O ίδιος ο Μάμετ έχει πει για τον Έντμοντ πως είναι ένα «morality play about modern society». Χρησιμοποιώντας, καθόλου τυχαία, τον όρο «morality play», ο Αμερικανός συγγραφέας μάς παραπέμπει ευθέως στη θεατρική παράδοση του Μεσαίωνα.
Το διασημότερο διασωθέν μεσαιωνικό ηθικοπλαστικό δράμα είναι ο Καθένας (Everyman). Σε αυτήν τη θρησκευτική αλληγορία οι καλές και οι κακές μας πράξεις καταγράφονται σε ένα «λογιστικό» βιβλίο. Αν οι πρώτες υπερισχύουν των δεύτερων, τότε πηγαίνουμε στον Παράδεισο, γι' αυτό και ο Καθένας, ο κεντρικός ήρωας του έργου, κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τους ανθρώπους που συναντά να τον συνοδεύσουν στο προσκυνηματικό ταξίδι του, ελπίζοντας να φτάσει νικητής ενώπιον του Θεού.
Στα θρησκευτικά αυτά δράματα ο πρωταγωνιστής είναι ένας αφελής ταξιδιώτης που παλεύει με τα μεγάλα ανθρώπινα ζητήματα της αμαρτίας, της ενοχής και της σωτηρίας της ψυχής. Στο πρόσωπο αυτού του μέσου χριστιανού αποτυπώνεται όλη η ταλανιζόμενη από φόβο συνείδηση του μεσαιωνικού ανθρώπου που αγωνιά να εξασφαλίσει τη μεταθανάτια λύτρωση. Ο Μάμετ –όπως και πριν από αυτόν ο Ίψεν με τον Πέερ Γκυντ και ο Στρίντμπεργκ με το Προς Δαμασκόν– δανείζεται αυτή την αλληγορική φόρμα και τη δυναμιτίζει στο σήμερα.
Η παράσταση δεν έχει υπόσταση, δεν έχει καν σχήμα. Είναι μια άμορφη, πλαδαρή μάζα που κάποιος συνέθεσε διεκπεραιωτικά και βαριεστημένα, τοποθετώντας τη μέσα σε ένα μίζερο, ανέμπνευστο περιβάλλον.
Ο Έντμοντ είναι ο μέσος λευκός Αμερικανός –τουλάχιστον έτσι τον βλέπει ο συγγραφέας–, με μεσαία μόρφωση και μεσαία εισοδήματα: είναι ο Καθένας που ζει στην Αμερική του σήμερα, ο Καθένας που νιώθει αποκομμένος, χαμένος, ανίκανος να συνδεθεί με την πραγματικότητα γύρω του και καταφεύγει σε πράξεις εκτόνωσης, σπασμωδικές, βίαιες, ρατσιστικές, σεξιστικές κ.ά.
Επιδιώκει να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του. Εγκαταλείποντας τη γυναίκα του, ξεχύνεται στη νεοϋορκέζικη νύχτα για να ανακτήσει την αίσθηση ελευθερίας και περιπέτειας, τον χαμένο, όπως υποστηρίζει, ανδρισμό του. «Ζούμε μέσα σε μια ομίχλη. Ζούμε σαν υπνοβάτες [...] Είμαστε νεκροί» θα πει στη νεαρή σερβιτόρα, την οποία λίγο αργότερα θα μαχαιρώσει, όταν εκείνη αρνηθεί να μοιραστεί το όραμά του για μια νέα αρχή, μακριά απ' όλους και απ' όλα.
Κάθε προσπάθειά του να ξεφύγει, να υπερβεί την κοινοτοπία της σύμβασης και να ζήσει ουσιαστικά διαψεύδεται. Η αναζήτηση της σεξουαλικής ευχαρίστησης καταποντίζεται μέσα σε ατελείωτα παζάρια, με αποτέλεσμα η πράξη μονίμως να μένει ανολοκλήρωτη. Η επικοινωνία μοιάζει ανέφικτη. Η ελευθερία το ίδιο. Η συσσωρευμένη σύγχυση δεν βρίσκει πουθενά διέξοδο παρά μόνο, τελικά, στο έγκλημα.
Από τη μια, ο θυμός που κυκλοφορεί χρόνια στις φλέβες του, ένα θανάσιμο μείγμα προκατάληψης και καταπίεσης, καθιστά τον Έντμοντ τυπική περίπτωση ευνουχισμένου πολίτη, έτοιμου να εκραγεί. Από την άλλη, η αγωνία του να σπάσει τα δεσμά του και να ζήσει, η επιμονή του να βρει και να εμπνεύσει την αλήθεια, τον ξεχωρίζει από τη μάζα, όπως επισημαίνει το Μέντιουμ στην αρχή του έργου: «Όλοι μας θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε ιδιαίτεροι. Στην περίπτωσή σου, είναι γεγονός».
Αν ο μεσαιωνικός Καθένας οδηγείται σε συναίσθηση της ματαιότητας των εγκοσμίων και σε ειλικρινή μετάνοια, ο μαμετικός Έντμοντ καταλήγει στη φυλακή, όπου πέφτει θύμα βιασμού. Μετανοεί για τα κρίματά του; Σίγουρα δείχνει να βρίσκει για πρώτη φορά μια παράξενη γαλήνη: «Από τη στιγμή που μπήκα εδώ μέσα, δεν νιώθω πια αυτόν τον φόβο. Δεν τον νιώθω. Σε όλη την ενήλικη ζωή μου είναι η πρώτη φορά που δεν νιώθω φοβισμένος. Κι αυτό συνέβη από τη στιγμή που μπήκα εδώ μέσα» εξομολογείται. Όταν το χειρότερο έχει συμβεί, δεν υπάρχει κάτι άλλο να φοβηθούμε. Ο Έντμοντ, έχοντας χάσει τα πάντα, θα συμφιλιωθεί με το ανεξέλεγκτο μυστήριο της ύπαρξης και, μαζί με τον μαύρο συγκρατούμενό του, θα περιπλανηθούν σε απίθανους μεταφυσικούς ρεμβασμούς για το νόημα της ζωής, της Κόλασης και της ανωτερότητας των ζώων.
O Έντμοντ δεν είναι λυτρωτής ούτε λυτρωμένος. Σε κάθε σταθμό-δοκιμασία της πορείας του ταπεινώνεται όλο και περισσότερο, έτσι ώστε να διεκδικήσει, συντετριμμένος πλέον, τη θεία χάρη: ένα επίπεδο κατανόησης που θα αποκαλύψει τις μυστικές σχέσεις ανθρώπων και πραγμάτων, «τους άμορφους σκοπούς της μοίρας», κατά τον σαιξπηρικό Άμλετ. Αν το δούμε έτσι, τότε το σύνολο φωτίζεται απρόσμενα και όλα μπαίνουν στη θέση τους, ενώ αν ιδωθεί μέσα από ένα αμιγώς ρεαλιστικό πρίσμα, τότε θα εξατμιστεί η μυστικιστική γοητεία του.
Προφανώς η σκηνοθέτις της παράστασης απέφυγε τον σκόπελο του ρεαλισμού. Με τι τον αντικατέστησε όμως; Με το τίποτα. Υποψιάζομαι πως κάπου υπήρχε μια αρχική σκηνοθετική σύλληψη, να αποδοθεί η κάθοδος του Έντμοντ στο κενό ως ένα κακόγουστο τηλεοπτικό σόου, κάτι σαν φαντεζί εφιάλτης που θα επέτεινε τη μοναξιά και την απόγνωση του ήρωα.
Τα προκάτ γέλια, οι «γλάστρες» που εμψυχώνουν ή ειρωνεύονται τον «παίχτη», τα χαζοχαρούμενα χορευτικά νούμερα, ο παρουσιαστής με τα στραφταλιστά πετράδια στη γραβάτα και στις γόβες, δημιουργούν αμυδρά αυτή την εντύπωση που προανέφερα. Επί της ουσίας, όμως, είναι σαν να μην υφίσταται τίποτε απ' όλα αυτά. Τα επεισόδια του έργου θυμίζουν σκετσάκια. Η παράσταση δεν έχει υπόσταση, δεν έχει καν σχήμα. Είναι μια άμορφη, πλαδαρή μάζα που κάποιος συνέθεσε διεκπεραιωτικά και βαριεστημένα, τοποθετώντας τη μέσα σε ένα μίζερο, ανέμπνευστο περιβάλλον.
Ευτυχώς, υπάρχουν δυο-τρεις ηθοποιοί οι οποίοι με την παρουσία τους λειτουργούν ως σανίδες σωτηρίας. Εννοώ προπαντός τον Γιάννο Περλέγκα στον ρόλο του Έντμοντ: η γενναιότητά του δεν αφορά μόνο την εξαιρετική ερμηνεία του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σηκώνει στις πλάτες του όλο το εγχείρημα –και τους θεατές μαζί–, μετατρέποντας ουσιαστικά την παράσταση σε ένα one-man show. Ο Περλέγκας μεταδίδει όλο το καλό και το κακό που κουβαλάει μέσα του ο Έντμοντ, την ατέρμονη αγωνία του, την οργή που τον πνίγει, τα ερωτήματα που έχουν καρφωθεί αναπάντητα στον λαιμό του, την αίσθηση ενός ανθρώπου που θέλει να σπάσει τον φλοιό των συμβάσεων και να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, ακόμα κι αν χρειαστεί να καταφύγει στις χειρότερες μεθόδους.
Ευγενής συνοδοιπόρος του η Κωνσταντίνα Τάκαλου, κάνει κι αυτή ό,τι καλύτερο μπορεί: η σκηνή που έχουν οι δυο τους είναι ίσως η δυνατότερη της παράστασης.
Ντέιβιντ Μάμετ - Έντμοντ
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική: Nalyssa Green
Χορογραφία: Βάλια Παπαχρήστου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Παίζουν: Γιάννος Περλέγκας (Έντμοντ), Κωνσταντίνα Τάκαλου, Δημήτρης Πασσάς, Σταύρος Καλλιγάς, Βάλια Παπαχρήστου, Δημήτρης Μαγγίνας, Μαριλένα Μόσχου, Παναγιώτης Ρενιέρης
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Υπόγειο)
Πεσμαζόγλου 5, 210 3228706
Τετάρτη & Κυριακή: 20:00, Πέμπτη-Σάββατο: 21:15, εισ.: 10-18 ευρώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια