- Γεννήθηκα στην Αθήνα –η μάνα μου είχε έρθει εκδρομή και με γέννησε εδώ–, αλλά είμαι Θεσσαλονικιός. Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος, η μάνα μου δασκάλα Γερμανικών. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον μεσοαστικό, της Θεσσαλονίκης του '60-70, κάπως δεσποτικό αλλά και φιλελεύθερο. Σήμερα η φωτεινή Θεσσαλονίκη είναι ο Μπουτάρης. Είναι λυπηρό που ο Μπουτάρης δεν ήταν υποψήφιος της Αριστεράς, μιας Αριστεράς που είναι προοδευτική, φιλελεύθερη, χειραφετημένη και μιλάει μια γλώσσα κατανοητή και ελεύθερη. Βέβαια, τελικά έχω ζήσει 18 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, 15 στη Γερμανία και 23 στην Αθήνα.
- Πήγα στο δημόσιο γερμανικό σχολείο και μπήκα στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Σπούδασα Πολιτική και Ιστορία αμέσως μετά τη χούντα. Βρέθηκα εκεί μια δεκαετία που ήταν καθοριστική για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, τη μαρξιστική ιδεολογία και τα κινήματα. Ακόμα τη χωνεύουμε αυτή την εποχή. Όλο αυτό το ζούσα πολύ σκοτεινά, με τον φόβο του παιδιού που έχει φύγει από τη μάνα του. Τώρα χαίρομαι που έζησα εκείνη την εποχή, εκ των υστέρων
- Στο θέατρο μπήκα με έναν τρόπο που στο ελληνικό θέατρο δεν νομίζω ότι θα τα κατάφερνα ποτέ. Δεν είχα βγάλει ούτε σχολή ούτε τίποτα, και μπήκα στο Κρατικό Θέατρο της Χαϊδελβέργης, στο οποίο δούλεψα εν συνεχεία για επτά χρόνια, με μια οντισιόν στην οποία ζητούσαν έναν Έλληνα. Βρήκα τον δρόμο μου στα 28 μου, με έναν τρόπο ελεύθερο, δημιουργικό και τυχαίο. Επέστρεψα στην Ελλάδα αρχές της δεκαετίας του '90, μια εποχή που άλλαζε το ελληνικό θέατρο και αυτή ήταν μια καλή συγκυρία. Ο Σταύρος Ντουφεξής με έστειλε στον Γιάννη Ρήγα και από αυτόν έμαθα καλά ελληνικά, από μια αγγελία στην «Ελευθεροτυπία» πήγα στον Χουβαρδά και σε ένα οικογενειακό τραπέζι από την Αριέττα Μουτούση γνώρισα τον Μαρμαρινό. Όλα αυτά σε ένα εξάμηνο.
- Εγώ προέρχομαι από μια πόλη πολύ συντηρητική και δύσπιστη ως προς την τέχνη. Όσοι καλλιτέχνες έζησαν και δημιούργησαν στις γενιές τις δικές μας μαρτυρήσανε. Η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρογραφία αυτού που συμβαίνει στην ελληνική τέχνη. Είμαστε μια καινούργια κοινωνία, σε αντίθεση με τις παλιές ευρωπαϊκές που θεωρούν τον πολιτισμό δέρμα τους. Είμαστε μια κοινωνία εμπορική, που μοιραία προσανατολίζεται στον προσπορισμό χρήματος, οπότε τον θεατρίνο ή τον ζωγράφο τον κάνουν πλουσιόπαιδα ή ομοφυλόφιλοι. Αυτά τα κλισέ έχουν γεννήσει «παιδάκια-κλισέ». Ένα από αυτά είναι: όταν δεν έχεις λεφτά, τι να τον κάνεις τον πολιτισμό; Στην Ελλάδα πάντα αμφισβητούνταν η αναγκαιότητα του πολιτισμού. Και πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς μας έχουν ενστερνιστεί αυτή την κριτική και πιστεύουν ότι ο ταμίας στην τράπεζα είναι πιο αξιόπιστο άτομο. Έτσι, κάποιοι μεγαλύτεροι από εμάς αναγκάστηκαν να έχουν τη μανιέρα του ψώνιου. Αφομοίωσαν την κριτική που τους γινόταν, γιατί τελικά γίνεσαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι σε σένα
- Ό,τι θέατρο έχουμε σήμερα, το χρωστάμε στις επιχορηγήσεις. Και πρόσφατα ακόμα, από τον πρώην υπουργό Πολιτισμού αμφισβητήθηκε αυτό που είχε κατακτηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Μεγάλο λάθος. Στην κατά τα άλλα αντιδραστική Γερμανία, και επειδή οι τοπικές κοινωνίες αντιδρούν σε κάτι τέτοιο με ολονυχτίες, για παράδειγμα, έξω από τα θέατρα, δεν τολμούν να κόψουν τις επιχορηγήσεις. Αυτά τα 20-30 χρόνια των επιχορηγήσεων φτιάξανε τον Έλληνα ηθοποιό που «πετάει» δίπλα σε κάθε Ευρωπαίο συνάδελφό του. Και όλοι αυτοί που σήμερα θαυμάζουμε μπόρεσαν να δημιουργήσουν επειδή υπήρχαν οι επιχορηγήσεις. Αναγεννήθηκε το θέατρο και ακόμα και οι σημερινοί εικοσάρηδες το βλέπουν αυτό. Τα νέα παιδιά, που αποτελούν καλύτερες γενιές, με καλύτερους γονείς, χωρίς βούρδουλα, πιο χειραφετημένα, χρειάζονται μια στοιχειώδη βοήθεια για να ανθήσουν, για να μην τα ευνουχίσει το οικονομικό θέμα ή και μια καινούργια αυταρχική κατάσταση στη θεατρική εκπαίδευση. Εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι επί 30 χρόνια ηθοποιός, αν πληρωνόμουν με ποσοστά.
- Στην Ελλάδα δεν συμβαδίζει ποτέ το κοινό αίσθημα του καφενείου με αυτό που συμβαίνει θεσμικά. Θυμάμαι, μετά τη χούντα, πόσο μεγάλη στιγμή ήταν να μπαίνει ο Βασιλικός ή ο Χατζιδάκις –και αυτές είναι οι πιο φανερές περιπτώσεις– στην ΕΡΤ και αυτό να συμβαδίζει με ό,τι συνέβαινε στην κοινωνία, στην πολιτική και στον πολιτισμό. Αυτό ξεφούσκωσε μετά και άκουγες πάλι κάτι ονόματα σκονισμένα, με πελατειακές σχέσεις. Στο Εθνικό συνέβη με τον Χουβαρδά, όσες διαφωνίες και να έχει κάποιος μαζί του. Δηλαδή συνέβη να συμβαδίσει ξαφνικά με αυτό που συνέβαινε επί χρόνια στο ελεύθερο, το επιχορηγούμενο θέατρο να μεταφερθεί σε έναν θεσμικό χώρο, όπως το Εθνικό. Και αναφέρω τον Χουβαρδά όχι ως πρόσωπο αλλά ως παράδειγμα. Το ίδιο πράγμα έγινε και με τον Λούκο – και μάλιστα πολύ αργά. Δηλαδή, αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να έχουν πάει σε αυτές τις θέσεις δέκα, είκοσι χρόνια πριν. Γιατί δεν τους έβαλαν; Γιατί δεν τους είχαν σκεφτεί. Όμως ακόμα και η περίοδος Χουβαρδά στο Εθνικό θεωρήθηκε «περίοδος ενός άτακτου παιδιού». Θεωρήθηκε αταξία από πολλούς αυτό που έγινε στη δραματική σχολή εκείνης της εποχής και μετά, επί της διευθύνσεως Χατζάκη, επανήλθε η τάξη, ήρθε πάλι ο αυστηρός πατέρας που είπε «θα επιβάλω πάλι τις παλιές μας αξίες, τις κανονικές, που πρέπει να υπάρχουν». Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει επί είκοσι χρόνια σχεδόν το Αμόρε ως εναλλακτικό Εθνικό και να μην έχουν σκεφτεί να μεταφέρουν πολύ πιο πριν στο Εθνικό αυτή την πατέντα. Και όταν συνέβη, έγινε αυτή η τρομερή επίθεση. Με όσα λάθη και να γίνανε, πρόκειται για βαθύτατο συντηρητισμό.
- Και αν το θέατρο είναι πολύ συντηρητικό, είναι γιατί η αμφισβήτηση που έγινε στην Ευρώπη, δεν έγινε ποτέ εδώ – η απελευθέρωση από τον πατέρα και τη μάνα. Αυτό ελπίζω κι εύχομαι να το ζήσουμε τώρα, με την πρώτη, τη δεύτερη φορά Αριστερά. Γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έζησε το '68. Δεν έζησε τα κινήματα που, όπως είπε ο Καστοριάδης απλά και σοφά, ξεπήδησαν μόνα τους, ξεκίνησαν από τις κουζίνες και τα αμφιθέατρα και τις σχολικές τάξεις, που δεν έφτιαξε κανένα κόμμα. Στην Ελλάδα, λόγω χούντας, αυτό δεν έγινε και το ζούμε συνεχώς στρεβλωμένο.
- Ένα χαρακτηριστικό που υπήρχε, και υπάρχει, στην Ελλάδα είναι ότι ποτέ δεν εκφράζουμε φανερά ο ένας στον άλλον την αντίθεσή μας. Υπήρχε παλιότερα ένα θέμα καθωσπρεπισμού, μη χαλάσουμε τις αρμονικές μεταξύ μας σχέσεις –που δεν ήταν καθόλου αρμονικές–, οπότε, και όταν υπήρχε ένα πρόβλημα, το ξέραν όλοι, εκτός από τον ενδιαφερόμενο. Αυτό έχει με έναν τρόπο οξυνθεί, μαζί με άλλα πράγματα, όπως η έλλειψη χρημάτων και θεσμών. Η συζήτηση απαιτεί να έχεις συνείδηση θαρραλέα απέναντι σε αυτό που συμβαίνει. Εδώ, σε όλες τις συζητήσεις, κυριαρχεί ο φόβος. Φοβάσαι ότι δεν θα σε αφήσει το σύστημα να προκόψεις, αν δεν κάνεις τον σταυρό σου μπροστά στο εικονοστάσι. Λίγο η ψευτοευγένεια και η ψευτοαρμονία, λίγο η έλλειψη πραγματικής συζήτησης και σύγκρουσης, φτάσαμε να μην αμφισβητείται ποτέ το συστημικό σε βάθος, με πραγματική κριτική ακόμα και από την αριστερή δημοσιογραφία, για παράδειγμα. Έτσι, βλέπουμε ανθρώπους βολεμένους σε όλα τους να μιλάνε εναντίον του βολέματος. Ε, ας συζητήσουμε και τι πάει να πει βόλεμα!
- Η κρίση που ζούμε τώρα και την ονομάζουμε «κρίση αξιών» είναι κρίση λέξεων. Φέρ' ειπείν, στις δραματικές σχολές ο μαθητής ξέρει τι περιμένει από αυτόν ο δάσκαλος και κρίνει σκεπτόμενος αυτό που θα του έλεγε εκείνος. Αναπαράγει κλισέ του τύπου «δεν είμαι ανοιχτός, δεν είμαι ομαδικός» και παγιώνεται μια ψεύτικη κατάσταση. Αυτό το παιδί ούτε ανοιχτό είναι, ούτε κλειστό, ούτε αντι-ομαδικό, ούτε ομαδικό. Είναι ένα παιδί που πρέπει να μάθει πέντε πράγματα. Αντί, λοιπόν, να το αφήσουμε να βομβαρδίζεται με ταμπέλες και όσα οι δάσκαλοι περιμένουν από αυτόν, πρέπει να πούμε «σταμάτα, πάμε να πιούμε έναν καφέ, κάνε ό,τι μαλακία θες, ξέχνα τη μάνα σου και εμένα ως δάσκαλο». Αυτό δεν γίνεται ποτέ
- Το λένε πολλοί πια, εγκλωβιστήκαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη συζήτηση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, εγκλωβίστηκε και το κριτικό κομμάτι της κοινωνίας. Μας τσακίζει το υπερεγώ που λέει «όχι» και «πρέπει», λες και η διαφύλαξη της ελληνικής ταυτότητας είναι ο συντηρητισμός, ο επαρχιωτισμός, η οπισθοδρόμηση, όλα αυτά που ζήσαμε κατά κόρον αυτά τα πέντε χρόνια της κρίσης κι έσκασαν, τελικά, επάνω μας. Και ξεχάσαμε την πηγή των δεινών, τις γενεσιουργές αιτίες που δημιουργούν τον βαθύτατο ελληνικό συντηρητισμό, λέγοντας απλώς ότι για όλα μάς φταίνε οι ξένοι. Έπρεπε να περάσουμε όλα αυτά, να την πληρώσουμε κιόλας, για να αρχίσουμε τώρα ίσως να συζητάμε – αν δεν ξαναρχίσουμε τα ίδια.
- Το ότι σήμερα ο πρωθυπουργός ή οι υπουργοί δεν ορκίζονται με θρησκευτικό όρκο ή ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει παντρευτεί και βαφτίσει τα παιδιά του, για μένα είναι τεράστια βήματα. Στην ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι δομημένη, τα θεωρώ σχεδόν ριζοσπαστικά και πολύ θετικά. Δεν αρκούν, βεβαίως, ούτε κατά διάνοια, και είναι πράγματα που έπρεπε να έχουν κατακτηθεί στην Ελλάδα ήδη από το '75. Εγώ δεν έχω βαφτίσει τα παιδιά μου και δεν είναι αυτονόητο. Πολλοί με κοιτάζουν και ανοίγουν κάτι μάτια τεράστια. Ακόμα και σήμερα με ρωτάνε αν τα παιδιά μου έχουν πρόβλημα στο σχολείο που δεν είναι βαφτισμένα, σαράντα χρόνια από τη νομιμοποίηση της ονοματοδοσίας. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι ένας από τους λόγους που έπρεπε να έρθει το ΠΑΣΟΚ το '81 ήταν για να μη βγάζουν τους υποτιθέμενους μοιχούς με το σεντόνι στις εφημερίδες. Είναι πολύ αργόσυρτη η αλλαγή.
- Ας πούμε, τι έκανε η Αριστερά για τη θέση της γυναίκας της μέσης ηλικίας; Για την τρομοκρατία που υφίσταται η γυναίκα; Ακόμα και η Αριστερά, η ορθόδοξη, η κλασική, έλεγε τίποτα στον εργάτη στο Κερατσίνι που χτυπούσε τη γυναίκα του; Μιλούσε για την ενδοοικογενειακή βία; Φάγαμε στη μάπα ένα αριστερό επίστρωμα που ποτέ δεν προχώρησε ριζοσπαστικά προς τα κάτω. Είναι η ώρα να συζητήσουμε και η κοινωνία ζητά δικαιοσύνη απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στα νέα παιδιά, απέναντι στο σχολικό σύστημα. Τα παιδιά υφίστανται μια συστημική βία στο ενδοοικογενειακό, ενδοσχολικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που αποσιωπάται. Αφομοιώνουν την καταπίεση της μάνας τους και γίνονται πανκ, που τρώνε όμως φανατικά τα γιουβαρλάκια της. Από την άλλη, η γυναίκα υφίσταται όλη την καταπίεση και τη βία τού γιατί δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά. Πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά, αμφισβητώντας επί της ουσίας κάποια πράγματα, χωρίς να περιμένουμε έναν δάσκαλο να μας πει «κάτσε ήσυχος».
- Αυτό με τον δάσκαλο και τον πατέρα, τον μύθο της προηγούμενης γενιάς, τον Μινωτή, την Παξινού, που έπαιζαν καλύτερα από όλους μας, το ότι όλοι οι προηγούμενοι ήταν καλύτεροι, άρα δεν μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη, πρέπει να σταματήσει να είναι μέρος και της συζήτησης και της εκπαίδευσης. Ας χειραφετηθούμε, χωρίς να έχουμε υποχρεωτικά το παράδειγμα κάθε αντικαπιταλιστικής και φορμαλιστικής ηλιθιότητας. Κάθε κλισέ που λέει «επάνω είναι ένα ωδείο και από κάτω ένας άστεγος» είναι εντελώς άχρηστο αν δεν αποκτήσουμε τα εργαλεία να κατανοήσουμε γιατί έχουμε ανάγκη το πρώτο και πώς θα αντιμετωπίσουμε το δεύτερο. Το ξέρουμε και, επιτέλους, ας τολμήσουμε να το κάνουμε πράξη.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Σεπτέμβριο του 2015