδελφό και τον πατέρα της, χωρίς να σεβαστεί άσυλο και άμαχο πληθυσμό.
— Ο Ευριπίδης τη βάζει να παίρνει τον λόγο, να ξεμπροστιάζει το ελληνικό ήθος των νικητών σε ένα κοινό Ελλήνων αντρών πολιτών – αυτοί ήταν οι θεατές.
Ο Ευριπίδης έχει την ευφυΐα και το θάρρος να βάλει μια φωνή θηλυκή, μη ελεύθερη, εχθρική, που στο χώμα της χώρας της πέθαναν τα ελληνικά νιάτα –σάπισαν άθαφτα και οι μανάδες έκλαιγαν πάνω από άδεια φέρετρα, όπως σήμερα στα Τέμπη–, αυτό το μισητό πρόσωπο να πρεσβεύει το στέργειν και την προστασία της ζωής. Και φέρνει και ένα άλλο θέμα, τον κίνδυνο που νιώθουμε στη σκέψη ότι ο ξένος που φτάνει στη χώρα μας γεννάει παιδιά, ενώ εμείς όχι, και θα γεμίσουμε από αυτά, θα γίνουν τελικά οι αυριανοί βασιλιάδες. Όταν διαβάζεις αυτά τα λόγια που μιλάνε για τον φόβο που νιώθεις για το σπίτι σου, καταλαβαίνεις πού πάτησαν οι ακροδεξιές ιδεολογίες, πώς ανατέλλει ο εθνικισμός, ο Τραμπ, τι συμβαίνει με τις συμμαχίες. Εκεί, όμως, είναι που βλέπεις ότι το «βασίλειο» δεν κινδυνεύει από τον ξένο αλλά από τις εσφαλμένες επιλογές σου. Υπάρχουν όλα εδώ, σε αυτό το κείμενο που είναι αποκαλυπτικό και σε σχέση με τις συνθήκες της εποχής μας.
— Ο Ευριπίδης μας λέει με τον τρόπο του ότι για να γίνει η ουτοπία της δημοκρατίας πράξη πρέπει να αναβαθμιστεί ο πολίτης.
Πρέπει να δείξεις στον πολίτη την ευθύνη του, τις προτεραιότητες, κάποιες ηθικές περιοχές που πρέπει να είναι απαραβίαστες και να τηρούνται από τον καθένα μας απολύτως στο σπίτι, στον γάμο, στις συναναστροφές, στην κοινότητα – αλλιώς δεν υπάρχει η δημοκρατία. Το ζούσαν αυτό οι Αθηναίοι, άσχετα από τη σύλληψη της ιδέας της Δημοκρατίας. Έπασχαν απ’ όσα συμβαίνουν και σήμερα, και επαναλαμβάνονται διαρκώς μέσα στην Ιστορία. Το κόλπο το θεατρικό του Ευριπίδη είναι ότι με τον θάνατο του Νεοπτόλεμου δείχνει το τέλος της πόλης-κράτους, την ισοπέδωση ενός μοντέλου, φτιάχνει έναν επιτάφιο. Πάνω απ’ όλα αυτά υπάρχει το βλέμμα της Ανδρομάχης και του παιδιού της που ελευθερώνονται και προχωρούν.

— Ο συγγραφέας δείχνει τις δυο γυναίκες, την Ανδρομάχη, που έχει το νόθο παιδί του Νεοπτόλεμου, και την Ερμιόνη, τη νόμιμη σύζυγό του, ως ερωτικές αντίζηλες. Αυτό είναι πρόσχημα για να μιλήσει για ποιο πράγμα;
Η διένεξη αυτών των γυναικών δεν αφορά το κρεβάτι, το σεξ, αυτά ήταν και προς τέρψιν των θεατών. Πρόκειται για μια πολιτική αντιπαράθεση: εκπροσωπούν δυο χώρες, μια παλιά, την Τρία, και μια νέα, τη Σπάρτη. Σε όλο το έργο μιλά γι’ αυτά τα πράγματα, όπως μιλά και για τα παιδιά, σε ποιους κινδύνους τα έχεις εκθέσει εσύ ο νικητής, για το αν δίνουμε ευκαιρίες σε ένα νόθο παιδί, σε έναν παρία. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η αναπαράσταση διαδραματίζεται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο της Θέτιδας της Κουροτρόφου, προστάτιδας των ανεπιθύμητων παιδιών. Αυτούς τους μύθους προσπαθώ να φέρω στην επιφάνεια. Για τους πρώτους θεατές των έργων οι αναφορές στη μυθολογία ήταν εύκολες, ο Ευριπίδης, με τρεις λέξεις, σε γλώσσα οικεία σε αυτούς, απέδιδε όλα τα νοήματα που εμείς πρέπει να αναλύσουμε και να ξεμπερδέψουμε για να δούμε όλες τις «στρώσεις» τους.
— Μίλησέ μου για την επιλογή να κάνεις την παράσταση με άντρες ηθοποιούς.
Βρίσκω πολύ συγκινητικό το ότι άντρες καλλιτέχνες μπαίνουν στο γυναικείο σώμα, χωρίς να τους μεταμορφώνω σε γυναίκες, και μιλάνε για τα δικά μας θέματα. Μπαίνουν στη θέση των γυναικών που έχουν παιδιά, γυναικών που δεν έχουν παιδιά ή που δεν μπορούν να κάνουν, μπαίνουν στη θέση αυτών που έκαναν παιδί από βιασμό, αυτών που έχουν θρηνήσει παιδί, που υπήρξαν μάνες, αδερφές, γιαγιάδες, που δεν έχουν ελπίδα να κάνουν κάτι, δεν είναι περήφανες κι ελεύθερες, αλλά φοβούνται, που ξέρουν μόνο να υπακούνε, και ο μόνος τρόπος να μιλήσουν είναι τραγουδώντας. Θα μιλήσουν για εμάς και αυτό είναι το φεμινιστικό στοιχείο. Πιστεύω ότι και οι άντρες υποφέρουν σήμερα και θέλουν να εκτεθούν και δεν βρίσκουν τον τρόπο, γιατί όλοι είμαστε δέσμιοι των στερεοτύπων. Το βλέπω στους δικούς μου ανθρώπους, στους φίλους μου. Εμείς έχουμε το κλειδί που θα απελευθερώσει αυτές τις περιοχές τις κρυμμένες, πρώτα σαν μάνες, σαν φίλες, μιλώντας. Πιστεύω βαθιά στη δύναμη της γλώσσας, που αν είναι ταγμένη σε κάτι υψηλό παράγει ιδεολογία, σε επηρεάζει. Η γλώσσα είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων.
Για μένα μέσα από αυτό το εγχείρημα παντρεύονται τα δύο φύλα. Μέσα από αυτήν τη συνάντηση των αντρών ηθοποιών με τα γυναικεία θέματα νιώθω ότι επέρχεται μια συμφιλίωση, τα φύλα αλληλοϋποστηρίζονται. Υπάρχει και μια μεγαλύτερη και πιο ευρεία σημασία σε όλο αυτό: αν δεν συμφιλιωθούν οι κοινωνίες που διαρκώς μας οδηγούν σε διαχωρισμούς, δεν μπορούν να προχωρήσουν. Και συνειδητοποιώ ότι στη ζωή διαλέγεις τι θα γίνεις, φτιάχνεις τη μοίρα σου ανάλογα με τις επιλογές σου και την καλλιέργειά σου. Αυτή είναι η μοίρα σου και ο δαίμονάς σου, ο τρόπος που σκέφτεσαι, ο χαρακτήρας σου. Και πρέπει να διαλέξεις πλευρά σε έναν αγώνα που είναι ιδεολογικός και πολιτικός. Οι ιδέες γίνονται λόγια και τα λόγια πράξεις υπέρ ή εναντίον της ζωής –σημασία έχει πού θα σταθείς.