Ξαναπήγα στη Μύκονο το 2009 - είχα να πάω από το 1973, το καλοκαίρι, που, όντας φοιτητής, δούλεψα μπάρμαν στο ξενοδοχείο «Άλκηστις» στον Άγιο Στέφανο.
Αναρωτιόμουνα πόσο θα έχει αλλάξει το ξενοδοχείο, η περιοχή, το αίσθημα. Τώρα θα ήταν εντελώς αγνώριστα. Είχα πάει εκεί πριν τριάντα έξι χρόνια, από πρόσκληση ενός φίλου, του Πάνου, που είχε πιάσει νωρίτερα δουλειά στη ρεσεψιόν. Φτάνοντας ξεκίνησα ως γκρουμ, κουβαλούσα βαλίτσες όσων έφταναν ή έφευγαν, αλλά επειδή ο μπάρμαν, ένα παιδί απ' τον Βόλο, για κάποιον λόγο έπρεπε να φύγει, μου προτάθηκε η θέση του. Πήγα με μεγάλη χαρά - ήταν η χρυσή εποχή της Μυκόνου: πρίγκιπες, πάμπλουτοι ξένοι, εξαίσιες καλλονές, μορφωμένοι και πανέμορφοι άνθρωποι γέμιζαν νυχθημερόν τον πάγκο του μπαρ, πίνοντας, κουβεντιάζοντας, φλερτάροντας.
Δούλευα απ' τις εννιά το πρωί ως τις έντεκα το βράδυ κι έκανα τα πάντα: σέρβιρα, κουβέντιαζα, έβαζα μουσική, καθάριζα τα τραπεζάκια, έπλενα τα ποτήρια, σκούπιζα τελειώνοντας.
Και μετά, μαζί με τον Πάνο, κατεβαίναμε και το ξενυχτούσαμε στη Μύκονο - με τρεις ώρες ύπνο ήμουνα μια χαρά. Ετών είκοσι.
Φτάνοντας τώρα, στα 2009, σκεφτόμουνα πως δεν θα αναγνωρίσω τίποτα από την παλιά κατάσταση: τη διάταξη του ξενοδοχείου, τη ρεσεψιόν, τα δωμάτια που ήταν χτισμένα σε μικρές ομάδες, σε μπλοκ, στην πλαγιά του λόφου, το μπαρ με τα τζαμωτά γύρω και τη βεράντα μπροστά που έβλεπε κάτω ιδανικά, πανοραμικά, στον κόλπο.
Μπαίνοντας, όμως, έμεινα άναυδος: όλα ήταν τα ίδια, απαράλλαχτα σχεδόν, σαν παγωμένα μέσα στον χρόνο, ανέγγιχτα απ' τη φθορά, απ' τις εποχές, απ' τις μόδες, απ' τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Όπως ακριβώς τότε. Σαν επινόηση της μνήμης. Μου φάνηκε περίεργο, σχεδόν εξωφρενικό, και μπήκα στη ρεσεψιόν και ρώτησα πού είναι το αφεντικό - εμφανίστηκε μια κυρία, γύρω στα εξήντα. Φαινότανε κουρασμένη περισσότερο, παρά γερασμένη - αλλά ευγενής.
Της είπα, αδέξια, γιατί είχα πάει εκεί και μετά τη ρώτησα, διακριτικά, πώς και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Μου απάντησε πως το 1974, έναν χρόνο δηλαδή αφότου φύγαμε απ' τη Μύκονο, ο άντρας της και ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου έπαθε ανακοπή. Πέθανε ξαφνικά. Και παρότι είχε πάρει δάνεια γιατί σχεδίαζε μια γενική ανακαίνιση, αυτή, που τον διαδέχτηκε, τη ματαίωσε. Δεν είχε τις δυνάμεις, ούτε συγγενείς να τη βοηθήσουν. Και τα κράτησε αναγκαστικά όλα, όπως ήταν - ή σχεδόν, κάνοντας απλή συντήρηση στις φθορές.
Πήγαμε μαζί στο μπαρ. Ήταν πραγματικά ολόιδιο κι έσκασαν μέσα μου χιλιάδες εικόνες που συνωθούνταν, που είχαν κρατηθεί στη φραγή της μνήμης, ξεχασμένες - ήχοι από ποτήρια, φωνές, πρόσωπα φευγαλέα, μουσικές, μαλλιά γυναικών που έρχονταν το απόγευμα και μόλις είχαν λουστεί κι ετοιμαστεί για τη βραδινή διασκέδαση. Ο Βέλγος, για ένα κλάσμα, εργοστασιάρχης, που μια φορά μου ζήτησε ούζο με πορτοκαλάδα. Ο Μούντυ, ο Αιγύπτιος, που δούλευε στην κουζίνα κι έπαιζε τα πιο τέλεια κρουστά που άκουσα με τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. Ο Ιταλός κοινωνιολόγος με την πανέμορφη γυναίκα, που μου μιλούσε συνέχεια για την Αναρχία - μπήκα για λίγο πίσω απ' τον πάγκο. Ένιωσα, αίφνης, είκοσι χρόνων - γύρισα πίσω κι είδα στον καθρέφτη: άσπρα μαλλιά, λίγα, ακατανόητη έκφραση.
Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου με παρατηρούσε σιωπηλή. Βγήκα στη βεράντα - θυμήθηκα, ξαφνικά, εκείνο τον κολυμβητή που κάθε απόγευμα, στις έξι, έκανε τον διάπλου του μικρού κόλπου, πέρα-πέρα, και μετά επέστρεφε. Κατέβηκα απ' τις σκάλες και πλησίασα στο πρώτο μπλοκ δωματίων, στα δεξιά. Κοίταξα το γωνιακό, με το μικρό μπαλκονάκι. Γύρισα να δω, στην πόρτα. Είχε το ίδιο νούμερο, όπως τότε: 211.
Και ξαναείδα τη σκηνή: δυόμισι ή ώρα το πρωί, μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, κι εγώ ξαπλωμένος, στο κρεβάτι, γυμνός, κάπνιζα. Η Χέλγκα, Γερμανίδα που σπούδαζε φαρμακοποιός, μόνο με το σλιπ του μαγιό, γονατιστή, στο πάτωμα, μέσα στο λοξό φως της σελήνης, ήθελε να κόψει ένα μεγάλο καρπούζι. Αλλά δεν έβρισκε μαχαίρι κι όλα στο ξενοδοχείο ήταν κλειστά. Πήγε στο μπάνιο κι έφερε ένα ξυραφάκι καινούργιο. Το ξεφλούδισε κι άρχισε να κόβει το καρπούζι προσεκτικά, λέγοντάς μου στα γαλλικά:
— Je suis une femme pratique.
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010