«Έφυγε» ήσυχα από τη ζωή, τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, σύζυγος του αείμνηστου Στέλιου Παπαδημητρίου (δικηγόρου και πρώην προέδρου του «Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης») και μητέρα τριών παιδιών, του Αντώνη Παπαδημητρίου, νυν προέδρου του Ιδρύματος Ωνάση, του Γιώργου Παπαδημητρίου Πολ. Μηχανικού ΕΜΠ, και του Δημήτρη Παπαδημητρίου, μουσικοσυνθέτη.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου το γένος Κρασάρη, γεννήθηκε το 1930 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μαθήτευσε στο ιστορικό Αβερώφειο Παρθεναγωγείο, το οποίο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα ελληνικά γράμματα από τον 19ο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Απέκτησε πτυχίο Αγγλικής φιλιολογίας (Β.Α.) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το 1953 παντρεύτηκε τον, επίσης Αλεξανδρινό και μαθητή του Αβερώφειου, Στέλιο Παπαδημητρίου, δικηγόρο και στενό συνεργάτη του Αριστοτέλη Ωνάση και μετέπειτα πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν περίπου είκοσι ετών και έμειναν μαζί μια ολόκληρη ζωή, σε κάθε τους βήμα. Με τη σταδιακή διάλυση της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, η Αλεξάνδρα και ο Στέλιος Παπαδημητρίου αποφάσισαν, όπως χιλιάδες Αιγυπτιώτες, να επαναπατριστούν στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά τους. Το 1966 εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου δίδαξε στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών έως το 1970, οπότε και αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά στην οικογένειά της.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου είχε πάντα μια ανεξάντλητη αγάπη για τις τέχνες, αλλά πρωτίστως για τη λογοτεχνία. Ο θάνατος του συζύγου της το 2005, την οδήγησε στο να αναπτύξει μια έντονη συγγραφική δραστηριότητα εκδίδοντας τρία πολύ επιτυχημένα βιβλία από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: «Τζέντα», 2008, «Αλεξάνδρεια – Aθήνα», 2010, «Παράλληλοι δρόμοι», 2011.
Η απώλεια του επί 55 χρόνια συντρόφου της παρακίνησε την τολμηρή Αιγυπτιώτισσα να αφηγηθεί τη ζωή τους ξεκινώντας να γράφει σε ένα λευκό τετράδιο που φύλαγε για τα εγγόνια της. Μέσα από τα τρία αυτά βιβλία επιχείρησε ένα μακρύ και γοητευτικό ταξίδι στο χρόνο: Από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια στην παραδοσιακά «κλειστή» Σαουδική Αραβία, από την εφηβική αγάπη στην ευτυχισμένη και δεμένη οικογένεια, από τον Αριστοτέλη Ωνάση στην Τζάκι, τον Αλέξανδρο και την Χριστίνα Ωνάση, αλλά και όλα τα σημαντικά πρόσωπα -πρωταγωνιστές μιας αξέχαστης διαδρομής. Με θαρραλέα γλώσσα και αποκαλυπτικές εικόνες, η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου εξιστόρησε μια ζωή δημιουργική αλλά και απρόβλεπτη, δύσκολη αλλά και συναρπαστική, πάντα, όμως, γεμάτη έντονα συναισθήματα, με την αγάπη για τον άνδρα της και την οικογένειά της να είναι το κυρίαρχο μέχρι το τέλος.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΣΤΗ LIFO
Βουβό, σκεπτόμενο πρόσωπο
Το πένθος για το σύζυγό της Στέλιο ώθησε την Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου σε ένα πυρετικό γράψιμο για τα χρόνια που έζησαν στην Τζέντα. Με αναπάντεχες λεπτομέρειες μιλά για καθημερινές στιγμές μιας οικογένειας ανάμεσα σε μεγάλα deals και στον Ωνάση.
― Η συγγραφή της Τζέντας μοιάζει με επιστροφή στο βίωμα, σαν μια μικρή «ανάσταση» του συζύγου σας...
Ακριβώς. Μα του το είπα κιόλας. Είχα στο γραφείο μου εκεί που έγραφα μια φωτογραφία του και συνέχεια τον έψελνα. Ήταν σαν να το γράφαμε μαζί. Δεν το περίμενα, αν και ήταν εννιά μήνες που ήξερα ότι θα πέθαινε. Του μιλούσα συνέχεια του έλεγα «δεν θα σε αφήσω να φύγεις, εδώ θα μείνεις. Κάτσε να δεις τι θα κάνω. Ξύπναγα πρωί. Μόνη και έγραφα, έγραφα. Έπρεπε να κουνήσω λίγο το κεφάλι μου για να επανέλθω στην πραγματικότητα.
― Γράφατε κρυφά;
Κρυφά απ' όλους. Κάποια στιγμή τα είδε ο γιος μου, ο Δημήτρης, και του είπα ότι είναι τα απομνημονεύματά μας, ότι τα γράφω για να ξέρουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου κάποια πράγματα για τη ζωή μας. Τα διάβασε και μου λέει «Τρελάθηκες, αυτό θα το αφήσουμε μες στο σπίτι να περιμένει τα εγγόνια μας; Όχι, εγώ θα σου το κάνω σίριαλ». Τέλος πάντως, πήγε και το είπε στον Καστανιώτη και άρχισαν να με κυνηγούν και οι δυο.
― Γιατί επιλέξατε να αρχίσετε γράφοντας για την Τζέντα;
Είναι η αρχή της ζωής μου με τον Στέλιο, ως παντρεμένων με παιδί. Ο Στέλιος πήγε στην Τζέντα και τον ακολούθησα, με τον Αντώνη νεογέννητο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για εκείνη την εποχή. Περάσαμε όμως έξι πολύ όμορφα χρόνια στην Τζέντα και εκεί γέννησα και τα άλλα δυο μου παιδιά, τα οποία ήθελα να ξέρουν αυτή την περίοδο της ζωής τους. Η σκέψη μου ήταν πάντα τα παιδιά μου.
― Κρατούσατε ημερολόγιο; Ρωτάω γιατί είναι εντυπωσιακές οι λεπτομέρειες που αναφέρετε...
Όχι, ποτέ. Δεν είχα ούτε το χρόνο, ούτε τις συνθήκες για να το κάνω. Ούτε ο Στέλιος κρατούσε, αν και του έλεγα ότι θα έπρεπε... Η αλήθεια είναι ότι, γράφοντας την Τζέντα, άρχισαν να κατεβαίνουν οι αναμνήσεις σωρηδόν, η μια πίσω από την άλλη. Απορώ και εγώ η ίδια πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά. Και πρόκειται γι' ανθρώπους που δεν ξαναείδα ποτέ. Τους ανθρώπους για τους οποίους γράφω τους βλέπω μπροστά μου, τι φορούσαν τα παιδιά τους, τις γιορτές τους.
― Πόσο σημαντική ήταν εκείνη η περίοδος για τη ζωή σας;
Πολύ σημαντική, όχι μόνο για την καριέρα του Στέλιου αλλά για όλη την οικογένειά μας. Σκεφτείτε ότι ο Στέλιος πήρε το πτυχίο τον Ιούνιο του 1954 από το Φαρούκειο Πανεπιστήμιο στην Αλεξάνδρεια και στις 15 Οκτωβρίου, στα γενέθλια του, πήγε στην Τζέντα και δούλεψε για τον Ωνάση. Ήταν η πρώτη του δουλειά ως δικηγόρου.
― Πώς νιώσατε όταν ολοκληρώθηκε η συγγραφή της Τζέντας;
Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση. Είχα κάνει αυτό που ήθελα, είχα γράψει ένα σημαντικό μέρος της ζωής του Στέλιου για να τη θυμούνται τα παιδιά του. Και μου έδωσε κουράγιο για να γράψω τα άλλα δύο βιβλία.
― Αλλά δύο; Περί τίνος πρόκειται;
Γράφω για τη ζωή μας στην Αλεξάνδρεια και μετά στην Αθήνα. Πρώτα για την Αλεξάνδρεια, όπου επιστρέψαμε από την Τζέντα το 1960. Ο Στέλιος ήξερε το Αιγυπτιακό Δίκαιο, τον γνώρισαν οι νομικοί κύκλοι στην πόλη και, εξάλλου, το όνειρό του ήταν να κάνει μάχιμη δικηγορία. Ήταν περιζήτητος, αφού με τον Ωνάση έξι χρόνια είχε κοσκινίσει το Ναυτικό Δίκαιο και με το πλοίο Εν Σαλούντ που είχε βάλει σημαία Σαουδικής Αραβίας για να μεταφέρει πετρέλαιο έμαθε άριστα τους παγκόσμιους ναυτικούς κώδικες. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο.
Με τον Στέλιο γεννηθήκαμε στην Αίγυπτο, αυτός ήταν τέταρτη γενιά, εγώ τρίτη. Ζήσαμε στην Αίγυπτο τόσα χρόνια και όμως το όνειρό μας ήταν η Ελλάδα. Η Μέκκα η δική μας ήταν η Ακρόπολη. Ήξερα ότι και το όνειρο των παιδιών μας θα ήταν να ζήσουν στην Ελλάδα. Έτσι μείναμε έξι χρόνια στην Αλεξάνδρεια και μετά ήρθαμε στην Ελλάδα το 1966, ένα χρόνο πριν τη χούντα. Έλεγε ο Στέλιος «φύγαμε από τον Νάσερ και πέσαμε σε άλλο δικτάτορα». Και το βιβλίο για την Αθήνα είναι έτοιμο, και φτάνει μέχρι το 1979. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει πια, δεν μπορώ να τα μεταχειρίζομαι σαν κουκλάκια μέσα στο βιβλίο και έτσι αποφάσισα να σταματήσω εκεί.
― Όταν διαβάσατε την Τζέντα ως αναγνώστρια...
Αμ δεν το διάβασα... Πάντως, ένα πράγμα με ενοχλεί, ότι είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, είναι όλο «εγώ, εγώ». Με εκνευρίζει πολύ, λέω να το ρίξω πια στο τρίτο πρόσωπο.
― Σας απασχόλησαν πιθανές αντιδράσεις ανθρώπων που εμπλέκονται;
Τα παιδιά το διάβασαν και πήρα την άδειά τους. Αφού το δέχτηκαν, δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Άλλωστε ο Δημήτρης έκανε το προξενιό...
― Είναι προφανές ότι ήταν πολλοί οι ρόλοι που διαχειριστήκατε στη ζωή σας: σύζυγος, μητέρα, γνώστρια σημαντικών επιχειρηματικών κινήσεων. Πώς τα καταφέρατε σε οριακές καταστάσεις;
Έχω τρομερή ψυχραιμία, ο Δημήτρης λέει «είσαι επικινδύνως ψύχραιμη». Δεν τα χάνω ποτέ, δεν πελαγώνω, κοιτάζω πώς θα βγούμε από το πρόβλημα. Ο Στέλιος ήταν πολύ νευρικός άνθρωπος, έντονος και αν ήμουν και εγώ έτσι θα έτρωγε ο ένας τον άλλον.
― Γράφετε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου πως ήσασταν ένα βουβό πρόσωπο.
Ήμουν βουβό, αλλά και σκεπτόμενο. ήμουν σκεπτόμενο βουβό πρόσωπο. Δεν έμπαινα στη μέση, ο Στέλιος ήταν θυμώδης και το πρώτο που μου έλεγε ήταν «σταμάτα εσύ, δεν ξέρεις».
― Παρ' όλα αυτά, σας μιλούσε για τις δουλειές του και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.
Με εμπιστευόταν 100%. Αλλά, αν ήμασταν τρεις και επενέβαινα, μου έλεγε «σώπα εσύ, δεν ξέρεις». Ήθελε να είναι και να φαίνεται ο αρχηγός. Κατ' ιδίαν όμως επανερχόταν στα προβλήματά του δέκα, είκοσι φορές. Μιλώντας για το θέμα του με εμένα το τακτοποιούσε και ο ίδιος στο μυαλό του.
― Έχετε τελειώσει πλέον με τη συγγραφή;
Όσο υπάρχω θα γράφω. Τώρα θέλω να μιλήσω για την Αλεξάνδρεια του 1930 που γεννήθηκα εγώ, για τις φίλες μου, τη μάνα μου, που την έχασα εννιά χρόνων. Θα γράψω και για την Κύπρο - από εκεί ήταν ο πατέρας μου και εκεί μας έστειλε όταν πέθανε η μητέρα μας. Έχω συνέχεια, όπως καταλαβαίνετε...
______
Η συνέντευξη είχε δοθεί στην Κ.Ι. Ανέστη και δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO το 2009