Μεταξύ βιογραφίας και φαντασίας: το 408 π.Χ. ο Ευριπίδης (περ. 485-406 π.Χ.), μεγάλος σε ηλικία πια, καταφεύγει στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχελάου. Το να εγκαταλείψεις την υπερ-πολιτισμένη Αθήνα για να καταφύγεις στην αρχαϊκή Μακεδονία είναι μια κρίσιμη επιλογή. Αλλού, σε μιαν άλλη γη, ίσως να υπήρχαν οι απαντήσεις που ο ποιητής δεν βρήκε στη μελέτη της φιλοσοφίας και στη συναναστροφή του με τους σοφιστές. «Λες και η ανανεωμένη επαφή με τη φύση, στην άγρια χώρα της Μακεδονίας, και το ξύπνημα, μέσα στη φαντασία, μιας παλιάς ιστορίας θαυμάτων, ελευθέρωσε μιαν ανάβρα μέσα στον νου του ηλικιωμένου ποιητή και αποκατάστησε την επαφή με κρυμμένες πηγές δύναμης, που τις είχε χάσει μέσα στο αφύσικο, υπερδιανοούμενο περιβάλλον της Αθήνας στο τέλος του 5ου αιώνα» σημειώνει ο καλός, παλιός Ε.R. Dodds. Λίγο πριν πεθάνει γράφει τις Βάκχες, ένα έργο-επιστροφή, «παλαιάς μόδας» σε ύφος και σε δομή αλλά μ' ένα αναρχικό θέμα: ο νόμος, η λογική, η τάξη που οι άνθρωποι δομούν τις κοινωνίες τους αποτελούν αμυντικά όπλα στον αθέατο εχθρό, που δεν είναι άλλος από τη ζωώδη καταγωγή και φύση τους. Τα πρωτόγονα ένστικτα, ο κανιβαλισμός, οι ανθρωποθυσίες, ο φόβος, ο φόβος, ο φόβος, έχουν θαφτεί κάτω από χιλιάδες τόμους νόμων.
Ο homo sapiens φοβάται τον homo erectus: ο Διόνυσος είναι Δενδρίτης ή Ένδενδρος (η Δύναμη που ενυπάρχει στο δέντρο), είναι Άνθιος (φορέας της άνθησης), Κάρπιος (φορέας των καρπών), Φλευς ή Φλέως (η πλησμονή της ζωής). Ο Πλούταρχος γράφει ότι η δικαιοδοσία του αφορά ολόκληρη την υγρή φύση, όχι μόνο τον οίνο, τη ρευστή φωτιά του σταφυλιού αλλά και τον χυμό που ρέει κάτω από το ξύλινο δέρμα των δέντρων, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες του νεαρού ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα ρεύματα και τα κυκλικά φαινόμενα στο βασίλειο της φύσης. Ο Ευριπίδης με τον τρόπο του αναδεικνύει ζητήματα τα οποία εν μέρει απαντήθηκαν τον 20ό αι. Ο πολιτισμένος άνθρωπος επιβλήθηκε στον φυσικό άνθρωπο, αλλά πολλοί άνθρωποι μαζί εξακολουθούν να μοιάζουν/συμπεριφερόνται σαν αγέλη, ενώ ακόμα και η πιο στιβαρή και συγκροτημένη προσωπικότητα είναι αδύναμη μπροστά, λ.χ., στο ερωτικό πάθος. Οι κάθε λογής ιδεαλισμοί είναι επικίνδυνοι γιατί ηθικολογούν, κλείνοντας τα μάτια στην απροκάλυπτη αλήθεια ότι στη φύση λογική και ηθική δεν νοούνται. Ο Πενθέας επιμένει στην έλλογη κατασκευή της Πόλεως. Ο Διόνυσος τη (το) διαλύει. Η εποχή μας, που φλερτάρει επίμονα με τα άκρα, φωτίζει ποικιλοτρόπως αυτή την παλιά ιστορία.
Βάκχες 2013: τρεις ηθοποιοί σ' έναν μικρό, κλειστό χώρο αφηγούνται την ιστορία ενός βασιλιά, του Πενθέα, που τα βάζει μ' έναν νεοφερμένο θεό γιατί παρασύρει τους πιστούς του σε πρωτόγονες μορφές λατρείας, σε όργια, κανιβαλισμό και ωμοφαγία. Τα επεισόδια και τα χορικά ενοποιούνται, το τέλος δεν έχει ανάγκη την κανονιστική λύση της θεϊκής παρέμβασης. Με ένα «Αν ήμουν...» (... ο Διόνυσος, ο Κάδμος, ο Τειρεσίας, ο Πενθέας κ.ο.κ.) ο Δημήτρης Μοθωναίος, ο Άρης Μπαλής και ο (σκηνοθέτης) Έκτορας Λυγίζος εναλλάσσονται στους ρόλους, μετωπικά στραμμένοι προς το κοινό. Μια βασανισμένη (με την έννοια της ουσιαστικής αναμέτρησης της σύγχρονης γλώσσας με το πρωτότυπο) απόδοση της τραγωδίας, αυτή του Γιώργου Χειμωνά, γίνεται πεδίο έρευνας για τη «λεκτική» και σωματική ερμηνεία τους. Ο τονισμός που υιοθετείται μοιάζει να ξεχωρίζει μία λέξη από κάθε στίχο, σε μια διαρκή αναμέτρηση της αναπνοής με τον ρυθμό του λόγου και το νόημά του. Ένας μικρός κινητικός κώδικας σχηματίζεται από συγκεκριμένες, λιγοστές χειρονομίες που συνδέονται με συγκεκριμένα πρόσωπα της τραγωδίας ή με φάσεις μύησης (αν δεχτούμε πως οι Βάκχες αποτελούν δραματική εκδοχή της μυητικής διαδικασίας στα άδηλα και τα κρύφια της ανάγκης του ανθρώπου να συναντήσει τον Θεό, δηλαδή την έσχατη, ολική και διαρκώς διαφεύγουσα Απάντηση). Αν έπρεπε να ξεχωρίσω έναν ηθοποιό από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει μέχρι στιγμής τον φετινό χειμώνα, ο Μοθωναίος θα ήταν στη short-list για τον μονολογικό πρόλογό του (ως Διόνυσος). Αποκαλυπτική είναι και η ερμηνεία του Άρη Μπαλή, όταν μέσα σ' έναν κύκλο (φωτός) και με λυγισμένα γόνατα, σε έκσταση που η ίδια η εξιστόρηση προκαλεί, αφηγείται τον διαμελισμό του Πενθέα από τη μητέρα του και τις Βάκχες.
Η Κλειώ Μπομπότη, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Κασσιμάτη στους φωτισμούς, πρότεινε μια σκηνογραφία που εξυπηρετούσε τη σκηνική πρόταση, υπερβαίνοντας το εμπόδιο των περιορισμένων διαστάσεων του χώρου: μία κάθετη επιφάνεια που μετακινούνταν άλλοτε μπροστά, αφήνοντας ελάχιστο κενό μεταξύ των ηθοποιών και της πρώτης σειράς των θεατών, κι άλλοτε προς τα πίσω, διευρύνοντας τον σκηνικό χώρο ως τα όριά του, ανάλογα με το αν η διά του λόγου αναμέτρηση αφορούσε μεμονωμένα πρόσωπα (τους ήρωες) ή συλλογικά υποκείμενα (Βάκχες).
Ο Έκτωρ Λυγίζος συνεχίζει να ψάχνει τα μέσα και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να κάνει κάποιος θέατρο σήμερα. Η προσπάθειά του να αναδείξει μέσα από παλιά και κουρασμένα κείμενα σύγχρονες αγωνίες αποδίδει. Στις Βάκχες του το σώμα ξέρει. Και μιλάει – διεκδικώντας μια απόλυτη στιγμή ευτυχίας, πλήρωσης, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον.
σχόλια