Στα τουριστικά μέρη, όταν ερημώνει, ερημώνει στη νιοστή. Το πέρασμα από την ιδρωμένη πολυκοσμία του Αυγούστου στη φθινοπωρινή ησυχία είναι βάναυσο και τα ελάχιστα μπαρ που μένουν ανοιχτά αναδίδουν κάτι αξιολύπητο.
Σε ένα τέτοιο μπαρ, το Cloud, συνάντησα τον συνταξιούχο Καθηγητή με το δυσπρόφερτο όνομα. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω εδώ αυτό το όνομα γιατί είδα κι έπαθα μέχρι να το πω σωστά. Ο ίδιος πάντως ήταν μάλλον περήφανος για την ανωμαλία στο επώνυμό του, σαν να απολάμβανε το γεγονός πως εμπόδιζε τους άλλους να τον πιάνουν εύκολα στο στόμα τους. Απολάμβανε τα πολλά, βαρβαρικά σύμφωνα που έδειχναν ίσως σλάβικη προέλευση.
Αν και ξέρω πως θεωρείται κάπως ξεπερασμένο στη σημερινή λογοτεχνία, δεν θα αποφύγω μια σύντομη περιγραφή του συγκεκριμένου. Στην αρχή λοιπόν αντίκρισα μια πλάτη με κίτρινο πουλόβερ που καμπούριαζε στον πάγκο του μπαρ. Ένα εκτυφλωτικό κίτρινο, του κρόκου. Το αφύσικα μαύρο μαλλί και το τζιν παντελόνι σε νεανική στενή γραμμή συμπλήρωναν την εικόνα ενός άνδρα ανάμεσα στα σαράντα και στα εξήντα πέντε. Στην περίπτωσή του δεν ταίριαζε απλώς η έκφραση απροσδιορίστου ηλικίας μα είχε κανείς την εντύπωση ενός κολάζ από δυο ή τρία πρόσωπα διαφορετικών εποχών.
Πρόσφατα, είχε τύχει να προσέξω κάτι πίνακες του Ντέιβιντ Χόκνεϊ με σκηνές από την ύπαιθρο του Yorkshire. Τα χρώματα ήταν τόσο έντονα που δημιουργούσαν έξαρση στον θεατή μέχρι τα όρια της ευφορίας. Ο συνταξιούχος Καθηγητής μου θύμισε τη χρωματική κλίμακα αυτών των έργων του ηλικιωμένου Χόκνεϊ. Μόλις μας σύστησαν, άρχισε όμως να μιλάει για τα αναμενόμενα της κλάσης του. Βρισκόταν στις τελευταίες διορθώσεις μιας μελέτης για τη σχέση της θρησκευτικής πίστης με τη νεότερη ποίηση. Τον ρώτησα αν εννοεί την ξένη ποίηση ή τις δικές μας περιπτώσεις αλλά εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του ξεφυσώντας, όπως συνηθίζουν νομίζω οι Γάλλοι όταν βαριούνται θανάσιμα.
Καθόμασταν δίπλα- δίπλα στο μπαρ όταν ήρθε το weeping song του Νικ Κέιβ και μας χώρισε. Ο Καθηγητής ούτε πρόσεχε τη μουσική, σαν να μην υπήρχε μουσική στο χώρο. Σε μένα όμως το συγκεκριμένο τραγούδι έφερνε πάντα την ήπια ταραχή των θολών αναμνήσεων. Κάθε φορά που το άκουγα, έχανα αμέσως το ενδιαφέρον μου για τη συζήτηση και βυθιζόμουν σε πράγματα που δεν λέγονται.
Κατάλαβα πως δεν τον ένοιαζε καθόλου να μου γίνει συμπαθής, γι' αυτό άρχισα να τον συμπαθώ, χωρίς να μπορώ να παρακολουθήσω καλά τις απότομες στροφές των διηγήσεών του. Μιλούσε με χάσματα, με κορυφώσεις και ψιθυριστά, μπάσα διαστήματα. Δεν ήταν μόνο ότι πήγαινε από θέμα σε θέμα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη συνάφεια των λόγων του. Σου μετάγγιζε μια ένταση, ένα τρέμουλο. Σαν να ζωντάνευε γύρω του κάποιες μορφές συνείδησης που είχαν καταπλακωθεί στο χρόνο. Τα χρόνια που υπήρξε κομμουνιστής, στη Γαλλία μετά τον Μάη του '68. Τα ζεστά φιλιά της Κλοέ (της γυναίκας του) που τον ζάλιζαν και τον έκαναν να ενδίδει σε όλα της τα γούστα. Ο έρωτας που στάθηκε εντέλει πιο ισχυρός από τις πολιτικές ιδεολογίες, και ας μην το ήξερε αυτό πριν από δεκαετίες, την εποχή που τον είχε μαγέψει ο μεγάλος επαναστάτης Λέοντας Τρότσκι.
Ξάφνου, τα σκηνικά από το μακρινό παρελθόν ξεστήνονταν, όπως συμβαίνει στο θέατρο όταν χαμηλώνει ο φωτισμός και διακρίνονται οι σκιές των ηθοποιών να μεταφέρουν ένα τραπέζι, να αποσύρουν βιαστικά ένα καθιστικό ή να αντικαθιστούν έναν καθρέφτη. Μέχρι να ξεκινήσει η επόμενη σκηνή.
Ο Καθηγητής έστηνε και ξέστηνε τα σκηνικά του με εκπληκτική μαεστρία. Έμοιαζε από κείνους που διαλέγουν προσεκτικά τι θα απελευθερώσουν στον αέρα μιας συνομιλίας. Νομίζω ότι αυτό είναι και θέμα γενιάς, γιατί εμείς οι νεότεροι δεν έχουμε και τι να κρύψουμε. Τα πολιτικά πάθη μιας παλαιότερης εποχής είχαν μυστικοπάθεια και όρκους σιωπής, μαζί με ορμητικά ποτάμια από μεγάλα λόγια. Τα δικά μας τα μυστικά ήταν μάλλον ανώδυνα, μικρές ντροπές μιας πιο συμβατικής ζωής.
Καθόμασταν δίπλα- δίπλα στο μπαρ όταν ήρθε το weeping song του Νικ Κέιβ και μας χώρισε. Ο Καθηγητής ούτε πρόσεχε τη μουσική, σαν να μην υπήρχε μουσική στο χώρο. Σε μένα όμως το συγκεκριμένο τραγούδι έφερνε πάντα την ήπια ταραχή των θολών αναμνήσεων. Κάθε φορά που το άκουγα, έχανα αμέσως το ενδιαφέρον μου για τη συζήτηση και βυθιζόμουν σε πράγματα που δεν λέγονται.
Η τουαλέτα στο Cloud μύριζε λεμόνι και αντισηπτικό κρεμοσάπουνο. Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη έγραφε την κούραση της προχωρημένης ώρας. Όταν επέστρεψα στον πάγκο του μπαρ τα ρούχα του Καθηγητή συνέχιζαν να μου θυμίζουν τη παιχνιδιάρικη διάθεση του Χόκνεϊ πρόσεξα όμως κάποιες πρώτες φθορές και έναν κόκκινο λεκέ στο πουλόβερ του. Η ζάλη εκδήλωνε τις συνέπειές της στη μορφή του συνομιλητή μου.
Τότε η φωνή του με άρπαξε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί η παραμικρή εισαγωγή. Σαν να είχε κοπεί στη μέση μια προηγούμενη, προφανώς φανταστική, κουβέντα.
«Το κοριτσάκι μου... Πως ήταν να δεις και πως ζάρωσε κι έγινε σαν παιδάκι, αυτή η δυνατή και ψηλή γυναίκα.. Αν τη γνώριζες τότε, αν την έβλεπες θα έβαζες στοίχημα πως ήταν απευθείας απόγονος των Βίκινγκς. Νορμανδική η οικογένεια της, τι διάολο, τα αρχαία γονίδια εν σβήνουν! Ξέρεις, όταν μάθαμε τα άσχημα νέα για την υγεία της, υποσχέθηκα πως δεν θα μας καταλάβει η μιζέρια, πως θα το παλέψουμε μαζί. Είπαμε να μην αναστατώσουμε τα παιδιά, έχουν τις δουλειές τους, ο ένας στην Αμερική, ο άλλος στη Γαλλία. Να, ορίστε η Χλόη μου!»
Στην οθόνη του κινητού του είδα τη φωτογραφία μιας συμπαθητικής γυναίκας με ζυγωματικά και ολοκάθαρα, γαλανά μάτια. Σκανδιναβική κοψιά, κοντά στο στιλ της Λιβ Ούλμαν. Φορούσε μια γαλάζια στέκα στα γκρίζα, όμορφα χτενισμένα μαλλιά της. «Πολύ εντυπωσιακή κυρία», ψέλλισα, λογοκρίνοντας τον εαυτό μου που πήγε να πει όμορφη γυναίκα.
«Ε, δεν είναι κούκλα;» αναπήδησε ο Καθηγητής, απόλυτα ικανοποιημένος με την αντίδρασή μου.
Στο touchscreen άρχισε τότε να ξεφυλλίζει το άλμπουμ της Κλοέ που είχε γίνει η Χλόη του· σκαναρισμένες φωτογραφίες της νιότης τους από τη δεκαετία του Εβδομήντα και πόζες από ένα πιο πρόσφατο ταξίδι στην Τοσκάνη. Οι δυο τους μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Σιένα, αυτός με φωτεινό κρεμ σακάκι, εκείνη μισοκλείνοντας τα μάτια στη σκληρή ιταλική αντηλιά.
Σε κάθε φωτογραφία εγώ πρόσθετα ένα επιφώνημα, μια λέξη, μια ενθάρρυνση. Εκείνος κρεμόταν από τα χείλη μου κι από αυτά τα πολύ μικρά ηχητικά σήματα προς το μέρος του. Τα είχε απόλυτη ανάγκη αυτά τα νεύματα, του έδιναν χαρά. Με κέρασε σφηνάκι με γεύση ροδάκινο και άλλο ένα με φράουλα. Δυο γύρους και είχε όρεξη και για έναν τρίτο.
Την επομένη θα γύριζε στο νοσοκομείο και εγώ μελετούσα μέσα μου να του πω πόσο λυπάμαι για τη γυναίκα του και το πόσο αξιοζήλευτα πυκνό παρελθόν μοιράζονται οι δυο τους. Απέναντί μου όμως αντίκρισα τα γελαστά του μάτια και στο βάθος τη ζωγραφιά του Χόκνεϊ με τα δέντρα και την καφέ γραμμή του εξοχικού δρόμου στα χωράφια του Yorkshire. Ο Καθηγητής είχε ξαναβρεί το χρώμα του κι εγώ είχα ξαναγίνει ο καλός νυχτερινός εξομολόγος που ήμουν πάντα.
σχόλια