Η μάνα μου ήταν από τη Μικρά Ασία και ο πατέρας μου από τη Βόρειο Ήπειρο. Λαϊκή οικογένεια, φτωχή. Τους λάτρευα τους γονείς μου. Η μάνα μου τραγουδούσε στο σπίτι αμανέδες, ο πατέρας μου κάνα ηπειρώτικο και ο αδερφός μου Καζαντζίδη. Βγάλε συμπέρασμα σε τι σπίτι μεγάλωσα.
• Είχα τρέλα με τη μουσική. Είχα ένα τρανζιστοράκι μόνιμα στο αυτί. Ώρες ατέλειωτες. Ήμουνα ερωτευμένη με τη φωνή του Νίκου Τζόγια στο Θέατρο της Δευτέρας. Στο Δημοτικό πήγαινα με το τρανζιστοράκι, ζήταγα άδεια να πάω στην τουαλέτα να ακούω τραγούδια. Νομίζω, δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο στη ζωή μου, δεν ήθελα τίποτε άλλο, να γίνω τραγουδίστρια ήθελα. Δεν ήξερα τι είναι αυτό καλά-καλά. Το ονειρευόμουνα όμως. Ούτε είχα δει από κοντά τραγουδιστές. Μόνο κινηματογράφο πήγαινα κι έβλεπα Χούλια Κότσιγιτ και Ναργκίς. Αυτά ήτανε της μόδας τότε.
Απογοητεύτηκα πολλές φορές, αλλά δεν μπορώ να σταθώ στο κακό. Βρήκα ένα ποτάμι και το πέταξα. Το κακό, όσο είσαι στη δουλειά, δεν σταματάει ποτέ. Για κανέναν μας. Απλώς, έχω διαλέξει να ζω με άλλο τρόπο.
• Τέλειωσα την Α' Γυμνασίου και τέρμα το σχολείο. Η μάνα μου ήτανε σύμμαχος στα σχέδιά μου, ο πατέρας μου όχι. Ούτε ο αδερφός μου τα ήθελε. Έφαγα και το ξύλο μου, μήπως αλλάξω γνώμη, αλλά δεν... Ήμουνα τρελό παιδί. Σκέψου, πήγαινα στον μπακάλη της γειτονιάς, έπαιρνα μερικές ελιές καλαμών, του βούταγα το ποδήλατο κι έφευγα.
• Μπήκα στο Ωδείο Αθηνών και έκανα μαθήματα – ευτυχώς, η δασκάλα μου μού το 'κοψε το κλασικό. Για να μάθω μουσική δεν γινόταν λόγος, χρήμα δεν υπήρχε. Οι γονείς μου και ο αδερφός μου γνώριζαν τον Δημήτρη Χορν, του μίλησαν να βοηθήσει να ξεκινήσω σωστά. Ο Χορν με έστειλε στον Χατζιδάκι, με άκουσε κι έτσι τραγούδησα σε μια εκδήλωση του Τρίτου Προγράμματος στον Πειραιά. Είπα τα ανέκδοτα τραγούδια του Δημήτρη Λέκκα. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.
• Μου έκαναν συμβόλαιο στη ΜINOS, αλλά κάθισα «συρταρωμένη». Σου έκαναν συμβόλαιο και ήσουνα στο περίμενε. Εκείνη η εποχή στη δισκογραφία δεν ήταν ακριβώς «χρυσή», γιατί πολλά παιδιά μείνανε τότε για πάντα στο συρτάρι. Άλλα είχαν προτεραιότητα για τις εταιρείες και πρέπει να τα λέμε και λίγο, η δισκογραφία είχε δύναμη, παράδεισος δεν ήτανε. Πήγα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με ένα τραγούδι του Λοΐζου, πήρα το τρίτο βραβείο, την επόμενη χρονιά με ένα τραγούδι του Σπύρου Παπαβασιλείου και πήρα το πρώτο βραβείο.
• Οι συνθέτες τότε δεν έδιναν τα αληθινά τους ονόματα στο φεστιβάλ, ήταν αμφισβητούμενο, βλέπεις. Ήταν στα τελειώματά του, το 1980. Δίσκος, τίποτα. Δεν είχαμε θάρρος να μιλήσουμε, να ζητήσουμε. Κι ακόμα δεν έχουμε. Με συναντάει ο Μίλτος Καρατζάς και μου λέει «Η τύχη σου βρίσκεται στα χέρια σου. Ή θα μείνεις στο συρτάρι ή θα φύγεις». Ζήτησα από τον Μάτσα να με ελευθερώσει κι έγινε το «Έχω φίλους». Και μπήκαμε στη σειρά μας.
• Υπάρχουν δύο εικόνες. Η μία είναι πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου, η δεύτερη πώς σε φαντάζονται οι άλλοι. Εγώ φανταζόμουν πάντα τον εαυτό μου αυτό που έγινε και με αυτή την πορεία. Οι άλλοι με φανταζόντουσαν λαϊκή τραγουδίστρια με λαϊκά τραγούδια. Εγώ δεν το 'χα, βρε παιδί μου. Το αγαπούσα το λαϊκό τραγούδι, αλλά όχι ως καριέρα. Εγώ τα ερωτικά, τα ποπ, αυτά ήθελα να κάνω. Λάθος; Λάθος. Αλλά αν σε ρωτήσω ποιο τραγούδι θέλεις να σου πω, ένα από αυτά θα μου ζητήσεις και μετά από 25 χρόνια.
• Αναπολώντας σήμερα εκείνη την εποχή, ήταν σαν να ζούσαμε σε ένα μεγάλο καράβι. Σαν να πίναμε θάλασσα. Όλα ήταν αυτονόητα. Όχι ονειρεμένα. Ήμασταν και πιο αθώοι – όμορφο ήταν αυτό. Και τότε, οι φίλοι ήταν φίλοι και τα φίδια, φίδια. Αλλά είχαμε παρεούλες, δεν ήταν ο καθένας μόνος του. Εγώ δεν είχα και σχέση με όλα αυτά τα σταριλίκια. Όσοι με ξέρουν από τότε, ξέρουν και πώς ζούσα.
Κύκλο να με θαυμάζει, αυλικούς, δημόσιες σχέσεις, συνομιλητές κατώτερους, εξαρτημένους, δεν είχα ποτέ, δεν είχα καμία σχέση. Ούτε με απασχόλησε ποτέ ο θαυμασμός με αυτό τον τρόπο. Δηλαδή η πολυτέλεια για μένα δεν ήταν η επίδειξη αλλά να βάλω ένα ωραίο φόρεμα όταν τραγουδούσα. Μου άρεσε αυτό, ήταν κοκεταρία, την έχω και τώρα, όταν εμφανίζομαι θέλω να λάμπω και να μην είναι τίποτα ψεύτικο. Αλλά ήταν μέχρι εκεί, όχι μέχρι το χρηματιστήριο. Εκεί άλλαξε και η φάση.
• Η προσωπικότητα που θαύμαζα και σεβόμουν στον χώρο, και όταν το λέω σε κάποιους φαίνεται παράξενο, ήταν ο Νταλάρας. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου τι λένε, και λένε και ανοησίες. Πρώτα απ' όλα, ήταν τραγουδιστικό μου πρότυπο. Δουλέψαμε μαζί και μου φέρθηκε πολύ εντάξει. Ήταν πολύ εντάξει. Και κάποια στιγμή που μιλήσαμε κιόλας μου είπε: «Πέντε κι ένα είναι έξι, έξι και τέσσερα είναι δέκα. Έτσι είναι τα πράγματα. Μην ονειροπολείς». Το σεβάστηκα πολύ αυτό και το θυμήθηκα στη συνέχεια, πολύ συχνά. Ο Γιώργος έχει ένα κομμάτι της ψυχής μου.
• Η συνάντηση της ζωής μου είναι ο Άκης (Γκολφίδης). Κοντεύουμε τριάντα χρόνια μαζί, ούτε το κατάλαβα. Κάθε μέρα της ζωής μου τού την οφείλω και το λέω πόσο με κάνει ευτυχισμένη. Με τον Άκη μας ένωσε ένας θάνατος. Πέθανε ο φίλος μας ο Γιώργος Τζελεπίδης, στα 26 του, έτσι γνωριστήκαμε. Παίζανε στοιχήματα, ότι θα χωρίσουμε σε χρόνο ντε τε. Και μετά, στα δύσκολα, όταν καταστραφήκαμε οικονομικά πριν από λίγα χρόνια, πάλι τα ίδια έλεγαν.
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να μου συμβεί τίποτα καλύτερο στη ζωή. Δεν υπάρχει πιο πλούσιος, πιο όμορφος και πιο καλός άντρας από τον Άκη. Είναι όλα αυτά μέσα του, ο πλούτος, η ομορφιά, η καλοσύνη. Τον θαυμάζω τον άντρα μου. Κάθε μέρα. Είναι από τα πράγματα που είχαν προγραμματιστεί να γίνουν, αυτό πιστεύω.
Μας ένωσαν και όλες οι συμπτώσεις. Η αδυναμία που είχα στα αφρικάνικα, η τρέλα για τη ρέγκε, ο Άκης που έχει γεννηθεί στην Αφρική. Δεν είναι τίποτα τυχαίο. Και περάσαμε πολύ δύσκολα. Καταστραφήκαμε οικονομικά, πάθαμε μεγάλη ήττα. Μαζί. Και μαζί στεκόμαστε όρθιοι. Και έχουμε ένα παιδί, άντρα πια, στο Πολυτεχνείο, που είναι γερό, έξυπνο και καλό.
• Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο σήμερα από αυτά που έχω κάνει. Έκανα αυτά που ήθελα και είμαι ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να έχω σπίτια. Έχω αυτό που υπάρχει μέσα στα σπίτια. Οικογένεια.
• Στον Άκη χρέωσαν ότι μου άλλαξε δρόμο. Δεν είναι έτσι, ο Άκης σεβάστηκε την επιλογή μου και μαζί τον τραβήξαμε αυτόν το δρόμο. Να βάζουμε πράγματα στη θέση τους. Θα μπορούσα να βγάζω εκατομμύρια στα κέντρα κι εγώ τα έδιωχνα, τα έσπρωχνα πίσω. Όχι γιατί έκανα κάτι ηρωικό, απλώς δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα. Τόσα χρόνια τραγουδίστρια και οι χρονιές που δούλεψα νύχτα, σεζόν, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
• Τα άκουσα για τις επιλογές μου πολλές φορές. Για τον Σαλίφ Κεϊτά, για το ότι ήθελα να δοκιμάζω. Μη γελιόμαστε. Ζούμε σε μια χώρα όπου πρέπει να κάνεις τα πράγματα στην ώρα τους. Αλλιώς, έπεσες στον τοίχο με τα μούτρα – αν βγεις ζωντανός είναι λίγο τύχη, λίγο θαύμα. Η εποχή τότε δεν σου επέτρεπε να ξεφύγεις από το μοντέλο, ούτε να κάνεις πράγματα που δεν ήταν εντελώς αποδεκτά, λίγο μπροστά. Εκεί δεν μπορούσε να σε υποστηρίξει κανένας.
Μου το 'χε πει ο Μπιθικώτσης μια φορά, ότι «μερικές φορές μπορεί να στενοχωρείσαι, αλλά έχεις κάνει πράγματα για πολλά χρόνια μετά». Δεν το λέω με έπαρση, ούτε εγωισμό, αλλά όταν έκανα έθνικ και earth music, ήμασταν σαν εξωτικά πουλιά. Απογοητεύτηκα πολλές φορές, αλλά δεν μπορώ να σταθώ στο κακό. Βρήκα ένα ποτάμι και το πέταξα. Το κακό, όσο είσαι στη δουλειά, δεν σταματάει ποτέ. Για κανέναν μας. Απλώς, έχω διαλέξει να ζω με άλλο τρόπο.
• Εμείς τα χρήματα που βγάλαμε δεν τα κάναμε σπίτια – δεν βγάλαμε και τόσο πολλά, για να ξέρουμε και τι λέμε. Και τα επενδύσαμε. Κάναμε την «Ήπειρο της Πεντατονίας», τη θεωρώ την πιο σοβαρή δουλειά που έχουμε κάνει με τον Άκη. Κράτησε δέκα χρόνια από τη ζωή μας και δούλεψαν επτακόσια πενήντα άτομα, επιστήμονες, ιστορικοί, μουσικολόγοι, μαζέψαμε το υλικό ψηφίδα-ψηφίδα, στίχο-στίχο. Σε άλλη χώρα αυτήν τη δουλειά θα την έκανε ένα πανεπιστήμιο και πάλι δέκα χρόνια θα τους έτρωγε. Εμείς την κάναμε μόνοι μας. Είναι όλη η Ήπειρος των 6.000 χρόνων. Τέσσερα CD, ένα DVD και ένα βιβλίο 640 σελίδες. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω. Και τι θα γινόταν αν είχαμε περισσότερα χρήματα; Πάλι τα ίδια θα έκανα, την ίδια ζωή. Πάλι θα έκανα δουλειές, πάλι θα ασχολιόμουν με τον κήπο, μωρέ πάντα τα ίδια δεν έκανα; Ακριβώς τα ίδια πράγματα.
• Από τον χώρο αυτό όπου δούλευα τόσα χρόνια φίλους δεν έκανα. Αλλά έχω φίλους εκτός. Φιλίες που κρατάνε χρόνια. Και όταν έλαμπε και όταν δεν έλαμπε, και το απόγευμα και το πρωί. Και τους βλέπω συχνά. Περνάμε ήρεμα, θα μπορούσαμε να μην έχουμε και αυτό το αχ! Το «άμα δεν δουλέψω, την έχω βαμμένη». Και εκεί πάλι λέω ότι η ζωή ποντάρισε στην αδιαφορία μας. Και εκεί προσπαθώ περισσότερο να καταλάβω τους άλλους. Και τις ανάγκες και τις ανασφάλειες. Η ειλικρίνεια μου αρέσει, να λες τα πράγματα με το όνομά τους, έτσι θέλω τους φίλους μου. Αυτό γουστάρω, το κατευθείαν, το ζιγκ-ζαγκ δεν το αντέχω. Θέλω σταθερότητα γύρω μου.
• Ξέρεις ποιο είναι το κρίμα με αυτή την εποχή; Ότι δεν μπορείς να βλέπεις τα ταλέντα. Τα οποία υπάρχουν. Κάνανε και οι εταιρείες φοβερά λάθη. Τους καλλιτέχνες που είχαν άποψη δεν τους ήθελαν, ήθελαν να πάρουν έναν νέο να τον στύψουν σαν λεμόνι και να πάνε στον επόμενο. Έτσι χάσαμε και τη συνέχεια. Μέσα σε αυτό χάθηκαν κάποια σπουδαία μυαλά και ταλέντα στη μουσική. Έφυγαν από το σύστημα, αφανίστηκαν. Και μαζί με αυτούς αφανίστηκε και το τραγούδι. Επιτρέπεται να είσαι μουσικός και να μην έχεις ακούσει όλο τον Μούτση; Να μη τον ξέρεις; Εγώ κάνω καβγάδες ομηρικούς με τους μουσικούς τους νέους, δεν το χωράει το μυαλό μου ότι δεν ξέρουμε τα βασικά. Αυτό συμβαίνει και παγκόσμια, αλλά δεν με παρηγορεί. Είμαστε πολύ στην επιφάνεια. Το γούστο είναι επικίνδυνο πράγμα. Και άλλους τους συνταξιοδότησαν πριν από την ώρα τους.
• Το κοινό μου το ξέρω στο περίπου. Δηλαδή σήμερα δουλεύω περισσότερο από παλιά, γιατί έκανα και μεγάλες κοιλιές, όταν δεν είχα δουλειά. Τώρα τα πράγματα είναι σταθερά. Αλλά μπορώ να σου πω ότι οι γκέι είναι το κοινό που περισσότερο απ' όλους μπορεί να καταλάβει και τον ψυχισμό μου και αυτά που έχω κάνει. Είναι το καλύτερο κοινό μου, τι, να το κρύψω; Έχω αισθανθεί μαζί τους υπέροχα. Το σούπερ!
• Εντάξει. Αυτό που μας ανήκει έρχεται μόνο του να μας βρει. Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο σήμερα από αυτά που έχω κάνει. Έκανα αυτά που ήθελα και είμαι ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να έχω σπίτια. Έχω αυτό που υπάρχει μέσα στα σπίτια. Οικογένεια.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Ιούνιο του 2015