Με το που κλείνει πίσω σου η πύλη και μανταλώνουν οι σιδεριές, αρχίζεις να νιώθεις κάπως παράξενα. Χάνεις εντελώς την επαφή σου με τον έξω κόσμο, αφού έχεις παραδώσει το κινητό σου τηλέφωνο ‒ για μένα, δε, που το χρησιμοποιώ και ως ρολόι, σήμαινε και την απώλεια της αίσθησης του χρόνου.
Είναι σαν να παίρνεις μια ελάχιστη, αλλά όχι αμελητέα αίσθηση του πώς είναι να είσαι έγκλειστος, να έχεις χάσει την ελευθερία σου.
Κυριακή απόγευμα, καλεσμένοι του Εθνικού Θεάτρου, λίγο πριν οδηγηθούμε στον κήπο που προηγείται του παλιού σιδηρουργείου των Φυλακών Κορυδαλλού, όπου δινόταν η παράσταση «Ο Θάλαμος αρ. 6, 200 χρόνια μετά», μας υποδέχτηκαν ο διευθυντής του Καταστήματος Κράτησης, όπως είναι η επίσημη ονομασία του, κ. Χριστόφορος Γιαννακόπουλος και η κοινωνιολόγος κ. Γιολάντα Κωνσταντινίδου, η οποία είναι υπεύθυνη για τις εκεί καλλιτεχνικές δραστηριότητες και δράσεις.
Ο συνταρακτικός λόγος του Τσέχοφ θέτει μεγάλα ερωτήματα, υπαρξιακά και ηθικά, που εκσφενδονίζουν τον συλλογισμό των ηρώων 200 ή 300 χρόνια μετά, όταν «ίσως κάτι ν' αλλάξει». Ο προβληματισμός αυτός επανέρχεται στα θεατρικά του και, δυστυχώς, η έκβαση των πραγμάτων σήμερα μάλλον θα τον απογοήτευε.
Μια κυρία που περπατούσε μαζί μου και κουβαλούσε τσάντες, προφανώς με τρόφιμα, δήλωσε μητέρα ενός από τα παιδιά (γιατί, όπως θα αποδεικνυόταν λίγες ώρες αργότερα, μερικοί είναι τόσο νέοι που θα τους έλεγες παιδιά) που συμμετείχαν στην παράσταση.
Ο διευθυντής συγκινήθηκε που το άκουσε και της είπε πόσο καλό παιδί είναι ο γιος της. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι το σχόλιό του θα ήταν μια παρηγοριά για εκείνην, που όσο καλός χαρακτήρας και να είναι το παιδί της, κάποια παραστρατήματα τον έχουν οδηγήσει στη φυλακή.
Η αξιοπρεπέστατη παρουσία της με διαβεβαίωνε για την περίπτωση του γιου. Η βεβαιότητά μου αυτή επαληθεύτηκε σε όλη της την έκταση όσες ώρες έμεινα εκεί μέσα, καθώς απ' όλους τους κρατουμένους (κι ελπίζω να μην απατώμαι) αναδυόταν μια αξιοπρέπεια που συνομιλούσε με ένα αίσθημα συστολής ανάμεικτο με τη μετάνοια αλλά και ένα βλέμμα καλοπροαίρετου πείσματος να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους και να κάνουν ένα μεγάλο άλμα προς μια περήφανη και δημιουργική ζωή που τους περιμένει έξω.
Στην πολύ όμορφη και γαλήνια αυλή του εντευκτηρίου, όπου περιμέναμε μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση, κατέφτασαν γνωστοί καλλιτέχνες, όπως ο Παντελής Βούλγαρης και η Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Γιώργος Μαργαρίτης, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Βαγγέλης Μουρίκης αλλά και ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, για να αναφερθώ στους πιο αναγνωρίσιμους. Η αναμονή ξεπέρασε τη μιάμιση ώρα.
Όταν κάποτε ξεκινήσαμε να πάμε στον χώρο όπου θα δινόταν η παράσταση, έπρεπε και πάλι να περάσουμε από ηλεκτρονικές πύλες και στενούς διαδρόμους που προκαλούν κλειστοφοβικό σοκ.
Αλλά το παράρτημα του καταστήματος όπου οδηγηθήκαμε ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο και πολύ χαρούμενο, κάτι σαν φοιτητικό καλλιτεχνικό στέκι, αφού τους τοίχους κοσμούν ζωγραφικά έργα των τροφίμων που προέκυψαν από μαθήματα ζωγραφικής αλλά κυρίως τα σκίτσα του Νίκου Σιμάκου, εμπνευσμένα από το θεατρικό που θα παρακολουθούσαμε.
Η εμβληματική νουβέλα «Ο θάλαμος αρ. 6» του Άντον Τσέχοφ, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε το 1892, διαδραματίζεται στην ψυχιατρική κλινική ενός δημοτικού νοσοκομείου της αχανούς ρωσικής επαρχίας, το οποίο διευθύνει ο γιατρός Αντρέι Εφίμιτς. Στο εγκαταλελειμμένο από τις Αρχές ίδρυμα, και συγκεκριμένα στον θάλαμο αρ. 6, νοσηλεύονται πέντε «τρελοί».
Οι νοσοκόμοι, όπως και ο επιβλέπων την τάξη Νικήτας, τους συμπεριφέρονται άσχημα, αλλά ο γιατρός Εφίμιτς αναπτύσσει ιδιαίτερη σχέση με τον καθένα ξεχωριστά κι εκείνοι με τη σειρά τους κάνουν ενδιαφέρουσες κουβέντες μαζί του, προσφέροντάς του μαρτυρίες ζωής.
Αυτές οι μαρτυρίες, χάρη στη γραφή του Τσέχοφ, αγγίζουν βαθιές και καίριες πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας και των μεγάλων υπαρξιακών ζητημάτων.
Αυτό το σημαντικό κείμενο του μεγάλου Ρώσου δραματουργού, του οποίου το περιβάλλον δεν απέχει πολύ από την κατάσταση εγκλεισμού που βιώνουν οι άντρες που συμμετείχαν στην παράσταση, ανέλαβε να διδάξει ο σκηνοθέτης Στρατής Πανούριος ως υπεύθυνος του Θεατρικού Εργαστηρίου του Κ.Κ. Κορυδαλλού χάρη στη συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου με τη Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής.
Η διασκευή έγινε με τη συνδρομή ολόκληρης της θεατρικής ομάδας. Τον κεντρικό ρόλο, αυτόν του Αντρέι Εφίμιτς, κράτησε ο ίδιος ο κ. Πανούριος, ενώ τους υπόλοιπους ρόλους ερμήνευσαν κρατούμενοι, οι οποίο δούλεψαν δέκα μήνες για το εντυπωσιακό, στα όρια του επαγγελματικού, ανέβασμα.
Ερμηνείες όπως εκείνη του αφηγητή, του «αλαφροΐσκιωτου» Ιβάν, και του διαταραγμένου Στρατηγού ξεχώρισαν και συγκίνησαν το κοινό που είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα. Η σκηνοθεσία ήταν ενδιαφέρουσα, το ίδιο και η λιτή σκηνογραφία -δυο τρεις παλιοκαιρισμένες βαλίτσες,ένα σιδερένιο κρεβάτι-, και ο φωτιστικός σχεδιασμός.
Ο συνταρακτικός λόγος του Τσέχοφ θέτει μεγάλα ερωτήματα, υπαρξιακά και ηθικά, που εκσφενδονίζουν τον συλλογισμό των ηρώων 200 ή 300 χρόνια μετά, όταν «ίσως κάτι ν' αλλάξει». Ο προβληματισμός αυτός επανέρχεται στα θεατρικά του και, δυστυχώς, η έκβαση των πραγμάτων σήμερα μάλλον θα τον απογοήτευε.
Το απόφθεγμα του Μιχαήλ Αβεριάνιτς «Το μόνο που παγιδεύεται σε φυλακή είναι το φθαρτό σώμα. Το πνεύμα παραμένει πάντα ελεύθερο» επανέλαβε στο τέλος της παράστασης ο Νίκος Σ. που ερμήνευσε τον ρόλο, αφού πρώτα αποθεώθηκε το σύνολο των συντελεστών από το κοινό.
Ο ίδιος πήρε τον λόγο και με ένα συγκλονιστικό, μεγάλης διάρκειας αλλά βαθύ λογύδριο ευχαρίστησε όλους όσοι συνέβαλαν στην επιτυχία του εγχειρήματος, από τον διευθυντή και την κοινωνική λειτουργό έως τους φύλακες. Το σημαντικό ήταν ότι πριν από μερικές ημέρες έκανε πρεμιέρα μπροστά σε συγκρατούμενούς του ως έγκλειστος και την Κυριακή το βράδυ ήταν και πάλι ελεύθερος πολίτης, έχοντας αποφυλακιστεί.
Υπερθεμάτισε στη σημασία του σωφρονισμού μέσα από την τέχνη, όντας και ο ίδιος ζωγράφος, και έδωσε τον λόγο σε ηθοποιούς της περσινής παράστασης, της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ.
Επίσης αποφυλακισμένοι, με δάκρυα στα μάτια, αλλά και ευτυχείς που βρισκόντουσαν ανάμεσα σε φίλους, με τους οποίους σίγουρα τους ενώνουν αρκετές πικρές ίσως όμως και χαρούμενες στιγμές, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους από την εμπειρία που τους χάρισε η επαφή με την τέχνη.
Και για να κλείσω με μια ακόμα φράση του Μιχαήλ Αβεριάνιτς, «όλοι μας οφείλουμε ένα στίγμα, καλό ή κακό». Νομίζω ότι οι αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι που όλοι μας αντικρίσαμε κατά τη διάρκεια αυτής της θεατρικής εμπειρίας στον Κορυδαλλό, ό,τι και να έχουν κάνει, κατάφεραν να το μετατρέψουν σε ένα καλό στίγμα που θα τους ακολουθεί στη νέα τους εκκίνηση, όταν με το καλό επιστρέψουν στη ζωή που άφησαν μισοτελειωμένη εκεί έξω.