Γεννήθηκα στην Γκίζα, κάτω από τις Πυραμίδες. Ήταν 19 Ιουλίου, Πρωτοχρονιά των αρχαίων Aιγυπτίων. Στο Κάιρο έζησα τα εννέα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Η κοσμοπολίτικη κοινωνία της Αιγύπτου μάς πρόσφερε ζωή σε απόλυτη ευημερία, αλλά όχι σε χρυσό κλουβί. Ο πατέρας μου, μηχανικός σε χώρες της Μέσης Ανατολής, ήταν αριστερός, με πεποιθήσεις πολύ σύγχρονες για την εποχή του και αντίθετες με των υπόλοιπων αποικιοκρατών της περιοχής. Η τιμωρία, όταν κάναμε κάποιο λάθος, ήταν να πάμε με το αυτοκίνητο στον αραβικό τομέα της πόλης. Εκεί μας υποχρέωνε να βγούμε στον δρόμο και να παίξουμε με τα πολύ φτωχά παιδιά, για να καταλάβουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν στα λασπόνερα και τσακώνονται για σημαντικότερα πράγματα.
• Τη βραδιά που μας ανακοινώθηκε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα λόγω της κρίσης του Σουέζ τη θυμάμαι σαν τώρα. Είχα την αίσθηση ότι ήταν κάτι σαν απόλυτη επίγνωση της πραγματικότητας, καταλάβαινα δηλαδή ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω στη γειτονιά, στο σχολείο, στους συμμαθητές που είχα αγαπήσει. Από την άλλη, σιγόβραζε μέσα μου η λαχτάρα να ζήσω στην πατρίδα μου, την Ελλάδα. Ούτε και τη βίαιη φυγή ξεχνώ. Το σπίτι ήταν μισοδιαλυμένο, η μητέρα είχε στριμώξει σε πέντε βαλίτσες τις ζωές μας. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους της γενιάς μου, έχω ζήσει πώς είναι ο πόλεμος. Ξέρω τι σημαίνει να βλέπεις το σπίτι σου βομβαρδισμένο, να ακούς κραυγές τραυματισμένων, να βλέπεις λάμψη στον ουρανό από αερομαχίες και η μητέρα σου να σε καθησυχάζει, λέγοντας ότι γυρίζουν κινηματογραφική ταινία.
Απωθημένα στη ζωή δεν έχω, ίσως κάποια μικρά μόνο και μόνο για να αποκτώ κίνητρο. Δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν να ανεβάσω ένα έργο ή να μου χρηματοδοτήσει μια ταινία. Είμαι εκεί. Άλλοτε χτυπάει το τηλέφωνο, άλλοτε όχι. Εγώ δεν θα το σηκώσω ποτέ για να πάρω. Ντρέπομαι, φοβάμαι, δεν με νοιάζει...
• Πριν φύγουμε, ξεπουλήσαμε τα πάντα. Θυμάμαι δύο ψηλούς Αιγύπτιους να «σκουπίζουν» από τα ράφια μας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, γεμίζοντας τα τσουβάλια τους με τα βιβλία και τα παιχνίδια μου. Έτρεξα πίσω τους και απ' όλη αυτήν τη δίνη της αρπαγής των υπαρχόντων μου κατάφερα να διασώσω ένα κουτί με χαλκομανίες. Τις πήρα, τις έβαλα στην τσέπη μου, αλλά τελικά τις ξέχασα στο αεροπλάνο της επιστροφής προς την Αθήνα. Οπότε από την Αίγυπτο δεν κατάφερα να διασώσω απολύτως τίποτα. Ούτε στην Ελλάδα κατάφερα να αποκτήσω ξανά παιχνίδι, γιατί η οικογένειά μου είχε καταστραφεί οικονομικά και μάζευα πενηνταράκι πενηνταράκι στον κουμπαρά για να πάρω μια σοκολάτα τα Χριστούγεννα.
• Φτάνοντας στην Αθήνα, πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι της γιαγιάς, ένα νεοκλασικό που υπάρχει ακόμα στα Εξάρχεια. Η οδός Ερεσού ήταν τότε χωματόδρομος. Βγαίναμε έξω να παίξουμε μπάλα και σπανίως κάποια μαμά έβγαινε στο παράθυρο και φώναζε: «παιδιά, προσέξτε, περνάει αυτοκίνητο». Πολύ σπάνια συνέβαινε αυτό. Έπειτα, μετακομίσαμε στη Θεσσαλία, όπου και υπέστην ένα πολιτισμικό σοκ. Από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Αιγύπτου και το γαλλικό μου σχολείο βρέθηκα στην Δ' Δημοτικού ενός επαρχιακού σχολείου, χωρίς να μιλάω καλά τη γλώσσα και με τους συμμαθητές μου να με φωνάζουν «το γαλλόπουλο».
Επισκέφτηκα ξανά την Αίγυπτο σχεδόν 25 χρόνια μετά. Πήγα κατευθείαν στο πατρικό σπίτι. Ήθελα να ξανασυναντήσω την παιδική μου ηλικία. Να διαπιστώσω αν οι χώροι που είχα στη μνήμη μου, αν οι αισθήσεις που ένιωθα, αντιστοιχούσαν σε κάποια πραγματικότητα. Όταν ξεκόβεις τόσο βίαια από το σπίτι σου και στη συνέχεια δεν διατηρείς κανέναν δεσμό με αυτό, αναρωτιέσαι αν όσα θυμάσαι υπήρξαν κάποτε στ' αλήθεια.
• Η αίσθηση της απώλειας πατρίδας θα με ακολουθεί πάντα. Η έννοια του ριζώματος έχει μεγάλη αξία για μένα. Όσο περνάνε τα χρόνια, γίνεται πιο θεμελιώδης. Όλες οι αναφορές καταλήγουν στη ρίζα της παιδικής ηλικίας. Συμβαίνει με τις πατρίδες ό,τι συμβαίνει και με τις γλώσσες: νιώθεις ότι ξέρεις πολλές, αλλά στην πραγματικότητα δεν κατέχεις καμία.
• Από τα πέντε μου χρόνια σκηνοθετούσα καταστάσεις στο σπίτι. Ένα καλοκαίρι στη Σύμη, που τότε ήταν κυριολεκτικά ερημονήσι και θύμιζε μια νεοκλασική Πομπηία, ετοίμασα την πρώτη μου παράσταση. Ήμουν δεν ήμουν έξι ετών, αλλά είχα ψώνιο με τους αρχαίους μύθους και πέθαινα για την ιστορία της Ιφιγένειας που έγινε ελαφάκι. Διάλεξα για πρωταγωνίστρια ένα κοριτσάκι, τη Ρηνούλα, κι έκοψα εισιτήριο για τους μεγάλους. Η γιαγιά μου ήταν μια αρχόντισσα του νησιού, το γένος Αγγελίδη, και στο σπίτι της, ένα συγκλονιστικό αρχοντικό με βοτσαλωτή αυλή, έστησα καρέκλες για να παίξω την παράσταση. Τελευταία στιγμή, όμως, η Ρηνούλα έβαλε τα κλάματα και δεν βγήκε στη σκηνή. Άρχισα να κλαίω κι εγώ, ανακοίνωσα ότι η παράσταση αναβάλλεται και κληρονόμησα το πρώτο μεγάλο θεατρικό τραύμα της ζωής μου. Για χρόνια, όταν πλησίαζε κάποια πρεμιέρα μου, εκείνη την αναβολή έβλεπα εφιάλτη.
• Το 1998, εν μέσω του θριάμβου του Γυάλινου Κόσμου, ο καλός φίλος Γιάννης Διακογιάννης μου ζήτησε να παρουσιάσουμε την παράσταση στη Σύμη. Ήμουν ανένδοτος, καθώς πίστευα ότι δεν υπάρχει μέρος στο νησί να φιλοξενήσει μια παράσταση με τόσες τεχνικές δυσκολίες. Μέχρι που μου ανέφερε ότι μεταξύ των επιλογών που είχαμε ήταν και η αυλή του Αγγελίδη. Όταν το άκουσα, ετοίμασα μια συντομευμένη version και σχεδόν μισό αιώνα μετά ξαναστήσαμε καρέκλες για να παίξω τη μεγάλη μου επιτυχία στο σημείο όπου είχα δώσει την πρώτη παράσταση της ζωής μου. Η Αγγελική Παπαθεμελή, σε αντίθεση με τη Ρηνούλα, βγήκε στη σκηνή κι έτσι ξεπέρασα εκείνο το παιδικό σοκ.
• Σπούδασα Kλασική Φιλολογία και Θεατρολογία στη Σορβόννη και συγχρόνως αναρωτιόμουν πώς θα ζούσα από αυτήν τη δουλειά. Η οικογένειά μου, παρόλο που οικονομικά ήταν πια ανίσχυρη, μου έδωσε ό,τι χρήματα είχαν απομείνει για να πάρω την πρώτη μου κάμερα. Έφυγα για την Ιταλία, έχοντας επιλέξει να σπουδάσω Σκηνοθεσία Κινηματογράφου. Έδωσα εξετάσεις μαζί με άλλους 700 για μια θέση στο Πειραματικό Κέντρο στη Ρώμη και στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου της Τσινετσιτά. Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι μου έκανε τη συνέντευξη κι έδωσε το οk, διότι του άρεσε η μικρού μήκους που είχα ετοιμάσει.
• Για καιρό ταλαντευόμουν ανάμεσα στη Ρώμη και το Παρίσι, όπου πια είχε μετακομίσει και η οικογένειά μου. Στην Ελλάδα δεν σκόπευα να επιστρέψω. Αφενός δεν άντεχα την πολιτική κατάσταση, αφετέρου είχα δουλέψει σε μια ταινία ως βοηθός του Τεσινέ και είχα γλυκαθεί. Μέχρι που μια βραδιά συναντώ τον Μάνο Χατζιδάκι στο Παρίσι και μου ανακοινώνει: «Ο Πρόεδρος έφυγε, επέστρεψε στην Αθήνα. Είμαστε πια μια ελεύθερη χώρα». Έβγαλε επιτόπου τρεις δίσκους του από τον δερμάτινο φάκελό του, μου έγραψε «Στον φίλο μου Δημήτρη, Ελευθέρα Ελλάς» και από κάτω την ημερομηνία της Μεταπολίτευσης. Την επόμενη κιόλας μέρα πήρα το αεροπλάνο και προσγειώθηκα στην Ελλάδα.
• Το πρώτο μου σπίτι στην Αθήνα ήταν ένα πολύ φθηνό νεοκλασικό πάνω πάνω στον λόφο του Στρέφη. Δεν υπάρχει πια, γκρεμίστηκε. Μια μέρα, ο Νίκος ο Κούνδουρος, που ήξερε ότι είχα κάνει μια ταινία για τη σχολή, μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Αύριο, οκτώ το πρωί, έξω, από το σπίτι σου με την ταινία σου υπό μάλης. Δεν το συζητάω καθόλου». Περνάει όντως την επομένη με τη Mercedes, πηγαίνουμε μαζί στον Δημήτρη Ποντίκα, του δείχνουμε τις Τρωάδες, ενθουσιάζονται και οι δύο και μου λέει ο Ποντίκας: «Έχω έναν κατάλογο με θέματα για ντοκιμαντέρ, διάλεξε ποιο θες και κάν' το». Επέλεξα τους «Ελληνόφωνους της Κάτω Ιταλίας». Μου είπε ότι τους έχει δώσει σε κάποιον άλλον και του απάντησα: «Αν δεν κάνω αυτήν, δεν θέλω καμία άλλη». Έτσι, γυρίστηκε το Πολεμόντα, που στη συνέχεια βραβεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Και ξαφνικά έγινα σκηνοθέτης.
Το «Πολεμόντα» γυρίστηκε στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας, στην Κάτω Ιταλία.
• Το ντοκιμαντέρ, όπως και η μυθοπλασία, με ελκύουν για διαφορετικούς λόγους. Εκείνο, ωστόσο, που με συναρπάζει είναι το όριο ανάμεσα στα δύο. Ίσως γιατί το ψεύτικο και το αληθινό είναι το ίδιο όμορφα. Να, όπως όταν λέμε για ένα ωραίο αληθινό λουλούδι: «Κοίτα το, σαν ψεύτικο είναι». Ή όταν ένα ψεύτικο είναι τόσο καλοφτιαγμένο, που δεν το ξεχωρίζεις από το αληθινό. Αυτό το ενδιάμεσο, αυτός ο μαγικός ρεαλισμός με κάνει ευτυχή.
• Ο Κούνδουρος, ο Χατζιδάκις και ο Βολανάκης υπήρξαν οι τρεις πολύτιμοι δάσκαλοί μου. Ειδικά ο τελευταίος, ζητώντας μου το 1977 να του ετοιμάσω μερικά βίντεο για μια όπερα που σκηνοθετούσε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μου άνοιξε τον δρόμο γι' αυτό που αργότερα έγινε κομμάτι της ταυτότητάς μου: το σινεμά μέσα στο θέατρο. Ο κινηματογράφος είναι κάτι σαν οπτική μουσική μέσα σε μια παράσταση. Όπως δεν φανταζόμασταν το 1910 ηχογραφημένη μουσική σε θεατρική παράσταση, έτσι και τη δεκαετία του '70 και του '80 έβαλα στις δουλειές μου τα δικά μου «οπτικά χαλιά» και για κάποια επικρίθηκα σφοδρά.
Έκτοτε, άνοιξα μια σχολή και συγχρόνως τον ασκό του Αιόλου... Σήμερα, η σχέση μου με τον κινηματογράφο είναι μηδενική. Όταν μπήκα βαθιά στην ουσία του θεάτρου, ένιωσα τόσο πιο δημιουργικός και ειλικρινής, που φαίνεται ότι το σινεμά δεν καλύπτει την ανάγκη έκφρασής μου. Δεν το αρνούμαι, αλλά δεν με γοητεύει πια να κάνω σινεμά, γιατί μου φαίνεται μια τέλεια κατασκευή. Θα έλεγα ότι ήταν ένα διαζύγιο κοινή συναινέσει.
• Απωθημένα στη ζωή δεν έχω, ίσως κάποια μικρά μόνο και μόνο για να αποκτώ κίνητρο. Δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν να ανεβάσω ένα έργο ή να μου χρηματοδοτήσει μια ταινία. Είμαι εκεί. Άλλοτε χτυπάει το τηλέφωνο, άλλοτε όχι. Εγώ δεν θα το σηκώσω ποτέ για να πάρω. Ντρέπομαι, φοβάμαι, δεν με νοιάζει... Το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε μου το ζήτησε ο ίδιος ο Λιβαθινός. Ήρθε στην Πάπισσα Ιωάννα και με ρώτησε: «Δημήτρη, τι θες να κάνεις στο Εθνικό Θέατρο;». Του απάντησα: «Δεν θέλω να κάνω πια τίποτα». Έπειτα τον ξανασυνάντησα τυχαία και επανήλθε: «Ακόμα δεν θες να κάνεις τίποτα;». Τότε παραδέχτηκα ότι το μόνο που χρωστάω στον εαυτό μου είναι ένας ακόμα Πιραντέλο, ο συγκεκριμένος.
• Η σχέση με τον Πιραντέλο είναι περισσότερο ερωτική και λιγότερο εμβάθυνσης. Υπήρξε ένα εφηβικό απωθημένο που για χρόνια μου ξέφευγε. Λάτρευα τη μουσική του Χατζιδάκι και μάλιστα σε ένα σπίτι όπου άκουγαν μόνο Θεοδωράκη. Στο περιβάλλον μου υπήρχε Σοστακόβιτς, Χατσατουριάν, αλλά όχι Στραβίνσκι. Μιλούσαν με θαυμασμό για τον Μάνο Κατράκη και την Ασπασία Παπαθανασίου, αλλά όταν αναφερόμουν στην Παξινού ή τον Μινωτή διαπίστωνα περίεργες αντιδράσεις. Το ίδιο συνέβαινε και στη λογοτεχνία: στη βιβλιοθήκη υπήρχαν έργα μόνο αριστερών συγγραφέων. Έτσι, η μουσική του Χατζιδάκι ήταν ένας κρυφός έρωτας.
• Θέλω να δημιουργώ προσωπικές ταυτίσεις με το έργο που σκηνοθετώ μόνο στον βαθμό που το απαιτεί το κείμενο. Προφανώς, όταν έκανα Ανδρομάχη ταυτίστηκα με τον Αστυάνακτα, ένα παιδί που βιώνει τον πόλεμο. Επίσης, όταν μετέφραζα τον Γυάλινο Κόσμο, έπιασα τον εαυτό μου να τηλεφωνεί στη μητέρα μου δυο-τρεις φορές τη μέρα. Όσο φλυαρούσαμε, εγώ κατέγραφα στιγμές και βεβαιωνόμουν ότι είχα πετύχει τις εκφράσεις. Όταν ο αδελφός μου ήρθε από την Ιταλία και είδε την παράσταση, αναρωτήθηκε: «Πώς το έκανες αυτό; Η Αμάντα (μητέρα του έργου) μιλάει σαν τη μαμά».
• Στα νιάτα μου ήθελα να προσθέτω στις παραστάσεις μου μια δόση από την επικρατούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Ενίοτε σε βαθμό που με ενοχλούσε. Αφενός διότι ένιωθα υποχρεωμένος να το κάνω και αφετέρου, αν δεν το έκανες, δεν υπήρχε περίπτωση να πας μισό βήμα μπροστά.
• Αρνήθηκα πολλές φορές κορυφαίες θέσεις σε καλλιτεχνικούς οργανισμούς της χώρας. Είμαι παντελώς ατάλαντος όσον αφορά τη διοίκηση, όπως και το να κάνω δύο πράγματα συγχρόνως. Άλλωστε, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Σπανίως ένιωσα ότι μπορούν να κάνουν κάτι εμπνευσμένο στο κομμάτι του πολιτισμού. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση των Ελλήνων σήμερα είναι ότι θεωρούν πως κάποιοι συγκεκριμένοι και όχι κάποιοι άλλοι μπορούν να πάνε τα πράγματα μπροστά.
• Καμαρώνω πολύ που σημερινοί θεατρικοί πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα που γνώρισα ως φοιτητές και τους έδωσα την πρώτη τους επαγγελματική δουλειά. Καραθάνος, Μαρκουλάκης, Κουρής, Μοσχόπουλος... Είναι ταλέντο να διακρίνεις το χάρισμα κάποιου και νομίζω, πια, ότι στην ηλικία μου το διαθέτω. Αυτό το πρώτο, ανόθευτο βλέμμα ή η έκφραση που εισπράττεις τα πρώτα δευτερόλεπτα μιας γνωριμίας είναι μια αίσθηση που σπανίως μ' έχει προδώσει. Στο τέλος της μέρας είναι μεγάλη ευτυχία να αισθάνεσαι πως πέτυχε η επένδυση που έκανες σε ανθρώπους.
• Τα έργα που ποθούσα να σκηνοθετήσω στη ζωή μου είναι 15-20. Όσα έχω κάνει ήταν μέσα σ' αυτά. Ξεχωρίζω τον Λουίτζι Πιραντέλο και τον Τενεσί Ουίλιαμς, γιατί είναι σπαρακτικοί στο πώς αυτοβιογραφούνται. Συχνά λένε για μένα ότι κάνω παραστάσεις μόνο όταν θέλω. Δηλαδή θα έπρεπε να κάνω κι όταν δεν θέλω; Από τη στιγμή που το θέατρο γίνεται ανάγκη διαρκούς παρουσίας και προβολής, χάνει το νόημά του. Δεν δέχομαι προτάσεις μόνο και μόνο για να συνεχίσω να υπάρχω σε έναν χώρο. Αυτό δεν το έκανα ούτε στα πρώτα μου βήματα. Άλλωστε, δεν έχω την αυτοπεποίθηση ότι, επιλέγοντας κάτι που δεν αγαπάω, θα μπορέσω να το παρουσιάσω αξιοπρεπώς. Είναι σαν τον έρωτα και το σεξ: άλλο να κάνεις σεξ κι άλλο να είσαι ερωτευμένος. Όταν αυτά τα δύο συνυπάρχουν, είναι το τέλειο. Αλλά το να κάνεις σεξ με το θέατρο ή οποιαδήποτε άλλη τέχνη σε οδηγεί σε μια κατάσταση επαγγελματικής πορνείας. Κι έπειτα, πόσες φορές μπορείς πια να ερωτευτείς;
Όταν είσαι νέος, δεν περνά από το μυαλό σου ότι θα αγαπήσεις τον ώριμο ή τον γέρο εαυτό σου. Κι όμως, τα γηρατειά σού χαρίζουν αυτάρκεια, αυτογνωσία.
• Τον πατέρα μου τον χάσαμε πριν από 10 χρόνια. Η μητέρα μου, 98 ετών, σήμερα ζει μαζί μου στα Εξάρχεια και παραμένει Γαλλίδα υπήκοος. Έχει σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και μιλάει έξι γλώσσες. Υπήρξε πολύ αυστηρή μαζί μου ως τα 18. Παραμένει δραστήρια και περνά ώρες στον υπολογιστή της. Όταν βλέπει ότι έχω κλειστή την πόρτα του γραφείου και δεν θέλει να ενοχλήσει, μου στέλνει γραπτά μηνύματα. Διαβάζει τα δημοσιεύματα που με αφορούν, έρχεται σε όλες τις παραστάσεις. Κριτική δεν μου κάνει πια. Μου έκανε τόσο πολλή στην εφηβεία, που είναι σαν να πήρα δόση για μια ζωή.
• Αγαπώ τα Εξάρχεια, δεν τα αλλάζω με τίποτα. Είναι η ανήσυχη πλευρά της πόλης. Η καρδιά της. Κι εγώ θέλω να ακούω τους χτύπους της. Δεν μου αρέσουν οι εφησυχασμένες γειτονιές. Και να μου χάριζαν ένα νεοκλασικό στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δεν θα το δεχόμουν με τίποτα. Με τρομάζει αυτή η σχέση με το μνημείο που στέκει εκεί ακίνητο αιώνες και μου θυμίζει πόσο περαστικοί είμαστε από τη ζωή.
• Φοβάμαι μόνο τα κακά γηρατειά. Όταν έχεις την υγεία σου και τα μυαλά σου, το μεγάλωμα είναι από μια άποψη καλύτερο. Όταν είσαι νέος, δεν περνά από το μυαλό σου ότι θα αγαπήσεις τον ώριμο ή τον γέρο εαυτό σου. Κι όμως, τα γηρατειά σού χαρίζουν αυτάρκεια, αυτογνωσία. Εγώ, όσο μεγαλώνω, τόσο συμφιλιώνομαι μ' εμένα.
σχόλια