Ένας νεαρός οδηγός που σχεδιάζει τη διαφυγή ληστών με παράδοξο τόπο που βασίζεται στη μουσική προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή του όταν ερωτεύεται μια σερβιτόρα.
Σπάνια μια καθαρά ψυχαγωγική περιπέτεια καταφέρνει να διατηρεί αμείωτο ρυθμό στη δράση και να επιτρέπει στους χαρακτήρες να βγάλουν νόημα, χωρίς να ακυρώνει την εντελώς διασκεδαστική φύση της αφήγησής της.
Στο «Baby Driver» ο πρωταγωνιστής, που μοιάζει πιο πιτσιρικάς απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα, εξού και το όνομα Baby, είναι άσος στην οδήγηση και ειδικεύεται στο να φυγαδεύει ληστές αμέσως μετά τα προγραμματισμένα χτυπήματά τους σε τράπεζες.
Για τις ωρολογιακά προσχεδιασμένες «βρομοδουλειές» τον προσλαμβάνει ο μηδενιστής Doc, από τον οποίο είχε κάποτε κλέψει ένα αυτοκίνητο και έκτοτε προσπαθεί να τον ξεπληρώσει.
Ο Baby έχει μια μόνιμη πάθηση στα αυτιά, που σχετίζεται με μια τραγική ιστορία των παιδικών του χρόνων, γι' αυτό και χρησιμοποιεί συνεχώς ακουστικά, ακούγοντας παλιά ροκ και σόουλ τραγούδια που ταιριάζουν απόλυτα στα αυτοκινητιστικά του αντανακλαστικά ‒ είναι τέλειος, εφευρετικός, ως άλλος μπούλης Bullitt, χρονομετρημένος ιδανικά στα στενά περιθώρια της εκάστοτε απόδρασης.
Ο λακωνικός νέος άνδρας φροντίζει τον κωφάλαλο «πατριό» του, έναν γηραιό μαύρο που τον εκλιπαρεί να αποφεύγει τα μπλεξίματα. Ο Baby γνωρίζει μια γκαρσόνα σε ένα τυπικό diner για ξενύχτηδες και την ερωτεύεται.
Επιτέλους, προσβλέπει σε κάτι άλλο εκτός από τη μουσική του και τα παράξενα mixtapes που σκαρώνει με συνομιλίες που ηχογραφεί ‒ μια γλυκιά ουτοπία, easy like a Sunday morning, που τραγουδούσαν και οι Commodores του Λάιονελ Ρίτσι, πάνω στα συντρίμμια του εφιάλτη που τον καταδιώκει, διακόπτοντας οδυνηρά το αδιάλειπτο τέμπο του, και που δεν τολμά να ομολογήσει σε κανέναν.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Έντγκαρ Ράιτ, δημιουργός του «Hot Fuzz» και του «Shaun of the Dead», ενσωματώνει το ταλέντο του στην κωμωδία, μαζί με την ποπ τρέλα που επέδειξε στον «Scott Pilgrim», και το γυρίζει σε ένα φουλ αμερικανικό μωσαϊκό κινηματογραφικών τεχνασμάτων (που γεμίζουν χοντρό τόμο, για τους πολύ παρατηρητικούς), φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα μουσικό ρομάντσο με περίτεχνη και αξιοθαύμαστη ελαφράδα, συνυφασμένο με τους κώδικες της περιπέτειας καταδίωξης.
Οι αστραπιαίες σκηνές με το κατακόκκινο, πειραγμένο Subaru στους δρόμους της Έντασης (στην Aτλάντα της Τζόρτζια) κόβουν την ανάσα, αλλά δεν σκουπίζουν το χαμόγελο από τα χείλη του θεατή.
Ενώ η μπάντα των κλεφτών και των αμαρτωλών που παρακολουθούν τις απίστευτες επιδόσεις του Baby με ανάμεικτα συναισθήματα δεν επιδιώκει βάθος, μένοντας σε ένα συγκεκριμένο περίγραμμα δράσης, το μωρουδίστικο πρόσωπο του Άνσελ Έλγκορτ ως Baby ισορροπεί το δαιμονισμένο run and gun με εσωστρέφεια και τρυφερότητα (όχι, δεν ξεμακραίνει ως τον λυρισμό) και συνδέεται ανεξίτηλα με ένα απολαυστικό, πρωταγωνιστικό soundtrack-ταπετσαρία που χωράει άνετα τους Spencer Davis Group που ξεκινούν με το «Bellbottoms», τους Golden Earring και τον Αλέξις Κόρνερ, μέχρι την Κάρλα Τόμας, τον Μπάρι Γουάιτ και τους Detroit Emeralds, καταλήγοντας στο αξέχαστα παλαβό '70s «Hocus Pocus» των Focus, με το ατελείωτο σόλο του Γιαν Άκερμαν, σε ένα μοντάζ για Νόμπελ.
Το γαλβανισμένο «Baby Driver» είναι ένα ευτυχές παράγωγο πολλών αγαπημένων θεμάτων του σινεμά του Ταραντίνο και με λίγη φαντασία η αμερικανική ταινία που δεν έκανε ποτέ ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Χάρμα!