Ο Υπέροχος Γκάτσμπι (The Great Gatsby)

Ο Υπέροχος Γκάτσμπι (The Great Gatsby) Facebook Twitter
0

Σκηνοθεσία: Μπαζ Λούρμαν

Πρωταγωνιστούν: Λιονάρντο Ντι Κάπριο, Κάρι Μάλιγκαν, Τόμπι Μαγκουάιρ

Βαθμολογία: 3/5

 

Ο Υπέροχος Γκάτσμπι ακολουθεί τον επίδοξο συγγραφέα Νικ Κάραγουεϊ (στα πρότυπα του ίδιου του Φιτζέραλντ), που φεύγει από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ για να πάει στη Νέα Υόρκη της άνοιξης του 1922, μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από τα χαλαρά ήθη, την πομπώδη τζαζ, την κυριαρχία του λαθρεμπορίου και της ακμής του χρηματιστηρίου.

Κυνηγώντας το δικό του «αμερικανικό όνειρο», ο Νικ θα βρεθεί δίπλα στον μυστηριώδη και κοσμικό εκατομμυριούχο Τζέι Γκάτσμπι και κοντά στην ξαδέρφη του Ντέζι και τον ερωτύλο γαλαζοαίματο σύζυγό της, Τομ Μπιουκάναν. Κάπως έτσι ο Νικ θα χαθεί στον ελκυστικό κόσμο των κροίσων, της ψευδαίσθησης, του έρωτα και της απάτης τους. Καθώς ο Νικ βιώνει τα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τον κόσμο στον οποίο πλέον ζει, καταγράφει την ιστορία του ατελέσφορου έρωτα και των αδιάφθορων ονείρων που αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη εποχή.

Ο Υπέροχος Γκάτσμπι απέτυχε εμπορικά όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά πριν από 90 χρόνια, αλλά αυτό που πέτυχε ο Σκοτ Φιτζέραλντ (που τόσο επιθυμούσε να συγκαταλέγεται στα φαβορί για το Great American Novel, ενδεχομένως μαζί με το Στον Δρόμο και τον Φύλακα στη Σίκαλη, και κατεθλίβη γιατί δεν κατάφερε να αγγίξει το πλατύ κοινό όσο εκείνος ζούσε) είναι να ταιριάζει με ανατριχιαστική ακρίβεια στις μέρες μας, δηλαδή στην εποχή της παρακμής μετά την ξέφρενη κούρσα της μαζικής αυθυποβολής και της χρηματοπιστωτικής φούσκας, με μια οξυδερκέστατη και αφαιρετική κριτική ματιά στο περίφημο αμερικανικό αλλά και παγκόσμιο όνειρο της ευζωίας και της καταξίωσης.

Με πιο αργούς ρυθμούς τότε, ο βρυχηθμός του χρυσού και το χρώμα του χρήματος έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε μια σκοτεινή συλλογική θλίψη, στη μεγάλη ύφεση και στον τρομακτικό πόλεμο. Κι αν Οι Μεγάλες Προδοκίες, που ξαναείδαμε μεταφερμένες στη μεγάλη οθόνη, είναι ο πρόδρομος της μεγαλειώδους σαπουνόπερας με τον διάχυτο μελοδραματισμό μέσα στη βρετανική πάλη των τάξεων, ο Γκάτσμπι προφήτευσε το τέλος της πλασματικής ευτυχίας όπως την ονειρεύτηκε η χώρα των ίσων ευκαιριών, μέσα απο μια τραγική ερωτική ιστορία. Σήμερα, όλα αυτά τα δράματα της καρδιάς και οι μεγάλες κοινωνικές αναταράξεις γίνονται σχεδόν ταυτόχρονα, με τα γκάζια που ο Μπαζ Λούρμαν χρησιμοποιεί για να επιταχύνει την αφήγηση και να χωρέσει τις λεπτομέρειες του έργου και τις διακυμάνσεις των χαρακτήρων.

Ο Γκάτσμπι του Λούρμαν δεν είναι ακριβώς ένα άδειο θέαμα - ακόμα και το πλανημένο Australia είχε μέσα του την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής μέσα από τα σπαράγματα ενός πολύμορφου, επικού οδοιπορικού. Οι περίφημοι μουσικοί αναχρονισμοί του, με τον Jay Z να ηγείται ενός σάουντρακ που προσαρμόζει παχιά beats και γνωστές φωνές στους ήχους της δεκαετίας του '20 και τον Κρεγκ Άρμστρονγκ να γεφυρώνει το σύνολο με οργανικά ξέφωτα, λειτουργεί καταπληκτικά - ιδανικό το παράδειγμα που ένα απόσπασμα της «Γαλάζιας Ραψωδίας» σβήνει μέσα σε έναν απόηχο του «Empire state of mind» με την Αλίσια Κις, σαν τα δυο διάσημα μουσικά πορτρέτα της Νέας Υόρκης να σταματάνε τον χρόνο σε μια βόλτα με αυτοκίνητο πάνω από τη γέφυρα του Κουίνσμπορο.

Και τα σκηνικά με τα κοστούμια, με τη συνδρομή της Μιούτσια Πράντα, είναι επιστημονικά σχεδιασμένα από τη βραβευμένη με Όσκαρ Κάθριν Μάρτιν. Δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία, αναγκαία για μια ταινία που βασίζεται σε λαμπερά πάρτι και στυλάτους ήρωες, εναρμονισμένα δε με την art deco καλλιγραφική κωδικοποίηση της δεκαετίας της υπερβολής, αλλά μια πολυεπίπεδη αναφορά στις προσταγές του χολιγουντιανού σινεμά της εποχής και των τότε Ευρωπαίων σχεδιαστών μόδας.

Δεν συνοδεύουν την ταινία, αλλά καθορίζουν τους ήρωες, γιατί είναι τα απαραίτητα όπλα τους: του Γκάτσμπι για την κατάκτηση μιας θέσης στην κοινωνία, που τον γέννησε φτωχό, και στην καρδιά της Ντέιζι, εκπροσώπου της οκνής τάξης των κακομαθημένων πλουσιοκόριτσων που με απερισκεψία παραδίδονταν στις καταστάσεις με ανία κι έναν βαριεστημένο, επικίνδυνο φαταλισμό.

Πάνω σε αυτά βασίζεται ο Λούρμαν, μαέστρος στον σαρωτικό, μπαρόκ μεταμοντερνισμό, για να χτίσει την εκδοχή που τον βολεύει και στο φινάλε γνωρίζει να κάνει και του πάει, ένα παραμύθι-λούνα παρκ (με το 3D προσθήκη στις σεκάνς των πάρτι και σε μερικά εφευρετικά champs-contre champs στην έπαυλη και όχι αυτοσκοπό, συνεπώς όχι απολύτως απαραίτητο σε όλη τη διάρκεια) για τη μεγάλη χίμαιρα μιας τραγικής ιστορίας, μέσα στην οποία συνυπάρχουν η απληστία, ο καιροσκοπισμός, ο ρατσισμός και ο έρωτας με τη μορφή της αυταπάτης.

Το τελευταίο είναι και το κεντρικό σημείο της ανάγνωσης του στον Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ, και είναι ευπρόσδεκτο. Με βατές κινήσεις απλούστευσης ενός ανθρώπινου αινίγματος, αποφεύγει την αντιδραματική απόσταση του Ρέντφορντ στη μεταφορά του 1974 από τον Τζακ Κλέιτον, δίνοντας στον Ντι Κάπριο ευκαιρίες για αμηχανία και ξεσπάσματα, αντιδράσεις και εξομολογήσεις. Παρουσιάζεται γοητευτικός κι ευάλωτος μαζί. Η Ντέιζι Μπιουκάναν παραμένει μια βαθιά αντιπαθέστατη γυναίκα, ένα έρμαιο των ανδρών, εγκλωβισμένη στους μηχανισμούς της κάστας της, χειραγωγός και αδύναμη, ένα πλουμιστό καρυδότσουφλο.

Ο Λούρμαν, επιτέλους, την κάνει ενδιαφέρουσα χωρίς να αλλοιώσει τον μοιραίο της ρόλο, τη ζωντανεύει και μέσα από αυτήν εξηγεί πτυχές του Γκάτσμπι. Οι δυο τους μοιράζονται σύντομες σκηνές ειδυλλιακής αναπόλησης του μέλλοντος σε έναν χρόνο οξύμωρο και θνησιγενή, με τον Λούρμαν να δίνει έμφαση στο ατελέσφορο ρομάντσο που ηττήθηκε απο την κακή συγκυρία και δεν κέρδισε ποτέ την αιωνιότητα.

Πάνω απ' όλα, ο Λούρμαν, με το απερίστροφα εγκάρδιο πάθος που τον διακατέχει, ασχολείται με τον αντικατοπτρισμό της αγάπης και το ψέμα που ενισχύεται από το επιδεικτικό χρήμα σαν τον πράσινο φάρο που ο Γκάτσμπι αγναντεύει στην άκρη του ορίζοντα. Το λάθος του Αυστραλού σκηνοθέτη είναι πως ακυρώνει την ένταση που διακαώς επιδιώκει με την εξαντλητική, busy, υπερβολικά επεξηγηματική του αφήγηση σε voice-over από τον συγγραφέα Νικ Κάραγουεϊ. Η λογοτεχνικά απαραίτητη παρουσία του δεν οδηγεί την ταινία αλλά την υπεραπλουστεύει, ενώ η οπτική ροή δεν τον έχει καθόλου ανάγκη.

 

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δείτε ολόκληρη την πρώτη συνέντευξη της Björk on camera μετά μια δεκαετία

Μουσική / Δείτε ολόκληρη την πρώτη συνέντευξη της Björk on camera μετά μια δεκαετία

«Μη σταματάτε. Έχουμε αφθονία. Έχουμε λύσεις. Μπορούμε να αρχίσουμε πάλι από την αρχή»: Η Björk παρουσιάζει την προσωπική της ουτοπία με το πρότζεκτ «Cornucopia» και μιλάει μπροστά στην κάμερα, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. 
THE LIFO TEAM
Οι 10 αγαπημένες ταινίες της Μαρίνας Δανέζη

Μυθολογίες / «Ήτανε πέναλτι, κύριε Πάνο;»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες της Μαρίνας Δανέζη

Από μια εισπρακτική αποτυχία και απαγορευμένη ταινία του 1932, μέχρι την ωμή βία της Pieta (που δεν ξέρει γιατί την έχει δει επανειλημμένα) και την cult σουρεαλιστική ματιά του Τσιώλη, η σκηνοθέτρια μας χαρίζει μια σπάνια σινεφίλ λίστα που συνδυάζει θράσος και ανθρωπισμό.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
Soundtrack to a Coup d’Etat: Ένα υβριδικό αριστούργημα που βρήκε το δρόμο για τα Όσκαρ 

Daily / Soundtrack to a Coup d’Etat: Ένα υβριδικό αριστούργημα που βρήκε τον δρόμο για τα Όσκαρ

Υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ταινίας ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους είναι αυτή η εκπληκτική ταινία που εκθέτει με αποκαλυπτικό τρόπο τη μεταχείριση της αφρόκρεμας της τζαζ μουσικής ως «βιτρίνας» για την καθαίρεση και τη δολοφονία του ηγέτη της ανεξαρτησίας του Κογκό, Πατρίς Λουμούμπα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
125 λεπτά με την Πόπη Διαμαντάκου/ Πόπη Διαμαντάκου: «Δεν με αγγίζουν οι επιθέσεις, δεν κάνω δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφω»

Media / «Δεν υπάρχει τηλεκριτική σήμερα, όλα είναι δημόσιες σχέσεις»

Η γνωστή τηλεκριτικός Πόπη Διαμαντάκου μιλά στη LiFO για τη μακρά επαγγελματική της διαδρομή, την τηλεόραση του χθες και του σήμερα και απαντά για πρώτη φορά στα επικριτικά σχόλια που προκαλούν κατά καιρούς τα κείμενα της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Οθόνες / «Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Μια μεγάλη κουβέντα με τον σκηνοθέτη και μουσικό Γιάννη Βεσλεμέ που κυκλοφορεί ταυτόχρονα το νέο του άλμπουμ και η ρετροφουτουριστική του ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». (SPOILER ALERT)
M. HULOT
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Μυθολογίες / «Όταν είδα το "Climax", δεν μπορούσα να συνέλθω για ώρες»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Τι συνδέει τον Αρονόφσκι με τον Αλμοδόβαρ και τον Λάνθιμο με τον Βούλγαρη; Ο μουσικός Capétte φτιάχνει τη δική του αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
the last showgirl

Οθόνες / Πρεμιέρα προσεχώς: 10 ταινίες που θα ξεχωρίσουν το επόμενο δίμηνο

Η επιστροφή του Βάλτερ Σάλες, ένας στοχαστικός Κώστας Γαβράς, τα φαντάσματα του Γιώργου Ζώη, ο Ντίλαν κατά τον Τιμοτέ Σαλαμέ, το βάπτισμα της Πάμελα Άντερσον στην υποκριτική, ένα χαμηλόφωνο διαμάντι από την Ινδία και η μεγαλόπνοη αλληγορία του Μπρέιντι Κόρμπετ είναι μερικές από τις ταινίες που θα μας απασχολήσουν τον χειμώνα του 2025.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Pulp Fiction / Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Πέθανε στα 99 της χρόνια η Βρετανή ενδυματολόγος που έντυσε χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της αυθεντικότητας και στην αντίληψη της δραματικότητας του σεναρίου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε δια παντός την πραγματικότητα

Απώλειες / Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε διά παντός την πραγματικότητα

Το όνομα του Ντέιβιντ Λιντς (1946-2025) έγινε επιθετικός προσδιορισμός και οι ταινίες του μας προσκάλεσαν να βλέπουμε και να αισθανόμαστε αλλιώς τον κόσμο: με τα μάτια μιας απόκοσμης ψευδαίσθησης και την ψυχή της υπέροχης εμμονής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Μυθολογίες / «Μετά το “Blues Brothers” φορούσα μαύρα γυαλιά στην τάξη»: Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Έχοντας συμπεριλάβει στη λίστα του από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο, o συγγραφέας πιστεύει πως το τραγικό και το γελοίο συναντιούνται σε κάποιο σημείο, το οποίο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ