Από το 1975 με τον ''Προμηθέα'' έως το 1978, ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης ασχολήθηκε αποκλειστικά με την τηλεόραση και δεν έκανε ταινία. Ο κινηματογράφος τού έλειπε πολύ, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν, και το Κέντρο δεν χρηματοδοτούσε ακόμα. Έτσι, στα εξωτερικά γυρίσματα ενός σήριαλ, κατάφερε να τελειώσει...17 λεπτά καθαρά σε μια μέρα! Του λέει τότε ο διευθυντής φωτογραφίας, Γιώργος Τσώκος: ''Μ' αυτό το ρυθμό, βγάζεις ταινία μεγάλου μήκους σ' έξι γυρίσματα! Τι περιμένεις;''
Αυτό ήτανε! Βάζει μπροστά τις ''Έξι νύχτες στην Ακρόπολη'' του Σεφέρη και τηλεφωνεί στην κληρονόμο και γυναίκα του ποιητή να της ζητήσει τα δικαιώματα. Η Μαρώ ήταν ανένδοτη: ''Τα δικαιώματα για την έκδοση τα έδωσα στον Γιώργο Σαββίδη, ύστερα από μεγάλη επιμονή του και για λίγα μόνο αντίτυπα. Το έργο αυτό είναι... πρόστυχο και πρέπει ν' αποσυρθεί από την κυκλοφορία!''
Όταν ρώτησαν κάποτε τον δημιουργό της, αν η ταινία είναι αυτοβιογραφική, είπε πως ήταν απλώς αναμνησιακή.
Απογοήτευση! Θυμάται όμως αμέσως ο Φέρρης πως ένα από τα βιβλία που ήθελε να κάνει ταινία, από τα... 18 του χρόνια, ήταν οι ''Λευκές Νύχτες'' του Ντοστογιέφσκι. Τι έξι φεγγάρια λοιπόν, τι δύο! Κι αφού οι Λευκές Νύχτες είχαν ήδη γυριστεί από τον Βισκόντι, τον Μπρεσσόν, τον Πίριεφ κι άλλους πολλούς, αποφάσισε να πάρει... αποστάσεις!
Έτσι, έγραψε το σενάριο σε λίγες μέρες, με τους ήρωες να κυκλοφορούν στην Αυγουστιάτικη κι ερημωμένη Αθήνα αντί για την Αγία Πετρούπολη, και την ηρωϊδα να φαντασιώνεται την Νάστιενκα που (υποτίθεται) είχε διαβάσει στο έργο του Ντοστογιέφσκι.
Η Μυρτώ Παράσχη έβαλε 500.000 δρχ. για τα μετρητά των γυρισμάτων κι η προεργασία έγινε σε χρόνο ρεκόρ. Λίγες μέρες πριν την έναρξη, έπιασε πανικός τον σκηνοθέτη. Δεν είχε λύση στο δράμα και η σχέση έμενε ξεκρέμαστη. Με τη συμβουλή του Παύλου Τάσιου, δίνει το σενάριο στον Γιώργο Σκούρτη, να το ''χτενίσει''. Κράτησε μόνο έναν μονόλογο περί σημειολογίας, αλλά κυρίως την αποφασιστικότητα του ψευτο-βιασμού στο τέλος.
1η Αυγούστου του 1978 άρχισαν τα γυρίσματα. Τον Δεκαπενταύγουστο, ημέρα Κυριακή, από τις 7.00 ως τις 9.00 το πρωϊ, γυρίστηκαν όλες τις σκηνές της άδειας Αθήνας! Και την τρίτη βδομάδα είχαν τελειώσει.
Αρχίζει ο πανικός του μοντάζ. Κανένας δεν πίστευε πως θα προλάβαιναν το Φεστιβάλ! Απανωτά ξενύχτια μέχρι λιποθυμίας, αλλά το προλάβανε! Το ρεκόρ ταχύτητας μιάς παραγωγής είχε σπάσει κανονικά.
Πήραν μέρος η Ηρώ Κυριακάκη, φίλη του Φέρρη από το 1957, ο Δημήτρης Σταύρακας, φίλος του από το 1958, κι ο Νίκος Φρονιμόπουλος, φίλος από τον ''Προμηθέα''. Ο Νίκος Νικολαΐδης τού σύστησε τον Άλκη Παναγιωτίδη κι η Μυρτώ τον Σπύρο Σακκά. Ο Σακκάς με τη σειρά του πρότεινε ως συνθέτη τον Νίκο Κυπουργό, ο οποίος έφερε την «Παπουαλίλη» από τη Λιλιπούπολη. (Παρένθεση: Η Μαριανίνα Κριεζή ξεφώνισε πατώκορφα τον Φέρρη στην ΕΡΤ, γιατί δεν έβαλε το όνομα της στους τίτλους...Δεν είχε ιδέα. Στην ''αποκατάσταση'' πρόσφατα, αντικαταστάθηκε το τραγούδι με τον ''Λοχαγό Κιγιέ'' του Ρίμσκι Κόρσακοφ. Έτσι κι αλλιώς η ταινία ήταν γεμάτη με γνωστά κλασικά μοτίβα). Ο Φέρρης ζήτησε όμως από τον Κυπουργό άλλα τρία κομμάτια, του τά'δωσε, ήταν εξαιρετικά πετυχημένα και τα χρησιμοποίησε.
Το τραγούδι ''Αχ Παπουαλίλη'' των Νίκου Κυπουργού - Μαριανίνας Κριεζή που ακουγόταν στα ''Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο'' (1978) του Κώστα Φέρρη και που δύο χρόνια μετά θα κυκλοφορούσε στο άλμπουμ ''Εδώ Λιλιπούπολη''
Η υπόλοιπη μουσική χρησιμοποιείται στην ταινία με την ιδέα της αντιστικτικής νοηματικής χρήσης, όπως π.χ. για την άδεια Αθήνα, η ''Ποιμενική'' του Μπετόβεν. Είναι ακόμα το ''Κονσέρτο για 2 μαντολίνα'' του Βιβάλντι, που είχε αγαπήσει το 1960 όλη η παρέα, κι ο Αγγελόπουλος το χρησιμοποίησε ως πρότυπο δύο φορές από τότε.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όταν ρώτησαν κάποτε τον δημιουργό της, αν η ταινία είναι αυτοβιογραφική, είπα πως ήταν απλώς αναμνησιακή.
Η ταινία μοιράστηκε το βραβείο Καλύτερης ταινίας, με τον Νίκο Κούνδουρο και τον Τώνη Λυκουρέση. Ήταν όμως η εποχή που ο Ελληνικός Κινηματογράφος δεν έβρισκε αίθουσες.
Έτσι, η έκπληξή ήταν μεγάλη, όταν ένας παλιός φίλος, ο Αντώνης Καρατζόπουλος, τηλεφωνεί του Φέρρη και του λέει: ''Δε ντρέπεσαι λιγάκι; Έκανες ταινία και δε μας τη φέρνεις να την παίξουμε;'' Με τον μακαρίτη τον Ντόντο, την προγραμμάτισαν για τρεις εβδομάδες. Στην αρχή της τρίτης εβδομάδας, κάλεσαν τον σκηνοθέτη στα γραφεία: ''Βγήκαν τα έξοδά σου;'' ''Όχι, χρωστάω ακόμα 80.000'' ''Εντάξει, θα την κρατήσομε άλλη μία εβδομάδα να ξοφλήσεις''!
σχόλια