Soccer boy
Με τον Μπάμπη Αλεξόπουλο και τον 'Ηφαιστο Περιστερίου στα γήπεδα του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου (1995)
*
"Αυτό που νοιώθεις δεν μεταφράζεται ούτε με 5 ecstasy μαζί. Είναι η ίδια η ζωή. Με το να βάζεις γκολ δηλώνεις ότι υπάρχεις, ότι ζεις. Η εξέδρα φωνάζει δυνατά: γκολ! Τους δίνεις τη χαρά και την μοιράζονται. Για μια στιγμή τα 30 άτομα που βρίσκονται εκεί έξω γίνονται 30.000. Βρίσκεσαι βασικός στην αγαπημένη σου ομάδα της Α' Εθνικής και όλοι μαζί φωνάζουν ρυθμικά το ονομά σου. Παίρνεις φόρα και κυλιέσαι στο χορτάρι, για να πανηγυρίσεις. Ο συμπαίκτες σου πέφτουν πάνω σου να σ' αγκαλιάσουν. Οι φωτογράφοι σε τραβάνε, και συ σκέφτεσαι τους τίτλους στις αυριανές εφημερίδες. Η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή. Οι αντίπαλοι κάνουν σέντρα. Κοιτάς προς την εξέδρα και τα 30 άτομα ξανάρθανε στη θέση τους." Μπ. Α.
*
Φωτ. Σπύρος Στάβερης
[...] Οι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές είναι κάτι μοναδικό στον κόσμο. Μπορούν ταυτόχρονα να βιώσουν την ηδονή του γκολ αλλά και την πεζή καθημερινότητα. Διαφέρουν απ' τους υπόλοιπους, γιατί μπορεί να νιώσουν την αποθέωση της εξέδρας και το τι σημαίνει σκληρή προπόνηση, αλλά παράλληλα μπορούν να κάνουν πράγματα που δε μπορούν να κάνουν οι επαγγελματίες: να πάνε σινεμά, να κάνουν τρέλες, να συμπεριφέρονται ξέγνοιαστα, και γενικώς να απολαμβάνουν τις πιο "φτηνές" και μικρές απολαύσεις της ζωής. Το ποδόσφαιρο είναι χόμπυ γι' αυτούς. Είναι τα αληθινά soccer-boys, πρωταγωνιστές σε μια ταινία χωρίς happy end. Μια ταινία ποδοσφαίρου, που όλοι, πιτσιρικάδες, θέλαμε να παίξουμε. 'Ενα πάθος είναι κι αυτό. Η μπάλα είναι η μόνη μας αρρώστια, γι' αυτό και την ώρα του αγώνα τα ξεχνάς όλα. Τα λαμόγια, τους στημένους διαιτητές, τους χούλιγκανς που σε βρίζουν, το ξερό -γεμάτο υγρασία- γήπεδο. Τα σημάδια στο γόνατο, τα τρύπια παπούτσια. 'Εχεις μια σκέψη. Να πάρεις τη μπάλα και να την βάλεις στα δίχτυα.
[...] 'Ηταν Κυριακή. Στη νέα μου ομάδα, το παιχνίδι έχει αρχίσει. Δυο-τρεις γονείς είχαν αψηφίσει το κρύο και είχαν κρεμαστεί στα κάγκελα. Αυτή τη φορά είχαμε χάσει. Γυρίσαμε στα αποδυτήρια να κάνουμε μπάνιο και να φύγουμε.
"Την Τρίτη προπόνηση", είπε ο προπονητής. Απ' έξω μας παρηγορούσαν λέγοντάς μας ότι ήμασταν άτυχοι. 'Εφυγα τελευταίος. Ο κ. Χρήστος, ο φύλακας, έσβηνε τα φώτα και έκλεινε όλες τις πόρτες. "Δεν πειράζει, παιδί μου, την άλλη Κυριακή", μου'πε. "Κάνε θυσίες τώρα για να σου βγουν μετά. Αυτό το άθλημα θέλει κότσια και γερά νεύρα. Η οσμή των σποδυτηρίων φεύγει. Οι φωνές της εξέδρας το ίδιο. Χαιρέτησα τον κ. Χρήστο. Είχε πια νυχτώσει.
Μπάμπης Αλεξόπουλος
Περιοδικό 01, τεύχος 23, 1995.