Ο σκηνικός χώρος απροσδιόριστος χρονολογικά −σημασία δίνεται μάλλον σε μια μπαναλιτέ διαχρονική−, κάτι σαν σύγχρονα γραφεία ασφαλιστικής εταιρείας ή τηλεφωνικού κέντρου τηλεμπορίου, με φτηνές ψευδοροφές, πλαστικά διαχωριστικά, καρέκλες με άχαρα χρώματα. Στα αριστερά το δωμάτιο της κεντρικής ηρωίδας, ένα φτηνό έπιπλο πολλαπλών χρήσεων, κάθισμα και συγχρόνως πτυσσόμενο κρεβάτι για εξασφάλιση χώρου στο λιλιπούτειο διαμέρισμα. Το έργο εξελίσσεται στη Βιέννη του ’30, αλλά τα μικροαστικά «τρόπαια» της παράστασης παραπέμπουν σε ελληνικό σίριαλ δεύτερης διαλογής. Στα δεξιά της σκηνής μια γιγάντια τηλεόραση καλυμμένη με σεμεδάκι μεγάλων διαστάσεων. Όταν εμφανίζονται οι ηθοποιοί, ούτε τα κοστούμια αντανακλούν συγκεκριμένη εποχή, και σε αυτό το στοιχείο αναμειγνύεται το παλιό με το σύγχρονο, αν και όλα όσα συμβαίνουν επί σκηνής δεν έχουν ανάγκη τα κοστούμια για να μας οδηγήσουν σε συνειρμούς και ταυτίσεις με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ένα έργο που ο σημαντικός Αυστρο-ούγγρος γερμανόφωνος συγγραφέας Έντεν φον Χόρβατ (1901-1938) έγραψε το 1932, περιγράφοντας με απόλυτη ακρίβεια τη συμπεριφορά και το σύστημα αξιών των χαμηλότερων στρωμάτων της χώρας του, μιας τάξης που συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο του ναζισμού, με τις γνωστές συνέπειες
Το έργο «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» επικεντρώνεται στο δράμα μιας νέας γυναίκας, της Ελισάβετ, που έχοντας την ατυχία να είναι άπορη και άνεργη, στην προσπάθειά της να επιβιώσει, βάλλεται ανελέητα και παντοιοτρόπως, από κάθε πλευρά. Αποφασίζει να πουλήσει το σώμα της στο Ινστιτούτο Ανατομίας για 150 μάρκα, ώστε να εξαγοράσει την άδεια πωλητή και να εργαστεί και, καθώς αδυνατεί να τα βγάλει πέρα, συκοφαντείται, πέφτοντας θύμα τόσο της κρατικής μηχανής όσο και της σκληρότητας μιας αδιάφορης κι αδίστακτης κοινωνίας ανθρώπων που υποκριτικά κουνάει το δάχτυλο απέναντι σε κάθε δυστυχή και αδύναμο άνθρωπο.
Ένα έργο που ο σημαντικός Αυστρο-ούγγρος γερμανόφωνος συγγραφέας Έντεν φον Χόρβατ (1901-1938) έγραψε το 1932, περιγράφοντας με απόλυτη ακρίβεια τη συμπεριφορά και το σύστημα αξιών των χαμηλότερων στρωμάτων της χώρας του, μιας τάξης που συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο του ναζισμού, με τις γνωστές συνέπειες. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία η αποξένωση και ταυτόχρονα η αποθρασυμένη επιθετικότητα αποτελούσαν κοινωνική παραδοχή που τα οικονομικο-κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής έφεραν στους ανθρώπους μερικά χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια περίοδο ανέχειας και αβεβαιότητας. Η ιστορία της Ελισάβετ διαδραματίζεται στη Βιέννη και οι καταστάσεις στις οποίες περιέρχεται η απροστάτευτη αυτή γυναίκα περιγράφουν γλαφυρά μια εποχή που προσομοιάζει τρομακτικά στο σήμερα.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης, που υπογράφει την παράσταση του έργου του Χόρβατ στη Στέγη, αν και έχει σπουδάσει στη Γερμανία κι έχει κάνει τα πρώτα του βήματα στο γερμανικό θέατρο, παραδέχεται ότι γνώριζε ελάχιστα τον συγγραφέα και τα έργα του –άλλωστε, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής 25 χρόνια πριν− μέχρι να τον ανακαλύψει, επιστρέφοντας στην Ελλάδα. «Έπεσε στα χέρια μου το πρόγραμμα του θεάτρου Πορεία, της παράστασης του Παπαβασιλείου και του θεάτρου Εποχές, για την οποία είχα ακούσει αλλά δεν είχα δει, καθώς έλειπα στη Γερμανία. Διάβασα το έργο και από εκεί ξεκινάει ο δεσμός μου μαζί του».
Συμπεραίνω ότι οι λόγοι που επέλεξε να χρησιμοποιήσει την ίδια μετάφραση είναι καταρχάς συναισθηματικοί. Τον ρωτάω πώς και δεν αποφάσισε να το μεταφράσει εκ νέου ο ίδιος. «Είναι σκληρή δουλειά η μετάφραση. Με ενδιέφερε η γλώσσα του Παπαβασιλείου. Είχε όντως και συναισθηματική αξία η απόφασή μου να χρησιμοποιήσω την ίδια μετάφραση: το βιβλιαράκι που κάποτε ανακάλυψα, ο ίδιος ο Παπαβασιλείου που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη φαντασία μου, καθώς τον φαντάζομαι να σκηνοθετεί. Η δική μου επιλογή ήταν να το κάνω παράσταση, όχι να το μεταφράσω. Η μετάφραση του Παπαβασιλείου έχει ενδιαφέρον. Στην παράστασή μας αποτελεί ένα ιδιαίτερο στοιχείο. Η τερατωδία που θέλει να περιγράψει ο Χόρβατ βγαίνει πολύ μέσα από τη γλώσσα. Γράφει σε μια διάλεκτο στην οποία όλα είναι κλισέ. Η μία κλισέ φράση διαδέχεται την άλλη − το λέω καθ’ υπερβολήν. Είναι σαν να περιγράφει κανείς την ελληνική μικροαστική γλώσσα, αλλά με τρόπο τεχνικό. Οι ήρωες μιλάνε μια γλώσσα πάρα πολύ ιδιαίτερη, που κατά κάποιον τρόπο οδηγεί στη βαρβαρότητα, καθώς σηματοδοτεί πράγματα που σ’ εμάς δεν μπορούν να βγουν μέσα από τα ελληνικά, γι’ αυτό πρέπει να βγουν με άλλο τρόπο». Ο συγγραφέας προφήτευσε την εποχή του; «Όχι, δεν θα λέγαμε ότι την προφήτευσε αλλά ότι περιέγραψε με έναν πολύ βαθύ τρόπο −δανείζομαι τον όρο από την Χάνα Άρεντ− την κοινοτοπία του κακού, την μπαναλιτέ του κακού. Ότι ο φασισμός δεν βγαίνει από τέρατα αλλά από τον κλασικό μικροαστό με τις κλασικές μικροαστικές δομές και αξίες: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, τάξη και ασφάλεια». Είναι, λοιπόν, ο λόγος που αισθητικά δεν το τοποθετεί αποκλειστικά στο ’30. «Είναι ένα παζλ, όπως η εποχή μας, ένα ψηφιδωτό. Εμένα με ενδιέφερε να διηγηθώ με αυτούς τους ανθρώπους αυτήν την ιστορία. Με τον καθένα που το βλέπει σίγουρα θα υπάρξει μια διαφορετική ώσμωση».
Η δραματουργία του Έντεν φον Χόρβατ συγγενεύει με του Μπρεχτ: έχει γράψει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Μεσοπολέμου, καταγγέλλοντας συμπεριφορές και πρακτικές, αλλά έφυγε νωρίς και δεν πρόλαβε να δει τα τραγικά παιχνίδια που έπαιξε η Ιστορία. Ο Καραζήσης μου εξηγεί: «Δεν είναι τόσο μεγάλος όσο ο Μπρεχτ, αλλά σήμερα παίζεται συχνότερα από τον Μπρεχτ. Είναι πιο ειδικό πράγμα ο Χόρβατ, δεν είναι Σίλερ, Μπρεχτ ή Γκαίτε. Στη Δυτική Γερμανία παίζεται συχνά, αλλά στην Ανατολική, όπου εδώ και χρόνια υπάρχει κρίση και φτώχεια, δεν παίζεται συχνά. Σε ένα θέατρο όπου δούλευα κοντά στη Λειψία, ανέβασαν το “Καζιμίρ και Καρολίνα” και δεν άρεσε γιατί ο κόσμος δεν θέλει να ακούει για κρίση και ανεργία».
Το παράξενο ανθρώπινο μωσαϊκό του έργου, μέσα από τις αντιδράσεις των χαρακτήρων όπως τους βάζει ο συγγραφέας να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, αποκαλύπτει μια κάστα ανθρώπων και τη συμπεριφορά τους, όχι ως ηθογραφία αλλά μέσα από μια οπτική σοκαριστικά ωμή, κυνική έως και απάνθρωπη, παραδίδοντας, στον σύντομο βίο του, στην ευρωπαϊκή δραματουργία μια σειρά από θεατρικά έργα-μαρτυρίες, έχοντας καταγράψει την ανθρώπινη κτηνωδία πριν αποκτήσει τις διαστάσεις που λίγο αργότερα πήρε, με τα γνωστά πια αποτελέσματα.
Το «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό έργο; «Πολιτικά έργα είναι τα πάντα. Ως πολιτικά έργα βλέπω τα πάντα» υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης. Επιδιώκει αναφορές στο σήμερα; «Όχι, εγώ ανεβάζω το έργο. Έχει αναφορές στο σήμερα, αλλά εγώ κάνω θέατρο, αυτή είναι η δουλειά μου. Κάνω θέατρο γιατί μου αρέσει και πιστεύω ότι οι άνθρωποι βλέπουν στη σκηνή την αναπαράσταση, τη μίμηση, όπως ακούνε μικροί τα παραμύθια, όπως οι Αφρικανοί βλέπουν την ιστορία της φυλής τους ή του γένους τους μέσα από τελετουργικούς χορούς, και αυτό έχει μια θεραπευτική ιδιότητα. Αφηγούμαι μια ιστορία». Η επιλογή, όμως, να το σκηνοθετήσει σήμερα δεν σηματοδοτεί κάτι; «Βέβαια! Πιθανότατα δεν θα το διάλεγα πριν από 15 χρόνια, την εποχή της ευμάρειας».
Η ιστορία της Ελισάβετ είναι μια σπαρακτική κραυγή αγωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και οι παραινέσεις του αγαπητικού της, αστυνομικού στο επάγγελμα, για «πίστη, αγάπη και ελπίδα» γκρεμίζονται στο κενό, η αναφορά και μόνο σε αυτές ακούγεται ειρωνική. Η ζωή της κάτω από αυτές τις συνθήκες ακολουθεί μια δραματική πορεία με αναπόδραστο τέλος και η ιστορία την προδιαγεγραμμένη πορεία της.
info:
Ακύλλας Καραζήσης
«Πίστη, αγάπη, ελπίδα» του Ödön von Horváth
19 ΔΕΚ 2015 - 3 IAN 2016, 21:00
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Μικρή Σκηνή
Διάρκεια: 2 ώρες και 10 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
σχόλια