Συχνά-πυκνά ψάχνω αν υπάρχουν νεότερα σχετικά με την τηλεοπτική μεταφορά του «Λίγη Ζωή» που είχε ανακοινωθεί το 2016 ή κάποια σχέδια για ενδεχόμενη κινηματογραφική ταινία, αλλά όλα δείχνουν να έχουν κολλήσει. Δεν είχα πάρει χαμπάρι όμως ότι πριν από μερικούς μήνες ο Ίβο βαν Χόβε είχε αναλάβει τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου.
Η ενημέρωση έγινε από την ίδια τη Χάνια Γιαναγκιχάρα στην επίσκεψή της στην Αθήνα, τον περασμένο Ιούνιο, στο πλαίσιο της σειράς συζητήσεων «Λέξεις και Σκέψεις» που διοργανώνει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Εξήγησε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι μια τηλεοπτική/κινηματογραφική μεταφορά μάλλον θα καθυστερήσει, γιατί θέλει να έχει η ίδια τον δημιουργικό έλεγχο του αποτελέσματος.
Όμως η θεατρική παράσταση ήταν ήδη γεγονός και θα παρουσιαζόταν τον Σεπτέμβριο σε Άμστερνταμ και Αμβέρσα από το Toneelgroep Amsterdam, τη θεατρική ομάδα του βαν Χόβε (που πλέον ονομάζεται International Theater Amsterdam), για λίγες μόνο βραδιές –στην παράδοση του αυστηρά εναλλασσόμενου ρεπερτορίου των μεγάλων ευρωπαϊκών θεατρικών ιδρυμάτων–, με μερικές ακόμα επαναλήψεις τον Απρίλιο του 2019.
Ο πυρήνας / κέντρο της σκηνής είναι άδειος, με μια τεράστια κόκκινη κηλίδα να καταλαμβάνει το δάπεδο, σαν πίνακας του Ρόθκο, και υπάρχει μόνο ένας νιπτήρας στη μέση. Εκεί που γίνεται το κακό κάθε φορά.
Σκηνοθετημένη από τον καλύτερο. Ο τρομερός Βέλγος Ίβο βαν Χόβε, που επισκέφθηκε τη χώρα μας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Αθηνών, ανοίγοντας τη διοργάνωση του 2018 με το δίπτυχο «Μετά την Πρόβα / Περσόνα», όπου διασκεύασε δύο ταινίες του Μπέργκμαν σε μία παράσταση, θεωρείται από τους κορυφαίους αυτή τη στιγμή θεατρικούς σκηνοθέτες της Ευρώπης. (Παρεμπιπτόντως, ένα από τα άμεσα προσεχή σχέδιά του είναι η αναβίωση του «Όλα για την Εύα» στο West End του Λονδίνου, με πρωταγωνίστριες την Τζίλιαν Άντερσον των «X-Files» και τη Λίλι Τζέιμς του πρόσφατου σίκουελ του «Mamma Mia»).
Ο βαν Χόβε, περιβόητος για τις μαραθώνιες σε διάρκεια δουλειές του, ανέλαβε λοιπόν να σκηνοθετήσει το «μεγάλο queer μυθιστόρημα του καιρού μας», σύμφωνα με τον Γκαρθ Γκρίνγουελ, αυτό το βασανιστικό χρονικό των 900 σελίδων που βρέθηκε ξαφνικά, την τελευταία τετραετία, στα στόματα όλων, λατρεύτηκε (και μισήθηκε) με τόσο πάθος, όσο λίγα την τελευταία δεκαετία, ανάγοντας σε σταρ τη συγγραφέα του.
Πώς θα κατάφερνε να διαχειριστεί την ασύλληπτη βία του, τις μεγάλες χρονικές μεταπηδήσεις, τα θέματα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, της αυτοχειρίας, της αυτοκαταστροφής και αυτοτιμωρίας, μεταφέροντάς τα στη σκηνή και μένοντας πιστός στο πνεύμα της δημιουργού του;
«Ποτέ δεν με νοιάζει η βία. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι, δεν φοβάμαι τις ακρότητες. Το θέατρο είναι εκεί για να εκπροσωπεί την πραγματικότητα. Νομίζω ότι αυτή είναι η λειτουργία της τέχνης» δήλωνε πρόσφατα στους New York Times, με αφορμή την παράσταση.
Το ίδιο βράδυ είχα κλείσει εισιτήρια για Άμστερνταμ – ευτυχώς υπήρχαν ακόμα διαθέσιμες θέσεις στη μία και μοναδική παράσταση που θα είχε αγγλικούς υπέρτιτλους, καθώς όλο το έργο είναι στα ολλανδικά.
Βλέποντας λοιπόν το «Een Klein Leven» στην υπέροχη, υπερσύγχρονη αίθουσα του Stadsschouwburg, ξαναέζησα όλη την ιστορία επί τεσσερισήμισι περίπου ώρες που διήρκεσε η παράσταση-μαμούθ. Όταν ένα έργο τέχνης έχει συνδεθεί με τους δακρυγόνους αδένες σου, κάθε φορά που έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό, εκείνοι λειτουργούν με έναν παράδοξο αυτοματισμό. Η «Λίγη Ζωή» σημαίνει πολλά για μένα. Τη διάβασα στο τέλος του 2016, όταν μόλις είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη. Δώρο του Β. για τα Χριστούγεννα, εκείνος το είχε ήδη τελειώσει και χρειαζόταν να το συζητήσει με κάποιον.
Αυτό είναι το βασικότατο ίσως χαρακτηριστικό του βιβλίου: μόλις ολοκληρώσεις την ανάγνωση, δεν μπορείς να το αφήσεις πίσω σου, έχεις την ανάγκη να το μοιραστείς με τους αγαπημένους σου, να μιλήσεις γι' αυτό. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευσυγκίνητο, όμως σίγουρα δεν έχω κλάψει περισσότερο με βιβλίο, ταινία ή μουσική. Έκτοτε, το έχω κάνει δώρο ή το έχω προτείνει σε αρκετό κόσμο που θα ήθελα να βιώσει την εμπειρία (πάντα με μια υποψία σαδιστικής διάθεσης), επιμένοντας ωστόσο πως πρέπει να βρίσκεσαι σε μια σχετικά καλή περίοδο της ζωής σου για να το αντέξεις, ειδάλλως μπορεί να σε καταβάλει με τον χειρότερο τρόπο, «να σε ρουφήξει και να πάρει τον έλεγχο», όπως αναφερόταν στην κριτική του New Yorker.
(Ακολουθούν spoilers από την πλοκή). Δεν θα μπορούσαν o βαν Χόβε και ο Koen Tachelet που ανέλαβε τη θεατρική διασκευή να προσεγγίσουν με μεγαλύτερο σεβασμό το λογοτεχνικό υλικό – και ομολογώ πως ήμουν αρκετά προκατειλημμένος και έτοιμος να αντιδράσω, ειδικά γνωρίζοντας από πριν πως οι τρεις κακοί της ιστορίας, ο πατέρας Λουκ, ο Κέιλεμπ και ο δρ. Τρέιλορ έχουν συμπυκνωθεί σε μία μορφή που την υποδύεται ο ίδιος ηθοποιός, ο επιβλητικός Hans Kesting – νεοτερισμός στον οποίο είχε δώσει τις ευλογίες της η ίδια η Γιαναγκιχάρα στη Στέγη, χαρακτηρίζοντάς τον «ενδιαφέροντα».
Κι όμως, ακόμα κι αυτή η επιλογή του βαν Χόβε λειτουργεί, καθώς πρακτικά αποτελεί μια από τις ελάχιστες παρεμβάσεις που έχει κάνει στο πρωτότυπο υλικό.
Η δεύτερη επίσης πανέξυπνη δική του πρωτοβουλία είναι η πλήρης εξαφάνιση όλων των γυναικείων χαρακτήρων –που, ούτως ή άλλως έχουν ισχνή παρουσία και στο βιβλίο, με πιο έντονη την απουσία της Τζούλια, της συζύγου του Χάρολντ– πλην ενός: η Άνα, η κοινωνική λειτουργός που αναλαμβάνει τον Τζουντ μετά το περιστατικό με τον δρα Τρέιλορ έχει βασικότατο ρόλο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αντιπροσωπεύοντας, κατά κάποιο τρόπο, τη συνείδηση και την εσωτερική φωνή του ήρωα που προσπαθεί να τον συνεφέρει, κάθε φορά που εκείνος κατρακυλά.
Αυτός λοιπόν είναι ένας κόσμος αποκλειστικά ανδρών, που τον δημιούργησε μια γυναίκα και τον ζωντάνεψε ένας άλλος άνδρας.
Η σκηνική σύμβαση είναι το άλλο κομμάτι που περίμενα με αγωνία να δω πώς θα λειτουργούσε. Πώς ένα βιβλίο-ύμνος στη Νέα Υόρκη, με τόσο εκτενείς περιγραφές, θα μπορούσε να κλειστεί στις περιορισμένες διαστάσεις της σκηνής, σε μια τόσο μεγάλη σε διάρκεια παράσταση;
Δεν έχουμε λοιπόν ούτε μία αλλαγή σκηνικών. Δεν χρειάζεται. Ο πυρήνας / κέντρο της σκηνής είναι άδειος, με μια τεράστια κόκκινη κηλίδα να καταλαμβάνει το δάπεδο, σαν πίνακας του Ρόθκο, και υπάρχει μόνο ένας νιπτήρας στη μέση. Εκεί που γίνεται το κακό κάθε φορά. Περιμετρικά βρίσκονται η κουζίνα του Χάρολντ, το ιατρείο του Άντι, ο καναπές του Γουίλεμ, το αρχιτεκτονικό γραφείο του Μάλκομ, το ατελιέ του Τζέι Μπι. Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Τζουντ περιφέρονται γύρω του στη διάρκεια 30+ ετών, αλλά δεν καταφέρνουν –ίσως μόνο λίγο– να μπουν στον δικό του εφιάλτη. Ιδιοφυές και λειτουργικό, ακόμα και τις στιγμές που οι μπογιές στους καμβάδες του Τζέι Μπι και τα καθαριστικά του Χάρολντ που ξεπλένουν το αίμα, ενεργοποιούν την όσφρησή μας.
Τα δύο video walls που οριοθετούν τα πλαϊνά του σκηνικού, προβάλλοντας υποκειμενικά –και άχρονα, όπως είναι άλλωστε και όλο το πλαίσιο του βιβλίου– πλάνα του Μανχάταν σε αργή κίνηση, αποκτώντας «χιόνια» ή κόκκινη σέπια κάθε φορά που ο Τζουντ κόβεται και αυτοτραυματίζεται (πόσο θαρραλέα η ερμηνεία του Ramsey Nasr, του ηθοποιού που κατορθώνει να αποδώσει όλες τις απίστευτες ψυχολογικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα), περισσότερο δίνουν μια εστέτ νεοϋορκέζικη μυρωδιά παρά προσθέτουν ουσιαστικά κάτι στη σκηνική δράση.
Κι έπειτα οι εναλλαγές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, τον διάλογο, τον μονόλογο και την αφήγηση, την εκφορά του λόγου και τις σκέψεις. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο ως προς τη μεταφορά των λογοτεχνικών εργαλείων στη σκηνή. Τις στιγμές που ολόκληρα κομμάτια του βιβλίου ακούγονται αυτούσια –όπως εκείνος ο προορισμένος να σου βιάσει την ψυχή μονόλογος του Γουίλεμ που κατέληγε στο «είμαι ο Γουίλεμ και δεν θα σε αφήσω ποτέ», μετά τον ακρωτηριασμό του Τζουντ– η έντασή τους είναι απαράλλαχτη.
Φεύγοντας από το θέατρο, έβαλα να ακούσω κατευθείαν το «Something I Can Never Have» των Nine Inch Nails, που έντυσε μουσικά τη σκηνή της πρώτης ερωτικής εξομολόγησης του Γουίλεμ στον Τζουντ, ανασύροντας στη μνήμη τα πάντα από την αρχή και αναπνέοντας ξανά.
Nine Inch Nails - Something I Can Never Have
Info
Το έργο «Een Klein Leven» σε σκηνοθεσία Ivo van Hove συνεχίζεται στην Αμβέρσα, από τις 5 έως τις 7 Οκτωβρίου και επαναλαμβάνεται στο Άμστερνταμ από τις 18 έως τις 28 Απριλίου 2019 (όλες οι παραστάσεις του Απριλίου είναι ήδη sold out).
Η «Λίγη Ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Μαρίας Ξυλούρη. Σε λίγες μέρες αναμένεται και το πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέως «Οι Άνθρωποι στα Δέντρα».
σχόλια