Το παλάτι των Ατρειδών και η καλύβα της Ηλέκτρας συγχωνεύονται ως διά μαγείας στην παράσταση του Ίβο βαν Χόβε. Η αίγλη της Αυλής και η ταπεινότητα της αγροτικής ζωής, το παρελθόν και το παρόν συναντιούνται σε ένα «κουτί»: ένα αρχετυπικό τετράγωνο σπιτάκι χωρίς καμινάδα, σαν παιδική ζωγραφιά, που στέκει αινιγματικό στο κέντρο της σκηνής, δημιουργώντας την εντύπωση πως οδηγεί, όποιον εισέλθει, σε μια άλλη διάσταση.
Πίσω του, οκτώ χρυσαφιά τύμπανα (τέσσερα δεξιά και τέσσερα αριστερά) με ισάριθμους μουσικούς έτοιμους να απελευθερώσουν ένστικτα βίαια, με ήχους δυσοίωνους, απειλητικούς. Τέλος, στο μπροστινό μέρος μια «λίμνη» από λάσπη. Επάνω της θα κυλιστούν σταδιακά όλοι οι ήρωες, εφόσον αυτό είναι το πεπρωμένο τους, η επιστροφή στο σημείο μηδέν, η καταβύθιση στο σκότος του ασυνειδήτου.
Γυρνώντας στα πάτρια εδάφη, το νεαρό πριγκιπόπουλο, ο Ορέστης, καλογυαλισμένος μέσα στο φωτεινό μπλε κοστούμι του, θα λερωθεί ολοένα και περισσότερο από αυτήν τη λάσπη, έως ότου καλυφθεί εξ ολοκλήρου και γίνει ένα μαζί της. Όσο για την Ηλέκτρα, η λάσπη έχει γίνει το δεύτερο δέρμα της, η αρματωσιά του εξευτελισμού της.
Η ένταση της δράσης, ο εντυπωσιασμός, το πνεύμα πειραματισμού, η τόλμη, η ακρότητα, η βία, η έμφαση στην ψυχοπαθολογία των ηρώων, η μείξη των ειδών, η γόνιμη «ασέβεια» προς την παράδοση, ας μην ξεχνάμε, είναι όλα γνωρίσματα του ίδιου του Ευριπίδη.
Η αδικημένη θυγατέρα της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα είναι τώρα εξορισμένη από το παλάτι και νυμφευμένη με έναν αγρότη, επιφορτισμένη με τις χειρότερες αγγαρείες του νοικοκυριού, έχει πλέον μετατραπεί σε αγρίμι. Με τα κοντοκουρεμένα, απεριποίητα μαλλιά της, τα βρόμικα, αγορίστικα ρούχα της, η εξαιρετική ηθοποιός Suliane Brahim είναι μια πριγκίπισσα που έχει απολέσει καθετί πριγκιπικό ή γυναικείο, που χειρονομεί έντονα και μιλάει με πάθος, εξαγριωμένη κι εξαθλιωμένη από τη στέρηση. Η ύπαρξή της φλέγεται από έναν σκοπό, την άσβεστη λαχτάρα για εκδίκηση.
Στεκόμενος απέναντί της, ο άρτι αφιχθείς Ορέστης, ατσαλάκωτος και μυρωδάτος, μοιάζει να έρχεται από άλλον πλανήτη. Το πρόσωπο του ηθοποιού Christophe Montenez λάμπει από ευγένεια, η αύρα του είναι αριστοκρατική. Οι δυο τους διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, κι ας είναι αδέλφια. Το αίμα όμως μιλάει πιο δυνατά από τις λέξεις: η σκηνή της αναγνώρισης θα κορυφωθεί με την ανταλλαγή ενός μακρόσυρτου βλέμματος. Τώρα πια ξέρουν. Τώρα, πια, κανένας δεν μπορεί να τους σταματήσει.
Τον όρκο τους επισφραγίζει ένας συγκινητικός εναγκαλισμός και, στη συνέχεια, ένας τελετουργικός χορός, μια χθόνια τελετή μύησης του νεαρού, αμόλυντου Ορέστη στα μυστικά της βίας. Ο έφηβος πρέπει να αφυπνισθεί, η βούλησή του να πυρακτωθεί. Το φως γίνεται κίτρινο (τους φωτισμούς, όπως και τα σκηνικά, υπογράφει ο σπουδαίος Jan Versweyveld), τα κρουστά δυναμώνουν, οι γυναίκες του Χορού σκάβουν σε φρενήρεις ρυθμούς, μετά υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανό.
Ένας κύκλος σχηματίζεται γύρω από τα δύο αδέλφια, τα κρουστά αφηνιάζουν, δεν αφήνουν αμφιβολία για την εκκωφαντική γιγάντωση του εκδικητικού σχεδίου στη συνείδηση των ηρώων. Ο Ορέστης αποχωρεί, κι όταν επιστρέφει το πρόσωπό του έχει βαφτεί κόκκινο. Σέρνει το πτώμα του Αίγισθου, το εναποθέτει στα πόδια της αδερφής του. Εκείνη δεν μπορεί να συγκρατηθεί: μιλάει γεμάτη οργή στον νεκρό, του πατάει το κεφάλι, τον κλοτσάει, τον καβαλάει και του κατεβάζει το παντελόνι, επιτελώντας πράξεις ακραίας αγριότητας στο σώμα του.
Η γεύση του αίματος είναι γλυκιά, αλλά η δίψα αυξάνεται. Λίγο αργότερα, η Κλυταιμνήστρα (η τόσο ευάλωτη Elsa Lepoivre) θα συρθεί κι αυτή σφαγιασμένη μέσα στη λάσπη. Ο Ορέστης χαϊδεύει το άψυχο σώμα, γραπώνει το στήθος που τον έθρεψε. Δεν υπάρχει επιστροφή: Έχει γίνει κι αυτός ένα αγρίμι, όπως η αδελφή του.
«Αποκάλυψη τώρα»
Η έναρξη του δεύτερου έργου, του «Ορέστη», γίνεται αβίαστα, χωρίς ούτε μία παύση. Έχουν περάσει έξι μόλις ημέρες από τη φριχτή μητροκτονία. Ο Ορέστης αναδύεται από τα έγκατα της γης αγνώριστος, σαν ήρωας του Κόπολα που ξεπροβάλλει από τους βάλτους του Βιετνάμ στο «Αποκάλυψη τώρα». Τα λογικά του έχουν σαλέψει. Ο Χορός τον συγκρατεί. Έχει παραισθήσεις; Δεν είναι η Κλυταιμνήστρα η ξανθιά αυτή γυναίκα που ορθώνει μπροστά του το βασιλικό της ανάστημα; Πρέπει να την εξοντώσει κι αυτήν. Πρέπει να εξοντώσει όλες τις μοιχαλίδες μητέρες για να ολοκληρωθεί η αποστολή του.
Στριμωγμένος στο κλουβί της παράνοιάς του, γαντζώνεται πάνω στον Μενέλαο, αναζητώντας μάταια έναν πατέρα. Ο καιροσκόπος Μενέλαος –o ηθοποιός Denis Podalydès παραπέμπει σε σκληρό γραφειοκράτη– δεν ανταποκρίνεται. Το βλέμμα του καρφώνεται σε μια γυναικεία γόβα που προεξέχει στη λάσπη. Σαν εγκαταλελειμμένα παιδιά που ξέχασαν να περάσουν να τα πάρουν από το σχολείο, ο Ορέστης κι ο αδερφικός του φίλος Πυλάδης κάθονται δίπλα δίπλα, στο χώμα. Ο Φρύγας σκλάβος, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από το ξύλο, φέρνει τα άσχημα νέα από τη συνέλευση του Άργους. Οι γυναίκες του Χορού τον κλοτσούν.
Ένας Απόλλωνας με νεγκλιζέ (Gaël Kalimindi) ανεβαίνει στη σκηνή πηδώντας ξαφνικά από την πλατεία. Οι δύο κόσμοι, ο δικός μας και ο δικός τους, ενώνονται. Θα υπακούσουν οι νέοι –σκαρφαλωμένοι τώρα στην οροφή του παλατιού– στις εντολές του «θεού»; Καπνός γεμίζει τη σκηνή... Ο Ορέστης απλώνει το χέρι του, τεντώνει τον δείκτη σαν τον Αδάμ που λαχταρά να αγγίξει τον Θεό στην απεικόνιση της Καπέλα Σιξτίνα. Η επαφή δεν επιτυγχάνεται όμως. Τα τύμπανα σείονται πάλι, το μαχαίρι υψώνεται, το χέρι παγώνει. Το τέλος μένει ανοιχτό...
Χωρίς ανάσα
Μπορεί μια παράσταση να είναι ακραία και ταυτόχρονα «κανονική»; Να περιλαμβάνει σκηνές ανατριχιαστικές, σκηνές splatter και ταυτόχρονα να επενδύει στη δύναμη του ποιητικού λόγου και στην ανεπιτήδευτη ωριμότητα των ηθοποιών που απαρτίζουν το δυναμικό του πρώτου θεάτρου της Γαλλίας;
Ο εξηντάχρονος Ίβο βαν Χόβε, ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του καιρού μας, επιτυγχάνει ακριβώς αυτήν τη θαυμαστή ισορροπία στην τέταρτη ενασχόλησή του με την αρχαία ελληνική τραγωδία. Έχει ανεβάσει δύο φορές τις «Βάκχες», ένα δίπτυχο «Αίας / Αντιγόνη» και, πιο πρόσφατα, την «Αντιγόνη» με τη Ζιλιέτ Μπινός, το 2014, ενώ έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό το 2015, όταν παρουσίασε επί σκηνής το κύκνειο άσμα του Ντέιβιντ Μπάουι, το μιούζικαλ «Lazarus». Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε πέρσι το καλοκαίρι, όταν το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξένησε το εξαιρετικό δίπτυχο Μπέργκμαν με τα έργα «Μετά την πρόβα / Περσόνα».
«Στην πρώτη επίσημη παρουσίαση που μας έκανε ο Ίβο», μας εξηγεί μετά την παράσταση η Suliane, «ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελε να πάρει την "Ηλέκτρα" και τον "Ορέστη" και να δημιουργήσει ένα τρίτο κείμενο, που δεν υπήρχε». Η ιδέα αποδείχθηκε ευφυής και απολύτως πειστική, ακόμη κι αν χρειάστηκε να πραγματοιηθούν γενναίες περικοπές για την υλοποίησή της (η παράσταση διαρκεί λιγότερο από δύο ώρες). Η αφαίρεση των χορικών ήταν η μεγαλύτερη «θυσία» που έγινε στο πλαίσιο αυτό. Παρ' όλα αυτά, ο Χορός συμμετέχει στη δράση με τρόπο έντονο και ουσιαστικό από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Όλα όσα διαδραματίζονται τον αφορούν στο έπακρο, ενώ τα μέλη του είναι αυτά που προετοιμάζουν τους δύο νέους να εγκαινιάσουν τον νέο κύκλο αίματος και εκδίκησης (ανατριχιαστική ως Kορυφαία του Χορού η Claude Mathieu).
Όπως επισήμανε ο ίδιος ο σκηνοθέτης στη διάρκεια σύντομης συζήτησης που είχαμε μαζί του μετά το τέλος της παράστασης, ένας από τους λόγους που επέλεξε να συνεργαστεί εδώ με τον φημισμένο Βέλγο χορογράφο Βιμ Βαντεκέιμπους ήταν ότι ο τελευταίος «ξέρει πώς να δουλεύει με μη-χορευτές, εφόσον όλοι οι ηθοποιοί του Χορού είναι μη-χορευτές». Το αποτέλεσμα διαπνέει ένας πρωτόγονος παλμός και μια οργιαστική, γήινη διάθεση που φέρει κάτι από «Βάκχες» (επισήμανση με την οποία γέλασε ελαφρώς ο Βαν Χόβε, λέγοντας «Α! Αυτό είναι ένα έργο που πρέπει να το κάνει κανείς νέος»).
Η περικοπή των χορικών, όμως, έχει μια σημαντικότερη επίδραση: δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα. Δεν του επιτρέπει να βρει καταφύγιο πουθενά. Τα επεισόδια διαδέχονται αμείλικτα το ένα το άλλο, η σπειροειδής καταβύθιση στον πυρήνα της βαρβαρότητας που πυροδοτεί το έργο εκτυλίσσεται σε ρυθμούς καταιγιστικούς. Προσοχή όμως: όσο απλό κι αν ακούγεται αυτό (κόβω τα χορικά, άρα επιτείνω τη δράση), στην περίπτωση του Βαν Χόβε λειτουργεί καίρια, επειδή είναι ένας σκεπτόμενος σκηνοθέτης και κορυφαίος δεξιοτέχνης του θεάτρου.
Κι αν χτίζει ένα ψυχολογικό θρίλερ με αρχαίο υλικό, κι αν εισάγει σκηνές ανατριχιαστικής βίας, κι αν βλέπει τους ήρωες ως αποξενωμένους, αποπροσανατολισμένους νέους της εποχής μας, γνωρίζει ταυτόχρονα πώς να συναρμολογήσει ένα καθόλα στέρεο οικοδόμημα που σέβεται την υπόσταση του λόγου, την αφηγηματική αναγκαιότητα, τη συμβολική σημασία κάθε αντικειμένου, κοστουμιού ή χειρονομίας. Έτσι, έχουμε μπροστά μας μια αληθινά σύγχρονη πρόταση επάνω στο αρχαίο δράμα. Η ένταση της δράσης, ο εντυπωσιασμός, το πνεύμα πειραματισμού, η τόλμη, η ακρότητα, η βία, η έμφαση στην ψυχοπαθολογία των ηρώων, η μείξη των ειδών, η γόνιμη «ασέβεια» προς την παράδοση, ας μην ξεχνάμε, είναι όλα γνωρίσματα του ίδιου του Ευριπίδη.
Αυτός δεν είναι, άλλωστε, ο αρχαίος συγγραφέας που πήρε την Ηλέκτρα και την έβαλε, βρομερή κι εμμονική, σε μια καλύβα; Αυτός δεν είναι που στέρησε από τον Ορέστη την εκδίκαση της υπόθεσής του στον Άρειο Πάγο και τον μετέτρεψε σε απεγνωσμένο «τρομοκράτη» που βάζει φωτιά στην ίδια τη μήτρα του μύθου του, τον οίκο των Ατρειδών; (Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο τίτλος της κριτικής των «New York Times»: «Forget "Game of Thrones". No one does violence like Euripides»).
Πιάνοντας, συνεπώς, το νήμα είκοσι πέντε αιώνες μετά, ο Βέλγος Βαν Χόβε το οδηγεί στη φυσική του προέκταση. Το χάος που απειλεί να διαρρήξει τον πυρήνα, ο φόβος και ο τρόμος μιας επερχόμενης σκοτοδίνης, υπαρξιακής και κοινωνικής, η προοπτική απώλειας κάθε φραγμού που ο πολιτισμός επινόησε προκειμένου να εμποδίσει την παλινδρόμησή μας στο σύμπαν των ενστίκτων, ενσαρκώνονται σκηνικά με όρους απόλυτα θεατρικούς και οικείους από διάφορες περιοχές της κουλτούρας μας: μια χθόνια τελετή μύησης, η γκραν γκινιόλ «συνομιλία» της Ηλέκτρας με ένα πτώμα, ο φροϋδικός συμβολισμός και η απώλεια του φαλλού, η χολιγουντιανή είσοδος της Κλυταιμνήστρας, η γκέι αισθητική του Απόλλωνα, ήχοι ακουστικοί και ηλεκτρονικοί, κοστούμια εμπνευσμένα από τη «Μήδεια» του Παζολίνι (για τον «κόσμο των ισχυρών») και από τον «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι (για τον «κόσμο των αποκλεισμένων», όπως το θέτει η ενδυματολόγος An D' Huys).
O Βαν Χόβε δεν είναι ρηξικέλευθος με την έννοια ότι κάνει κάτι εντελώς πρωτοφανές – εξαιρώντας, ίσως, από αυτή την άποψη, τη δραματουργική επεξεργασία ή/και τη σύνθεση των κειμένων που επιλέγει. Ο τρόπος, όμως, που συνδυάζει τα υλικά του, ο τρόπος που υφαίνει τον ιστό των αναφορών του, η ικανότητά του να εισβάλλει στον πυρήνα των κειμένων και να απελευθερώνει τη ζωτική ενέργειά τους στο σήμερα κινητοποιούν τους θεατές των παραστάσεών του ώστε να ερωτευτούν ξανά το κλασικό και να το βιώσουν ως απόλυτα σύγχρονο.
Οι απαρχές της βίας
Μέσα στο πρόγραμμα της παράστασης περιλαμβάνεται ένα δοκίμιο με τίτλο «Le puzzle de la radicalization» («Το παζλ της ριζοσπαστικοποίησης»), όπου αναλύονται οι παράγοντες (οικονομικός αποκλεισμός, πολιτιστική αποξένωση, αίσθημα θυματοποίησης, απώλεια ή κρίση ταυτότητας κ.ο.κ.) που μπορούν να οδηγήσουν έναν νέο στον εξτρεμισμό και κατ' επέκταση στην τρομοκρατία. Θα μπορούσε, πράγματι, να υποστηρίξει κανείς, διαβάζοντας με σημερινούς όρους το κείμενο, ότι οι τρεις κεντρικοί ήρωες του «Ορέστη», η Ηλέκτρα, ο αδελφός της και ο Πυλάδης –περιθωριοποιημένοι από την κοινωνία του Άργους, στιγματισμένοι ως φονιάδες, πανικόβλητοι, ανήμποροι να ξεχωρίσουν το σωστό από το λάθος, χωρίς γονείς να τους προστατέψουν ή να τους καθοδηγήσουν–, εκτροχιάζονται ηθικά και οδηγούνται εν τέλει στον εξτρεμισμό.
Αν υπάρχει αυτή η υπόνοια στην παράσταση, είναι αδιόρατη (σύμφωνα με τη Suliane, ο εν λόγω παραλληλισμός αναφέρθηκε μία φορά κατά τη διάρκεια των δοκιμών από τον σκηνοθέτη και ποτέ ξανά). Ο Βαν Χόβε μιλάει για το τώρα, αλλά ταυτόχρονα τον ενδιαφέρει η ευρύτερη εικόνα − οι απαρχές της βίας και όχι μόνον η σύγχρονη έκφανσή της. Σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου απαντά: «Η βία συνιστά κομμάτι κάθε ανθρώπινου όντος: το κακό βρίσκεται μέσα μας. Η βία είναι η παρόρμηση να καταστρέψουμε τον άλλον, εκείνον που δεν είναι σαν εμάς. Ο άλλος είναι ο εχθρός».
Άνθρωποι βυθισμένοι στη λάσπη, καλυμμένοι από αίμα, λαχταρούν να προσδώσουν νόημα στη ζωή τους διαμέσου των πιο αρχετυπικών εγκλημάτων. Αυτό το ακραίο «πέρασμα στην πράξη» (για να θυμηθούμε τον Λακάν) στοχεύει στην καρδιά του είναι.¹ Εκεί ακριβώς όπου μας μεταφέρει η παράσταση του Ίβο βαν Χόβε.
1. Ζακ-Αλέν Μιλέρ, «Παρατηρήσεις για την έννοια του περάσματος στην πράξη στη διδασκαλία του Ζακ Λακάν»
Info
Comédie-Française - Ίβο βαν Χόβε
Ηλέκτρα / Ορέστης του Ευριπίδη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
26-27/7, 21:00