«Άκουσα κάποιον να διηγείται την ιστορία το καλοκαίρι, έγραψα το σενάριο και δοκίμασα να τη γυρίσω με τρεις κάμερες, σε βίντεο και με πολύ μικρό budget στους φυσικούς της χώρους» εξηγεί. «Ο τίτλος είναι ειρωνικός, για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και τον αντίκτυπο που έχει η πολιτική στη ζωή των απλών παιδιών των γκέτο. Πρωταγωνιστούν τέσσερις φίλοι, street casting, ερασιτέχνες -ένας μαύρος, δυο Λατίνοι και μια λευκή- που περιφέρονται στους δρόμους και κάνουν εμπόριο ναρκωτικών. Παράλληλα ακούγονται να σχολιάζουν την πραγματικότητα που βιώνουν γύρω τους».
«Έχω εντάξει στην ταινία τις πραγματικές συζητήσεις που έκαναν», λέει. «Μιλούν για τον πόλεμο στο Ιράκ γιατί τους αφορά άμεσα. Το 90% των μαύρων ή των Λατίνων που πηγαίνουν στον πόλεμο το κάνουν για τα λεφτά και υπολογίζουν ότι όταν γυρίσουν όλα θα είναι μια χαρά. Ότι θα μπορούν να βοηθήσουν την οικογένειά τους. Οι περισσότεροι δεν γυρνάνε πίσω. Κι όσοι γυρίσουν, επειδή αρνούνται να ξαναπάνε, καταλήγουν στη φυλακή. Υπάρχουν ειδικές φυλακές γι' αυτούς που αρνούνται να ξαναπάνε στον πόλεμο. Σε αυτούς έχει επιδράσει πιο πολύ αυτός ο πόλεμος, σε αυτή την τάξη. Οι άνθρωποι στο γκέτο χρησιμοποιούν μια φράση, «carpe diem»-«άδραξε τη μέρα». Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν αν θα ζουν μετά από ένα μήνα. Ζουν το τώρα. Κοντά τους έμαθα να ζω τη στιγμή. Να ζω το κάθε γύρισμα».
Μιλάει για τα σχέδιά της, για το διαφημιστικό που γύρισε για την ελληνική τηλεόραση -«για να βγάλω μερικά λεφτά παραπάνω» λέει σχεδόν απολογούμενη, «το ΕΣΠΑ με τον Αθερίδη»- γιατους σκηνοθέτες που την έχουν επηρεάσει, τον Κασαβέτη και τον Σπάικ Λι, για τα δύο μαύρα αδέλφια που της έγραψαν τη μουσική (αυθεντικό, ανεξάρτητο χιπ χοπ). «Ο ένας σκοτώθηκε από συμμορίες μόλις ολοκληρώθηκε η ταινία» προσθέτει. «Γι' αυτό και του την αφιέρωσα».
«Ήθελα να φτιάξω μια ταινία ρεαλιστική, με βαποράκια, ντίλερς και αυτοσχεδιασμό μπροστά στην κάμερα. Νομίζω ότι τα κατάφερα. Τα πάντα είναι αληθινά, εκτός από τους τσακωμούς και τη δολοφονία που είναι σκηνοθετημένα...».
σχόλια