- Γεννήθηκα στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Βρέθηκα εκεί επειδή οι γονείς μου ήταν οικονομικοί μετανάστες. Κανείς από την οικογένεια δεν ασχολιόταν με το φαγητό και την εστίαση. Ο πατέρας μου εργαζόταν σε μια εταιρεία που κατασκεύαζε σιδηροδρόμους και η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Μοναδική ίσως επιρροή ήταν το φαγητό της μητέρας μου, που είχε ρίζες μικρασιάτικες. Όταν ήμουν έξι ετών ο πατέρας μου αποφάσισε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και δούλεψε στην αποθήκη ιματισμού του Ερυθρού Σταυρού. Η μητέρα μου συνέχισε να ασχολείται με τη ραπτική. Χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να γράψεις τις διαφορές ανάμεσα στην Αυστραλία και στην Ελλάδα. Στο Σίδνεϊ υπάρχει πρόνοια, εκπαίδευση και οργάνωση. Στην Ελλάδα απολαμβάνεις μια ασύγκριτη ομορφιά.
- Τελείωσα το σχολείο στον Βύρωνα, πήγα φαντάρος, αλλά το αίσθημα της επιστροφής στην Αυστραλία με ακολουθούσε. Έτσι, στα εικοσιένα αποφάσισα να γυρίσω πάλι στην Αυστραλία. Αυτήν τη φορά έφυγα μόνος. Βρήκα δουλειά μέσα από τις αγγελίες στα ελληνικά έντυπα. Ξεκίνησα μαζεύοντας ποτήρια σε μια ντίσκο, στη συνέχεια βρέθηκα πίσω από το μπαρ και αργότερα έγινα bar manager. Όμως, στα τριάντα, μια ακατανόητη νοσταλγία για τις ωραίες αναμνήσεις που είχα από την Ελλάδα λειτούργησε καταλυτικά ώστε να επιστρέψω και πάλι. Κι έτσι, για δεύτερη φορά, παράτησα φίλους και μια όμορφη καθημερινότητα και γύρισα στην Ελλάδα. Καμία σχέση που έκανα δεν προχωρούσε όσο ζούσα εκεί. Πάντα στο μυαλό μου επικρατούσε η ιδέα ότι μια μέρα θα γυρίσω πάλι στην Ελλάδα, έτσι οι γονείς των κοριτσιών που γνώριζα στην Αυστραλία δεν ήθελαν να παντρευτούμε, μήπως και φύγουμε μαζί.
Η ταβέρνα ανέκαθεν αποτελούσε ένα κοινωνικό εργαστήριο. Το κάθε μαγαζί κουβαλά και τις ιστορίες του. Με χαρές, όπως όταν γιόρτασα τα πενήντα χρόνια μου και κάλεσα τους μισούς πελάτες σε ένα γλέντι μέχρι το πρωί. Με λύπες, στενοχώριες και μέρες που δεν είχες καθόλου πελάτες αλλά και μέρες που ήσουν γεμάτος. Όμως το χειρότερο είναι όταν θα χρειαστεί να λειτουργήσεις σαν πυροσβέστης.
- Από τις πρώτες μέρες της επιστροφής στην πατρίδα ξεκίνησα να αναζητώ εργασία στο αντικείμενό μου. Αλλά είχα ξεχάσει πώς είναι να δουλεύεις στην Ελλάδα. Ειδικά στην αρχή, δυσανασχέτησα με πολλές συμπεριφορές. Δουλεύεις μεροκάματο σε κάποιον κι έχει το θράσος να σου πει «έλα και από το σπίτι μου να το βάψεις το Σάββατο» ή «πάρε τη σακούλα με τα ψώνια να την πας στη γυναίκα μου». Κάποτε, σε μεγάλο μαγαζί της παραλιακής, θυμάμαι να μας λένε ότι έπρεπε να δουλέψουμε για έναν μήνα χωρίς χρήματα, ώστε να ετοιμάσουμε το μαγαζί για το καλοκαίρι, και ότι θα πληρωνόμασταν όταν θα άνοιγε η επιχείρηση. Όλα αυτά με οδήγησαν στη σκέψη να δημιουργήσω κάτι δικό μου.
- Το 1995 είδα σε μια αγγελία να πωλείται ο χώρος όπου είναι σήμερα το μαγαζί, στην οδό Λέκκα. Ήταν ένα μικρό κυλικείο, σε μια εποχή που οι στοές έσφυζαν από ζωή. Έβλεπες από εργαστήρια χρυσοχοΐας μέχρι λουστραδόρους ή πλασιέ που ήθελαν να φάνε μια ποικιλία στο διάλειμμα μιας ολόκληρης μέρας δουλειάς. Άρεσε στον κόσμο και το 2000 το μετέτρεψα σε εστιατόριο, επεκτείνοντας τον χώρο. Το μενού μας αποτελείται κυρίως από ψαρικά, γιατί θεωρώ ότι οι ψαροταβέρνες λείπουν από το κέντρο. Τα μαγειρευτά τα βρίσκεις παντού και είναι ένα φαγητό που μπορεί να το έχεις πολλές μέρες. Το ψάρι, αν δεν είναι φρέσκο, δεν τρώγεται. Ο ανταγωνισμός είναι αρκετά μεγάλος. Όλοι κοιτούν να πάρουν κομμάτι από την πίτα. Παρατηρώ ότι ανοίγουν συνεχώς μεταμοντέρνες ταβέρνες. Είναι και αυτός ένας τρόπος για να προκαλέσεις το ενδιαφέρον.
- Δυστυχώς, στην εποχή μας αποτελεί άθλο το να διατηρείς ένα μεζεδοπωλείο. Είναι ένας συνεχής αγώνας. Και το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει επιχειρηματικό κέρδος, παρά μόνο μεροκάματο. Υψηλή φορολογία και ακριβά έξοδα συντήρησης είναι οι θηλιές από τις οποίες δεν μπορείς να ξεφύγεις. Αν θέλεις να είσαι τίμιος, είναι σίγουρο ότι θα ζημιωθείς. Αν κάτι με ενοχλεί, είναι που το κέντρο κλείνει με την παραμικρή αφορμή. Είναι απολύτως κατανοητό να διεκδικείς, αλλά πρέπει να σκεφτούν ότι υπάρχουμε κι εμείς. Μέρες ολόκληρες, είτε από απεργία του μετρό είτε από διαδηλώσεις, είναι για εμάς καταστροφή. Πώς θα καλύψω τις ανάγκες μου; Ποιος θα μας αποζημιώσει; Τα ψάρια τι θα τα κάνω; Όλοι εργαζόμενοι είμαστε, δεν υπάρχουν αφεντικά κι εργάτες. Επιπλέον, με στενοχωρεί που αρκετός κόσμος, ενώ έχει ακούσει για εμάς και μας επισκέπτεται, μόλις βλέπει ότι το μαγαζί είναι σε στοά, χωρίς καν να κοιτάξει τον κατάλογο ή να δοκιμάσει το φαγητό, επιλέγει να φύγει.
- Η ταβέρνα ανέκαθεν αποτελούσε ένα κοινωνικό εργαστήριο. Το κάθε μαγαζί κουβαλά και τις ιστορίες του. Με χαρές, όπως όταν γιόρτασα τα πενήντα χρόνια μου και κάλεσα τους μισούς πελάτες σε ένα γλέντι μέχρι το πρωί. Με λύπες, στενοχώριες και μέρες που δεν είχες καθόλου πελάτες αλλά και μέρες που ήσουν γεμάτος. Όμως το χειρότερο είναι όταν θα χρειαστεί να λειτουργήσεις σαν πυροσβέστης. Θυμάμαι ένα μεσημέρι που στο κέντρο γίνονταν πολλά επεισόδια και τα δακρυγόνα είχαν κάνει αποπνικτική την ατμόσφαιρα. Είχε έρθει ένας γνωστός υπουργός να φάει μαζί με την κόρη του. Στο διπλανό τραπέζι κάθισε μια παρέα που είχε καταφθάσει από τη διαδήλωση και βλέποντας τον πολιτικό να γευματίζει, παίρνουν το νερό από την κανάτα και το ρίχνουν πάνω του. Ήταν μια άσχημη στιγμή, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να ακολουθήσει και τι προεκτάσεις μπορεί να έχει όλο αυτό. Ο καθένας μπορεί να διαφωνεί πολιτικά με τον οποιονδήποτε, αλλά τις προσωπικές στιγμές πρέπει να τις σέβεσαι.
- Αισθάνομαι πολύ τυχερός άνθρωπος, έχοντας καταφέρει να ξεπεράσω πολλούς κινδύνους και να σταθώ όρθιος. Από το να επιστρέφεις σπίτι σου και να οδηγείς μεθυσμένος στο αντίθετο ρεύμα μέχρι τη φωτιά που ξέσπασε πριν από λίγες μέρες δίπλα από το μαγαζί, αξίζει να θυμάσαι πως ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Αν έχεις υγεία, δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα. Πρόσφατα, έχασα τον πατέρα μου. Μία από τις εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι όταν τον αντίκρισα νεκρό. Μπήκε σε ένα ταξί να πάει για μια απλή εξέταση και γύρισε σε φέρετρο. Οι άνθρωποι, όταν μεγαλώνουν, γίνονται σαν μικρά παιδιά κι έχουν συνέχεια παράπονα. Κάπου-κάπου τον άκουγα να λέει: «Τα παιδιά μου δεν με αγαπούν». Δυστυχώς, με τον τρόπο που έφυγε, αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι δεν πρόλαβα να του πω αυτό που ήθελα, πόσο πολύ τον αγαπούσα.
- Η οικογένειά μου είναι η μικρή μου πατρίδα. Με τη σύζυγό μου γνωριστήκαμε με έναν παράξενο τρόπο. Ήταν ένα καλοκαιρινό μεσημέρι και είχα πάει με έναν φίλο μου, την αδελφή του και μια φίλη της για μπάνιο στη Βάρκιζα. Συγκεκριμένα, στον βούρκο της Βάρκιζας, όπου μπαίνεις χωρίς αντηλιακό και βγαίνεις με αντηλιακό. Εκεί που παίζαμε, φεύγει από τη «φίλη» μας το δαχτυλίδι της. Κατά έναν περίεργο τρόπο, βουτάω και ύστερα από λίγη ώρα το βρίσκω. Αυτή η «φίλη» επρόκειτο να είναι η μέλλουσα γυναίκα μου και για είκοσι δύο χρόνια να είμαι ο ήρωάς της.
Info:
Η ταβέρνα «Το τριαντάφυλλο της νοστιμιάς» βρίσκεται στην οδό Λέκκα 22.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Μάρτιο του 2016