Ξεκίνησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, όπου σπούδασε ζωγραφική με δάσκαλό της τον σημαντικό, αν και παραγνωρισμένο, Μίμη Κοντό. Επέστρεψε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός στη Σχολή του Εθνικού. Ένας από τους συμφοιτητές της ήταν ο Νίκος Καραθάνος, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστεί, χρόνια μετά, όχι ως ηθοποιός αλλά συμμετέχοντας στο εξαιρετικό του team ως σκηνογράφος. Βέβαια, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκε, δημιουργώντας μαζί του μερικές από τις πλέον αξιομνημόνευτες παραστάσεις του Αμόρε (Θέατρο του Νότου). Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου θεωρείται σήμερα από τις σημαντικότερες Ελληνίδες σκηνογράφους-ενδυματολόγους. Έχει υπογράψει μερικές από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες των τελευταίων ετών σε θέατρο και κινηματογράφο, όπως οι ταινίες που έχει γυρίσει ο Γιώργος Λάνθιμος επί ελληνικού εδάφους, τα αιρετικά έργα της Λένας Κιτσοπούλου, οι επιτυχίες του Νίκου Καραθάνου (Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται, Σιρανό, η περίφημη Γκόλφω, το υπέροχο Δεκαήμερο) και μόλις πρόσφατα ο αμφιλεγόμενος Βυσσινόκηπος στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, που θεωρήθηκε προσωπικό της επίτευγμα.
Tα κοστούμια τα θεωρούσα κομμάτι του σκηνικού. Ενώ όταν αυτονομήθηκαν στο μυαλό μου, τότε τα αγάπησα κι άρχισα να το γλεντάω. Ίσως να φοβόμουν την άμεση επαφή με τους ανθρώπους.
— Με τι θέατρο μεγάλωσες; Τι ταινίες έβλεπες μικρή;
Μεγάλωσα στο Κολωνάκι, αλλά μετακομίσαμε κάποια στιγμή δίπλα στο θέατρο Ιλίσια κι έβλεπα όλες τις παραστάσεις του θιάσου Γαληνέα-Αλεξανδράκη, κυρίως αστικό θέατρο. Όσον αφορά το σινεμά, μεγάλωσα βλέποντας όλες τις Μελωδίες της Ευτυχίας. Και εννοείται ότι είδα πολύ Αλίκη, την οποία λάτρευα!
— Οπότε δεν μεγάλωσες με το όνειρο να γίνεις σκηνογράφος. Πιθανότερο να ονειρευόσουν να γίνεις ηθοποιός.
Ξεκίνησα με σπουδές ζωγραφικής στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη και όταν τέλειωσα, επέστρεψα στην Αθήνα και μπήκα στη δραματική σχολή του Εθνικού. Πάντως, όποτε είχαμε εξετάσεις στη σχολή, εγώ σκηνογραφούσα και ενδυματολογούσα τα πάντα. Αλλά επίσημα δεν το είχα σκεφτεί. Ψαχνόμουνα, πότε για ηθοποιός, πότε για εικαστικός.
— Δεν σκάλωνε το μάτι σου στα σκηνικά ή στα κοστούμια όταν έβλεπες παραστάσεις;
Σκάλωνε, αλλά δεν ταυτιζόμουνα, παρόλο που ο Διονύσης Φωτόπουλος, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη, μου το έλεγε: «Εσένα σκηνογράφο σε βλέπω». Στο τέλος, με βούτηξε η δουλειά και πρέπει να σου ομολογήσω ότι αυτή την τέχνη την έμαθα μέσα από τη δουλειά.
— Εννοείς στο Αμόρε, εκεί μέσα έμαθες σκηνογραφία;
Εκεί μέσα, ναι. Με εξαίρεση δύο-τρεις φορές που δούλεψα με τον Χουβαρδά και μερικούς άλλους, δούλευα αποκλειστικά με τον Μοσχόπουλο, που ήταν κι εκείνος που μου ζήτησε να κάνω το πρώτο μου σκηνικό στον Τεχνοχώρο, τη Βενετσιάνα. Με τον Θωμά μεγαλώσαμε μαζί θεατρικά στο Αμόρε, ήταν για μας θέατρο-σχολείο. Επειδή ήταν low budget –κάτι που δεν θα το λέγαμε σήμερα–, ήταν πολύ ωραίο γιατί έβαζες το μυαλό σου να σκεφτεί λύσεις. Φέρναμε πράγματα από τα σπίτια μας, γινόταν της τρελής. Ένιωθες ότι γινόταν κάτι ομαδικό, ήμασταν όλοι νέοι, κεφάτοι, υπήρχε μια δικαιοσύνη...
— Πώς τη θυμάσαι την εποχή εκείνη;
Υπήρχε ομαδικότητα, μια κολεκτίβα, ένιωθα ελεύθερη ως προς το ιδεολογικό κομμάτι. Αισθανόμουν ότι ήμουν στην πρώτη γραμμή και μου άρεσε αυτό, ότι ο κόσμος ανταποκρινόταν, ότι υπήρχε ένα ρεύμα. Θα μου άρεσε να συνεχιζόταν κάποια χρόνια ακόμα. Ήταν θεραπευτικό για μένα, σαν μια οικογένεια θεατρική. Ένιωθα καλά.
— Με ποιον τρόπο υποκατέστησες τα γνωστικά σου σκηνογραφικά «κενά»;
Με φοβερή παρατήρηση, άπειρα βιβλία, πολλή παρέα με τον Διονύση Φωτόπουλο, που είναι μια αδιανόητη μηχανή σκηνογραφίας. Παρατηρώντας τον στην καθημερινότητά του, δεν γινόταν να μην περάσουν πράγματα μέσα σου. Θυμάμαι τον τρόπο που δούλευε τη Σαλώμη του Μαυρίκιου και πώς έπλαθε το κοστούμι της Λυδίας Φωτοπούλου μαζί με τον Γκι Ματίς, που έκανε ειδικές κατασκευές. Έπαιζε ο Καραθάνος και πήγαινα και χάζευα τις πρόβες, έτσι μου περνάγανε υποσυνείδητα πράγματα. Επίσης, δεν είχα πρόβλημα να ρωτάω τους τεχνικούς – ρωτάω ακόμα και τώρα, άμα δεν ξέρω κάτι. Δεν μπορείς να τα ξέρεις όλα. Ας πούμε, ρωτάω τους τεχνικούς διευθυντές και τον κατασκευαστή: «Θέλω να κάνω αυτό, ξέρω ότι είναι τρελό, αλλά εγώ έχω σκεφτεί αυτό τον τρόπο. Γίνεται; Υπάρχει άλλος τρόπος; Ας τον συζητήσουμε». Έβαζα από τότε το μυαλό μου να δουλεύει απενοχοποιημένα, έξω από σκηνογραφικούς κανόνες.
— Το Αμόρε δεν είχε «κανόνες», έτσι κι αλλιώς.
Δεν είχε, και ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων κι αυτό ήταν πολύ καλό για να μάθεις. Είχαμε γίνει εφευρέτες.
— Τι επιρροές είχες;
Δεν μπορώ να πω ότι είχα συγκεκριμένες. Μου αρέσει ο Κουντέλκα, μου αρέσει ο Γιόζεφ Μπόιζ, αλλά μπορώ να εκτιμήσω εξίσου έναν μπαρόκ καλλιτέχνη. Με έλκουν διαφορετικά πράγματα. Στο Αμόρε περάσαμε μια μεγάλη περίοδο του λεγόμενου μίνιμαλ. Κάποια στιγμή το ξεπεράσαμε – και καλά κάναμε. Νομίζω ότι με έχει επηρεάσει πάρα πολύ ο θείος μου, ο Σάββας Κονταράτος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στην Καλών Τεχνών. Όταν ήμουν μικρή, παρακολουθούσα τη δουλειά του και μιλούσαμε πάρα πολύ για την αρχιτεκτονική. Γι' αυτό έχω μια μανία με τον χώρο.
— Δεν έχεις επηρεαστεί από κάποιον σκηνογράφο;
Όχι, παρόλο που έχω θαυμάσει πολλούς. Έχω γονατίσει μπροστά στον Κολτάι, που τον έχω γνωρίσει κιόλας, έχω γονατίσει μπροστά στον Σβόμποντα, έχω δει πράγματα στην Quadriennale που είπα, «Θεέ μου, τι μαγικά πράγματα είναι αυτά». Θεωρώ ότι ο Στέφανος Λαζαρίδης ήταν ένας αριστουργηματικός σκηνογράφος, και άνθρωπος, και πιστεύω ότι η Ελλάδα έκανε ένα μεγάλο λάθος που του φέρθηκε όπως του φέρθηκε. Πιστεύω ότι έχουμε πάρα πολύ καλούς εικαστικούς και πάρα πολύ καλούς σκηνογράφους. Ταλεντάρες!
— Έχουμε πάρα πολύ θέατρο.
Πολύ καλό θέατρο.
— Οι καλύτερες παραστάσεις σου στο Αμόρε;
Το Closer και το Mainstream, και τα δυο με τον Μοσχόπουλο.
— Δεν εξόκειλες προς θεάματα εκτός ρεπερτορίου.
Μπουζούκια δεν έχω κάνει. Μέχρι Αρβανιτάκη έφτασα. Αλλά δεν μας πηγαίνουν όλα τα πράγματα. Έκανα ένα βιντεοκλίπ με τον Πλούταρχο και τον Χρήστο Δήμα, και δυσκολεύτηκα. Είναι πράγματα που σου πάνε και άλλα που δεν σου πάνε.
— Τα πρώτα χρόνια η σχέση σου με το κοστούμι επισκιαζόταν από τα σκηνικά.
Στη Διπλή Απιστία του Μαριβώ έκανα τα πρώτα μου πολύ ωραία κοστούμια, που παρέπεμπαν στις δεκαετίες του '50 και του '60. Τα πρώτα μου εποχής ήταν στο ΚΘΒΕ με τον Θωμά για τον Βυσσινόκηπο. Αλλά τότε υπήρχαν λεφτά, ράψαμε για όλες τις πράξεις.
Αν αγαπάς κάτι πολύ και το φροντίσεις, τα καταφέρνεις. Είναι σαν τα λουλούδια. Δεν σου μαθαίνει το βιβλίο της κηπουρικής πώς να τα φροντίζεις, μαθαίνεις άμα πάρεις δυο γλαστρούλες και αρχίσεις να ασχολείσαι. Έτσι είναι και το κοστούμι. Είναι κάτι που φοριέται από τον άνθρωπο, κάτι οργανικό.
— Στο Αμόρε τα κοστούμια σου έμοιαζαν μέρος της σκηνογραφίας, ταμπλό βιβάν.
Άργησα να το αγαπήσω το κοστούμι κι έτσι άρχισε να ζωντανεύει σιγά-σιγά. Τώρα το αγαπώ πολύ. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό που λες και δεν το είχα συνειδητοποιήσει, πάντα έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που διαφοροποιούσε τα πράγματα. Όντως τα κοστούμια τα θεωρούσα κομμάτι του σκηνικού. Ενώ όταν αυτονομήθηκαν στο μυαλό μου, τότε τα αγάπησα κι άρχισα να το γλεντάω. Ίσως να φοβόμουν την άμεση επαφή με τους ανθρώπους. Νομίζω ότι με αυτό που μου είπες μου ξεκλειδώνεις πράγματα. Θυμάμαι ότι παρατηρούσα την εικόνα και τα έβλεπα όλα μαζί – σκηνικό και κοστούμια ένα πράγμα.
— Τι πρέπει να περιγράφει ένα κοστούμι;
Εξαρτάται πάρα πολύ από τον σκηνοθέτη. Εκτός από το έργο, που είναι ένα βασικό πράγμα, πρέπει να περιγράφει αυτό που θέλει να πει ο σκηνοθέτης. Τι θέλει, ας πούμε, να πει ο Καραθάνος με το έργο, τι ονειρεύεται, ποιος είναι αυτός που θα το φορέσει, πως θα νιώσει το ύφασμα που θα τον αγκαλιάσει, θα τον βοηθήσει στον ρόλο του; Θα βοηθήσει τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη να νιώσει Λιούμπα ή θα την καταστρέψω;
— Τι γίνεται όταν δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα;
Πάντα εφευρίσκεις κάτι, πάντα μπορείς να κάνεις ένα ωραίο κοστούμι. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν λεφτά, σώνει και καλά. Αν και όταν υπάρχουν, είναι μια ευτυχής συγκυρία. Αν αγαπάς κάτι πολύ και το φροντίσεις, τα καταφέρνεις. Είναι σαν τα λουλούδια. Δεν σου μαθαίνει το βιβλίο της κηπουρικής πώς να τα φροντίζεις, μαθαίνεις άμα πάρεις δυο γλαστρούλες και αρχίσεις να ασχολείσαι. Έτσι είναι και το κοστούμι. Είναι κάτι που φοριέται από τον άνθρωπο, κάτι οργανικό.
— Τι κοινό έχουν ο Μοσχόπουλος, ο Λάνθιμος και ο Καραθάνος;
Είναι όλοι τους παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν, πολύ μορφωμένα. Ξεχωρίζω τον Νίκο γιατί έχει αυτό το πολύ «ζησμένο», τα μονοπάτια μέσα του, ένα πιο φανερό συναίσθημα. Οι άλλοι δύο αγγίζουν τον καλλιτεχνικό αυτισμό. Δυνατές κι εκρηκτικές προσωπικότητες. Και ο Νίκος είναι εκρηκτική προσωπικότητα. Πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος, πολύ μεταφυσικός.
— Θεωρώ ότι με τις παραστάσεις του Καραθάνου έχεις αγγίξει ένα καλλιτεχνικό κρεσέντο.
Βιώνω μεγάλη ταύτιση μαζί του, σαν να είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία. Μου δίνει πνευματική τροφή.
— Συνεργάζεσαι και με τη Λένα Κιτσοπούλου.
Εκτός από το τελευταίο της, τα έχω κάνει όλα της Λένας. Είναι απόλυτη και οφείλω να το σεβαστώ αυτό. Είναι πολύ ξεκάθαρη σε αυτό που θέλει.
— Ακόμα θυμάμαι τις πολύχρωμες κουβέρτες του Σιρανό στο Εθνικό.
Θέλαμε μέσα σε ένα λεπτό να μετατρέψουμε την άδεια σκηνή σε κήπο. Κι επειδή τον Σιρανό τον είχα κάνει σαν ένα «μετα-τσιγγάνο», τους μοίρασα κουβέρτες με τεράστια λουλούδια, αυτές τις αδιανόητες κουβέρτες της Ευριπίδου. Περνούσα από εκεί μια μέρα και τις είχαν βγάλει όλες έξω στον δρόμο. Είπα, αυτό είναι!
— Έχεις μια εξήγηση για το σκηνικό του Βυσσινόκηπου;
Έχει αναφορές στα υπόσκαφα της Σαντορίνης. Ταυτόχρονα, ήταν η ποντικότρυπα του Μίκυ – σε μια άλλη διάσταση.
— Εμένα μου θύμισε τη σκοτεινιά των εσωτερικών στους πίνακες του Εντουάρ Βιγιάρ...
Ήταν ένα τοπίο ψυχής για τον Νίκο.
— Έχεις κάνει και έναν Μολιέρο με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ο περφεξιονισμός του σε έφτασε στα όριά σου;
Με έφερε σε στιγμιαίες δυσκολίες, που επειδή τις αντιμετώπιζα με χιούμορ, είχαμε πολύ καλή χημεία. Δεν μαλώσαμε, γελάσαμε πολύ, με έφτανε στα όριά μου, αλλά του απαντούσα. Νομίζω ότι αν δεν είχα υπάρξει ηθοποιός –που είναι σαν ομάδα ψυχοθεραπείας–, μπορεί κάποια στιγμή να είχα σαλτάρει. Μου έλεγε, «μπορούμε να ανεβάσουμε ένα χιλιοστό το σκηνικό»; Ή πηγαίναμε στους περουκιέρηδες που μετά με έπαιρναν τηλέφωνο και με παρακαλούσανε να πάω μόνη μου την επόμενη φορά. Από την άλλη, μου άνοιγε βιβλία, μου διάβαζε κείμενα, δεν ήθελα να τελειώσει...
— Σε εμπνέει η Αθήνα;
Με εμπνέει από την ανάποδη. Δεν έχω και άλλη επιλογή, είναι μονόδρομος. Δεν μ' αρέσει αναγκαστικά η οδός Αθηνάς και οι πάροδοί της, όπου τρέχουμε όλοι οι σκηνογράφοι σαν τρελοί, αλλά την έχω αγαπήσει. Προτιμώ, βέβαια, την Κηφισιά, η οποία μου θυμίζει τα μαθητικά μου χρόνια, που πηγαίναμε στον Βάρσο. Μου αρέσει περισσότερο η Αθήνα τη νύχτα, η Σταδίου, η Κολοκοτρώνη, το Σύνταγμα.
— Στην Ελλάδα τι σε συγκινεί;
Η θάλασσα. Το άσπρισμα που κάνουν οι γυναίκες στα νησιά, που ενώ δεν έχουν λεφτά, ασπρίζουν τα σπίτια τους – μια περίεργη αξιοπρέπεια που πάει να ροκανιστεί κι ελπίζω να μη συμβεί. Μου αρέσει που ακόμα υπάρχουν αυτοί που αντιστέκονται. Ας πούμε, εκεί που το Εθνικό πέρασε μια άσχημη περίοδο, τώρα επιστρέφει σε κάτι καλό.
— Ζωγραφίζεις ακόμα;
Όχι.
σχόλια