Ο λοχαγός Άλβινγκ. Ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια, ενθουσιασμό, αστείρευτη δύναμη. Ένα «χαρούμενο παιδί», όπως τον αποκαλεί δεκαετίες αργότερα η ίδια η γυναίκα του, αναγκασμένο από τις περιστάσεις να ζήσει σε μια μικρή πόλη με ανήλιαγα δωμάτια και ευσεβείς κατοίκους.
Ενέργεια ζωής, ερωτική ορμή, λάμψη νεότητας, καταδικασμένες να υποταχθούν στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό, στις μικροαστικές αντιλήψεις, στη θρησκευτική υποκρισία.
Και τι χειρότερο για έναν τέτοιον άνθρωπο από το να στέκεται στο πλευρό του μια γυναίκα που ενσαρκώνει ό,τι εκείνος προσπαθεί να αποφύγει.
Η Έλεν Άλβινγκ παντρεύτηκε από καθήκον, στήριξε τον «άσωτο» άνδρα της από καθήκον, έζησε μια ζωή στεγνή, χωρίς αγάπη, μόνο και μόνο επειδή αυτό της επιβλήθηκε από την οικογένεια, τη θρησκεία, τις κοινωνικές επιταγές και τις αντιλήψεις περί συζυγικής αφοσίωσης.
Όταν για πρώτη και τελευταία φορά αποφάσισε να επαναστατήσει, όταν διέσχισε την καταιγίδα και χτύπησε με μανία την πόρτα του μοναδικού άνδρα που αγάπησε αληθινά, του πάστορα Μάντερς, αυτός της κούνησε σθεναρά το δάχτυλο και την έστειλε πίσω στο καθήκον της.
Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πώς να γεννηθεί ένα υγιές πλάσμα από μιαν άρρωστη και βεβιασμένη ένωση αντιθέτων; Πώς να αναπνεύσει ο γιος των Άλβινγκ μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα υποκρισίας και στέρησης;
Όσο μακριά κι αν έστειλε τον Όσβαλντ η μητέρα του, ελπίζοντας να τον κρατήσει αμόλυντο από τη «διεφθαρμένη» πατρική επιρροή, όσο κι αν πάσχισε να σκεπάσει τις ακολασίες του συζύγου της, τόσο από τον γιο τους όσο και από την κοινωνία ολόκληρη, στάθηκε αδύνατο για την παγιδευμένη γυναίκα να ανατρέψει το βιολογικό και ψυχολογικό πεπρωμένο του παιδιού της.
Οι δυνάμεις που καθορίζουν τη μοίρα των ηρώων, ο αναπόδραστος κλοιός κοινωνικής ασφυξίας, όλη αυτή η σκοτεινιά που μας αποδεκατίζει δεν γίνεται αισθητή στον θεατή σε συγκινησιακό επίπεδο, παρά μόνον σε εγκεφαλικό.
Οι βρικόλακες είναι πανίσχυροι. Μόνο το φως του ήλιου μπορεί να τους νικήσει και στην εστία των Άλβινγκ δεν φτάνει ούτε μία αχτίδα του.
Ο Όσβαλντ κληρονομεί από τον πατέρα του την ορμή για ζωή αλλά και το αντίθετό της, τη θανατηφόρα αρρώστια, που θα βάλει τέλος σε κάθε σχέδιο του νεαρού ζωγράφου να γευτεί ως το μεδούλι την μποέμικη ελευθερία του Παρισιού, όπου ζούσε ως τώρα.
Από την Πόλη του Φωτός θα επιστρέψει ηττημένος στην πόλη του σκότους. Επάνω στο σώμα και στο μυαλό του άτυχου νέου διεξάγεται η πάλη όχι μόνον των μυστικών και των ψεμάτων που κατέστρεψαν την οικογένεια Άλβινγκ αλλά, παράλληλα, μια πολύ παλαιότερη: η πάλη των δύο ασυμβίβαστων κοσμοθεωριών που ενσαρκώνουν οι γονείς του. H πάλη, με άλλα λόγια, ανάμεσα στο φως της δημιουργικής χαράς και στο σκοτάδι της στείρας ευλάβειας.
Η αποκάλυψη της αλήθειας θα έρθει πολύ αργά. Όταν φτάνει στο πατρικό του, ο Όσβαλντ είναι ένας ζωντανός-νεκρός. Η χαρά της ζωής έχει ήδη σβήσει μέσα του. Μετά από ένα εξοντωτικό βράδυ, ο ήλιος ανατέλλει, εκείνος όμως δεν μπορεί να τον δει.
Προτού ακόμη αρχίσει η παράσταση της οδού Φρυνίχου, το ενδιαφέρον του θεατή έχει προκληθεί από το σκηνικό. Εδώ δεν έχουμε τα συνήθη παραφερνάλια του ιψενικού κόσμου, τα βαριά έπιπλα, τις βαριές κουρτίνες και τις λάμπες πετρελαίου που τρεμοσβήνουν ασθενικά.
Η σκηνή ορίζεται περιμετρικά από μεταλλικές κατασκευές που θυμίζουν έντονα προθήκες ενός μουσείου.
Αντικείμενα-σύμβολα καταλαμβάνουν περίοπτη θέση μέσα σε αυτές. Ένα παλιό βιβλίο με χειρόγραφες σημειώσεις, μια πίπα, ένα ξύλινο μουσικό κουτί, μια κρεμάστρα, μια αρχιτεκτονική κάτοψη κι ένας προβολέας ομίχλης συνθέτουν τα «εκθέματα» αυτού του βρικολακιασμένου σπιτιού, στοιχειωμένου από τα κληροδοτήματα του παρελθόντος.
Την εικόνα συμπληρώνουν μια πολυθρόνα αριστερά μας και δεξιά μας δύο μεταλλικά καθίσματα διαγωνίως κολλημένα σ' ένα γυάλινο «τραπέζι» –προθήκη και αυτό– γεμάτο ποτήρια και μπουκάλια, απομεινάρια του μεγάλου πάθους του λοχαγού Άλβινγκ.
Στη γεωμετρικότητα του χώρου υπακούν και οι στυλιζαρισμένες κινήσεις των ηθοποιών, οι οποίοι διαγράφουν πάντοτε ευθείες γραμμές ή γωνίες όταν διασχίζουν τους διαδρόμους ή όταν στρίβουν, αποφεύγοντας ωστόσο την αίσθηση της μηχανικότητας. Ποτέ δεν περιφέρονται άσκοπα και ποτέ δεν χαλαρώνουν. Όπως και η μοίρα τους, είναι όλα αυστηρά προδιαγεγραμμένα, κάθε βήμα και κάθε περιστροφή.
Ως αντίστιξη, σε αυτή την επιτηδευμένη αυστηρότητα εισβάλλει συχνά-πυκνά στο παίξιμό τους μια διάθεση παιχνιδιάρικη.
Τα «κακά» γαλλικά της μωροφιλόδοξης υπηρέτριας (Ιωάννα Κολλιοπούλου), που ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή στο Παρίσι, καθώς και ο τρόπος που περπατάει, σαν πάκμαν, ή φλερτάρει με τον πάστορα προσδίδουν εξαρχής μια κωμική νότα στο εγχείρημα. Μια νότα η οποία θα ξανακουστεί αρκετές φορές ακόμα, ειδικότερα στο τέλος της πρώτης πράξης, όταν θα διεξαχθεί ενώπιόν μας «η φάρσα της τραπεζαρίας», όπως θα χαρακτήριζα τη σκηνή όπου η Έλεν Άλβινγκ και ο πάστορας Μάντερς βλέπουν τους «βρικόλακες» να ζωντανεύουν ενώπιόν τους.
Έχοντας χάσει την ισορροπία τους από το σοκ, οι δυο τους αρχίζουν τότε έναν χορό στραβοπατημάτων και στροβιλισμών που θα τους οδηγήσει σε άτακτη φυγή στο διπλανό δωμάτιο, όπου καταλήγουν στο πάτωμα να μιλούν ψιθυριστά, κρυμμένοι πίσω από την πολυθρόνα.
Ο ελαφρώς νευρωτικός πάστορας του Ακύλλα Καραζήση μοιάζει να ενσαρκώνει έναν διασκεδαστικό, συμπαθή αναχρονισμό: έναν άνθρωπο που κουνάει το δάχτυλο, φιλάει τα πατώματα, λιποθυμά όταν σοκάρεται ή μυξοκλαίει στα γόνατα της Έλεν Άλβινγκ, επαναλαμβάνοντας θλιβερά το όνομα της καταπιεσμένης αγάπης του.
Η Έλεν της Ρένης Πιττακή, από την άλλη, είναι μια απόμακρη, εκλεπτυσμένη γυναίκα, σαγηνευτική και επιβλητική μέσα στο μακρύ σμαραγδί φόρεμά της, σίγουρη για τον εαυτό της, απρόσιτη στον θρόνο της. Η μονότονη εκφορά του λόγου της, όμως, δεν μας ανοίγει σχεδόν καμία πόρτα.
Λόγος πεζός, χωρίς υπόστρωμα εντάσεων, δεν καταφέρνει να μεταδώσει βιώματα ή συναισθήματα, παρά μόνον πληροφορίες στεγνές. Ο περίφημος μονόλογος για τους βρικόλακες δεν αγγίζει καμία χορδή, λες και η ηρωίδα μένει ασυγκίνητη από την οδυνηρή ανασκαφή του παρελθόντος.
Στην Τρίτη Πράξη η φωνή της σπάει, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το αδιανόητο. Γενικότερα, στο τελευταίο μέρος της παράστασης ο τόνος πλέον σοβαρεύει· δεν υπάρχει πια περιθώριο γι' αστεία.
Ο Μιχάλης Σαράντης βάζει τα δυνατά του και στέκεται με την πρέπουσα ευαισθησία απέναντι στον ρόλο του Όσβαλντ, αδυνατεί όμως τελικά να μεταδώσει τη σπαρακτική τραγικότητα του καταδικασμένου ήρωα.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, μένουμε μετέωροι. Οι Βρικόλακες του Δημήτρη Καραντζά ερεθίζουν αισθητικά τον θεατή: τα όμορφα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, τα υπαινικτικά σκηνικά της Κλειώς Μπομπότη, η μέριμνα για την υφολογική ενότητα και συνέπεια της κίνησης (Τάσος Καραχάλιος), τα γοητευτικά ευρήματα, ο Όσβαλντ που κοιμάται στην «κάσα» του, το κάψιμο της κάτοψης και η συνεπακόλουθη μυρωδιά που ηλεκτρίζει την αίθουσα, ο «ήλιος» που ανατέλλει κάνοντας τα ποτήρια ν' αστράφτουν (φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος), το τρεμάμενο περπάτημα της Ρένης Πιττακή προς τον προβολέα που την περιμένει πίσω από τη σκηνή, στο φουαγέ, οδηγώντας το κλείσιμο «έξω» από το θέατρο, σε έναν χώρο άχρονο και διαχρονικό, στην ίδια τη ζωή, όλα αυτά προσφέρουν πραγματική αισθητική απόλαυση στον θεατή.
Δυστυχώς, όμως, ο παλμός των ιδεολογικών, κοινωνικών και ψυχολογικών συγκρούσεων δεν μεταδίδεται. Ο πάστορας παραείναι αμελητέος ως εκπρόσωπος των παντοδύναμων «παλαιών αντιλήψεων που κυβερνούν τον κόσμο» και η Έλεν Άλβινγκ παραείναι ξύλινη ως συνειδητοποιημένη γυναίκα που υπέφερε πολύ στο παρελθόν, αλλά τώρα αντικρίζει πεφωτισμένη την αλήθεια. Ο πόνος της μάχης, τα σημάδια των τύψεων, δεν φανερώνονται.
Οι δυνάμεις που καθορίζουν τη μοίρα των ηρώων, ο αναπόδραστος κλοιός κοινωνικής ασφυξίας, όλη αυτή η σκοτεινιά που μας αποδεκατίζει δεν γίνεται αισθητή στον θεατή σε συγκινησιακό επίπεδο, παρά μόνον σε εγκεφαλικό. Το στυλ, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του εγχειρήματος δηλαδή, είναι σημαντικό, αλλά δεν αρκεί...
Συνεπώς, φεύγουμε υποψιασμένοι από τη μία, διψασμένοι από την άλλη. Βρικόλακες κι εμείς που μένουμε στεγνοί από συναίσθημα.
Info
Χένρικ Ίψεν - Βρικόλακες
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Πρωταγωνιστούν: Ρένη Πιττακή, Ακύλλας Καραζήσης, Μιχάλης Σαράντης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κώστας Μπερικόπουλος
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Πλάκα), Φρυνίχου 14, Πλάκα, 210 3222464
Πέμ.-Σάβ. 21:15, Τετ. 19:00, Κυρ. 20:45
σχόλια