Νησιώτης είμαι στην καταγωγή, από Σάμο και Νάξο κρατάω, γεννήθηκα όμως Πατησιώτης, προς Άγιο Λουκά μεριά. Σε χρόνια δύσκολα, χρόνια πολέμου, Κατοχής και Εμφυλίου. Εκεί δίπλα στο πατρικό μου, γωνία Νάξου και Κόντου, είχε στήσει, θυμάμαι, οδόφραγμα ο ΕΛΑΣ σαν ξέσπασαν οι μάχες σε μια Αθήνα που δεν είχε προλάβει να χαρεί την απελευθέρωσή της.
Μια μέρα μας πήρε με τον αδελφό μου ο πατέρας με το καροτσάκι και κατεβήκαμε Κολωνάκι μέσω Δροσοπούλου, Πεδίου του Άρεως και Εξαρχείων. Άνθρωπο δύσκολα έβλεπες κι αυτόν βιαστικό, φοβισμένο. Συχνά πυκνά ακούγονταν πυροβολισμοί. Στη Σίνα ψηλά υπήρχε άλλο μεγάλο οδόφραγμα – εκεί ξεκινούσε η «αγγλική», η κυβερνητική επικράτεια. Στην οικογένειά μας είχαμε, ξέρετε, δύο νεκρούς σε εκείνη την αναμέτρηση, έναν σε κάθε πλευρά.
• Τέτοιες μνήμες και βιώματα «στοίχειωσαν» τη γενιά μου κι εξακολουθούν να την κατατρέχουν, εφόσον μάλιστα πολλά ερωτήματα – και ειδικά το γιατί, εν τέλει, δεν αποτρέψαμε ούτε εμείς ούτε οι ξένοι έναν άγριο αλληλοσπαραγμό που θα μπορούσε, πιθανότατα, να είχε αποφευχθεί– εξακολουθούν να μας βασανίζουν μισό αιώνα μετά. Δεν έχουν ακόμα ανοιχτεί, βλέπετε, όλα τα σχετικά αρχεία, δικά μας και ξένα.
Επί δεκαετίες δεν συζητούσαμε καν για τον Εμφύλιο στο σπίτι, στο σχολείο, πουθενά. Και ο διχασμός δεν επουλώθηκε ουσιαστικά ποτέ. Προσπάθησα να κατανοήσω το πρόβλημα απ' όλες τις πλευρές. Φταίγαμε βέβαια κι εμείς, όλες οι παρατάξεις, γίναμε όμως ταυτόχρονα και «πειραματόζωο» από τις Μεγάλες Δυνάμεις για την αντιμετώπιση ανάλογων καταστάσεων σε άλλες χώρες της επιρροής τους. Μια κατάσταση που, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει αρκετά τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης. Γι' αυτό και η κινηματογραφική μου «εμμονή» με τον Εμφύλιο.
Στηρίζω ολόψυχα τον νεότερο ελληνικό κινηματογράφο που έχει κάνει σπουδαίες δουλειές κι έχει πετύχει διεθνή αναγνώριση. Όπως και η δική μου γενιά, έτσι κι αυτή εδώ του Οικονομίδη, του Λάνθιμου, του Αβρανά κ.λπ. προσπαθεί να φέρει μία νέα δυναμική, να αναγνώσει αλλιώς τα πράγματα, να τα επανερμηνεύσει. Κάτι τέτοιες «παρέες» είναι που δημιουργούν πολιτισμό.
• Την «εμμονή» με τον κινηματογράφο, τώρα, την απέκτησα απ' όταν, πιτσιρίκια ακόμα, τρέχαμε να δούμε τις μεγάλες χολιγουντιανές επιτυχίες της εποχής στην Ηλέκτρα, την Καμέλια, το Λίντο... Κάθε νέα προβολή αποτελούσε, εξάλλου, σημαντικό κοινωνικό γεγονός. Άλλοι φίλοι μαγεύονταν με τους ηθοποιούς, εμένα όμως περισσότερο με τραβούσε η σκηνοθεσία. Όταν, μάλιστα, μια μέρα, έφηβος ακόμα, είδα έναν «ζωντανό» σκηνοθέτη –ήταν ο Σωκράτης Καψάσκης– στον δρόμο κάτω από το σπίτι μας να γυρίζει μία σκηνή, πώς κινούνταν, πώς οργάνωνε στο στήσιμο, πώς κατηύθυνε τους ηθοποιούς του, είπα «ναι, αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου!».
Και αυτό ακριβώς προσπάθησα, ειδικά αφότου απέτυχα παταγωδώς να μπω τόσο στη Νομική όσο και τη Φιλοσοφική. Σε καλό μού βγήκε τελικά, δεν λέω, ωστόσο πάντα βίωνα ως έλλειψη στη ζωή μου το ότι δεν έκανα οργανωμένες σπουδές. Αφήστε πόσο ζήλευα τους συνομηλίκους μου που σπούδαζαν επειδή μπορούσαν να βγαίνουν ραντεβού με όλα εκείνα τα ωραία κορίτσια με τις ανεμιστές εγγλέζικες καρό φούστες που έβλεπα να μπαινοβγαίνουν στο Πανεπιστήμιο!
• Σχολή Σταυράκου. Σχολείο και στρατός μαζί, κατά τον Τσαρούχη – και πολύ σωστά! Από κει περάσαμε όλοι τότε, είτε ως μαθητές είτε ως καθηγητές. Βασικά θεωρία κάναμε δηλαδή, εφόσον τα τεχνικά μέσα ήταν έως ανύπαρκτα. Η μαθητεία διέθετε μόνο τη σκοτεινή αίθουσα. Δεν είχαμε κάμερες, ταινίες, βιβλία, ούτε φυσικά τις τόσες σημερινές ευκολίες, διαθέταμε όμως θέληση και πάθος. Από τους δασκάλους μου θυμάμαι τον Ροβήρο Μανθούλη, τον Γρηγόρη Γρηγορίου, τον Ντίνο Δημόπουλο, τον θεωρητικό Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, από τους συμμαθητές τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Κώστα Φέρρη, την Τώνια Μαρκετάκη, τον Δήμο Θέο, όλη αυτή την παρέα που αποτελέσαμε αργότερα το «νέο αίμα» του ελληνικού κινηματογράφου.
Με τον Θόδωρο κάναμε, να φανταστείς, πεζή όλη την Πατησίων από το σπίτι του στην Αγίου Μελετίου μέχρι το δικό μου, στον Άγιο Λουκά, κουβεντιάζοντας ώρες ατέλειωτες για ταινίες. Ξεκίνησα με δύο φιλμάκια μικρού μήκους, τον Κλέφτη και τον Τζίμη τον Τίγρη, αλλά εκεί που προγραμματίζαμε τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες μας ήρθε η χούντα και τα έφερε όλα ανάποδα. Όσοι δεν φύγαμε έξω ή δεν κυνηγηθήκαμε εξαρχής, είχαμε «μπαμπούλα» τη λογοκρισία.
Υποβάλλαμε, θυμάμαι, σενάριο για «άδεια λήψεως σκηνών» σε επιτροπή όπου συμμετείχαν παπάς και χωροφύλακας κι αφού τελείωναν τα γυρίσματα, συμπληρώναμε άλλη αίτηση ώστε να χαρακτηριστεί η ταινία «κατάλληλη». Καταφέραμε, ωστόσο, και γυρίσαμε τότε εγώ το Προξενιό της Άννας (1972), ο Δαμιανός το Πλοίο κι ο Αγγελόπουλος την Αναπαράσταση. Είχα, επίσης, καταφέρει να γυρίσω σκηνές από τις κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σεφέρη που είχαν εξελιχθεί σε αντιδικτατορικά συλλαλητήρια και τις οποίες έκανα 12λεπτο ταινιάκι με τη βοήθεια του Κατακουζηνού και του Γαβρά.
• Φυσικά και ήταν μια σκληρή, σκοτεινή περίοδος η χουντική επταετία. Και δεν συμφωνώ καθόλου με όσους προσπαθούν να την «εξωραΐσουν», επειδή δεν έφτασε σε αγριότητα αντίστοιχα λατινοαμερικανικά καθεστώτα. Γι' αυτό, άλλωστε, έγινε το '73 το Πολυτεχνείο, μια ιστορία που γνωρίζω καλά, εφόσον ήμουν μέσα, και που επίσης προσπαθούν κάποιοι σήμερα να αμφισβητήσουν. Αλλά υπήρξε ωμή βία, υπήρχε πλήθος τραυματίες καθώς και νεκροί σε εκείνη την εξέγερση. Αυτά είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα. Όταν το τανκ καβάλησε την πόρτα, έφυγα από τη Στουρνάρη και κρύφτηκα σε ένα σπίτι στη Μαυρομματαίων. Λίγες μέρες αργότερα με συνέλαβαν και με εξόρισαν στη Γυάρο. Έμεινα εκεί οκτώ μήνες μαζί με καμιά τριανταριά ακόμα κρατούμενους. Επέστρεψα στην Αθήνα με την πτώση της δικτατορίας και με αφορμή εκείνη την εμπειρία γύρισα το Happy Day. Στο εξής με απασχόλησε πολύ ο θεσμός της εκτόπισης – είχα μάλιστα συναντήσει και τον Νίκο Μάργαρη, που τον ερευνούσε για τη συγγραφή ενός βιβλίου.
• Στη Φίνος Φιλμ «κόλλησα» χάρη στη γνωριμία μου με τον Δημόπουλο. Ήταν, βλέπετε, δύσκολο να μπεις τότε στη Φίνος κι η ιεραρχία εκεί, εννοείται, αυστηρή. Πέρασα, οπότε, από όλα τα στάδια: παιδί για όλες τις δουλειές, β' βοηθός σκηνοθέτη, σκριπτ, α' βοηθός κι εντέλει σκηνοθέτης. Κάποια στιγμή πήρα τον δικό μου δρόμο, ήρθαν οι ταινίες για τον Βενιζέλο, τον Κουν, τα Πέτρινα Χρόνια, η Φανέλα με το Εννιά, οι Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου, το Ακροπόλ, το Όλα είναι δρόμος, οι Νύφες, όπου και η συνεργασία μου με τον Μάρτιν Σκορσέζε, η Ψυχή Βαθιά και τώρα η Μικρά Αγγλία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της γυναίκας μου, της Ιωάννας Καρυστιάνη. Με την Ιωάννα είμαστε 37 χρόνια μαζί –ούτε ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, δηλαδή!–, επικοινωνούμε απόλυτα κι έχουμε ξανασυνεργαστεί κινηματογραφικά.
• Στηρίζω ολόψυχα τον νεότερο ελληνικό κινηματογράφο που έχει κάνει σπουδαίες δουλειές κι έχει πετύχει διεθνή αναγνώριση. Όπως και η δική μου γενιά, έτσι κι αυτή εδώ του Οικονομίδη, του Λάνθιμου, του Αβρανά κ.λπ. προσπαθεί να φέρει μία νέα δυναμική, να αναγνώσει αλλιώς τα πράγματα, να τα επανερμηνεύσει. Κάτι τέτοιες «παρέες» είναι που δημιουργούν πολιτισμό.
Βρίσκω, μάλιστα, παρατραβηγμένες κάποιες αρνητικές κριτικές – θα ήταν, άραγε, το ίδιο αυστηρές, αν οι ταινίες αυτές ήταν τσέχικες, δανέζικες ή ρουμάνικες π.χ.; Ναι, δεν έχουμε δει ακόμα ταινίες για την κρίση, όμως τέτοια ιστορικά γεγονότα χρειάζονται μια κάποια απόσταση για να τα ερμηνεύσεις. Ίσως η οικογένεια που αγαπούν να πραγματεύονται οι νεότεροι σκηνοθέτες μας –ένας προβληματισμός που διαπερνά, τρόπον τινά, και τη δική μου Μικρά Αγγλία– είναι το πρώτο σταθερό κύκλωμα που με ασφάλεια μπορείς να ερμηνεύσεις στο σινεμά αλλά και το θέατρο, στη μουσική ακόμα.
• Τι θα έλεγα σε έναν νέο υποψήφιο σκηνοθέτη; Ό,τι λέω στους σπουδαστές μου, ό,τι είπα και στα παιδιά μου, τον Αλέξανδρο και την Κωνσταντίνα, όταν αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δικό μου δρόμο: Πάρτε μια μικρή κάμερα κι αφηγηθείτε κάτι, να δείτε καταρχάς τόσο εσείς όσο και οι άλλοι τι εικόνες έχετε στο μυαλό σας και πώς τις μεταφέρετε. Ο ήρωάς σας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ο επιβάτης, ας πούμε, που κάθεται απέναντί σας στο μετρό. Τα υπόλοιπα θα βρουν τον δρόμο τους.
Ο ίδιος ο σινεμάς, όντας τέχνη αλήτικη, είναι προπάντων δρόμος και δεν ξέρεις πού θα βγάλει κάθε φορά εσένα και τους συνοδοιπόρους σου, ηθοποιούς, συνεργάτες και κοινό. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο σε μια χώρα που δεν γνωρίζεις και πρέπει να ανακαλύψεις από την αρχή. Το τι έχεις κάνει κάθε φορά θα το καταλάβεις όταν δεις πώς αναπνέουν οι ταινίες σου μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Ξέρω, είναι δύσκολες οι εποχές, όμως άνθρωποι που μπορούν και θέλουν να στηρίξουν τον κινηματογράφο πάντα θα βρίσκονται. Ιδέες, μεράκι και αγάπη να υπάρχουν, προπαντός αγάπη.
σχόλια