- Μεγάλωσα με το όνομα του πατέρα μου να βαραίνει ιδιαίτερα κάθε μου βήμα. Δεν έφταιγε εκείνος, ήταν όλοι οι υπόλοιποι που περίμεναν από εμένα κάτι περισσότερο. Αναζητούσαν τον γιο του επώνυμου πατέρα στο πρόσωπό μου. Επειδή ακριβώς ήταν μια δύσκολη σχέση, άργησα πολύ να τον διαβάσω ουσιαστικά, κι αυτό έγινε μετά τα 30 μου. Αν κέρδισα κάτι σημαντικό από εκείνον, ήταν περισσότερο η επαφή μου με κάποιους ανθρώπους, όπως ο Αναστάσιος Αλβανίας ή ο Βασίλειος Γοντικάκης, που αποπνέουν μια αγάπη, μια ζεστασιά και μια ανοιχτοσύνη πνεύματος. Από αυτούς κατάλαβα ότι η Εκκλησία είναι κάτι άλλο από αυτό που ξέρουμε σήμερα κι ένιωσα καλύτερα. Δεν είμαι άνθρωπος που θα πάω κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αλλά δεν είμαι μακριά της. Με ενδιαφέρει το υπαρξιακό της βάθος και η μεταφυσική της διάσταση.
- Γεννήθηκα στο Χαλάνδρι, αλλά μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Ένα νότιο προάστιο της Αθήνας που εξακολουθεί να είναι ακόμα γειτονιά. Βγαίνεις στην πλατεία και πέφτεις πάνω σε γνωστούς. Κάποιοι μαγαζάτορες σε θυμούνται παιδί. Έχεις φίλους στο μικρό βιβλιοπωλείο «Κουκκίδα» το οποίο προσπαθείς να στηρίξεις στα δύσκολα, και στο παλιό δισκάδικο Record House. Τα ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ της γειτονιάς είναι γεμάτα αναμνήσεις, όπως και ο κινηματογράφος Σπόρτινγκ, το παλιό μου σχολείο, η Εστία Νέας Σμύρνης.
Νομίζω ότι καταφέρνω πια να μπαίνω στο πετσί ενός ήρωα και να αντλώ πράγματα. Πολλές φορές αντλώ από βιώματα κοντινών μου ανθρώπων, που μου τα έχουν διηγηθεί ή που τα έχω δει να τα ζούνε και μπαίνω στη θέση τους.
- Την Παλαιά Διαθήκη με έσπρωξε να τη διαβάσω ο Κωστής Παπαγιώργης για τη γλώσσα, όπως και την Ιλιάδα, την οποία προσπάθησα να διαβάσω στο πρωτότυπο. Με τον Κωστή γνωρίστηκα χάρη στη γυναίκα του, την οποία συνάντησα σε ένα γάμο. Της είπα πόσο με είχε επηρεάσει και μου είπε «μην τα λες σ' εμένα, να του τα πεις του ίδιου». Πήγα και του χτύπησα την πόρτα και από εκείνη τη μέρα κάναμε πολύ στενή παρέα. Αυτό κράτησε 10-12 χρόνια, μέχρι που πέθανε. Με επηρέασε πάρα πολύ, ήταν ένας δεύτερος πατέρας για μένα. Και με βοήθησε να έρθω πιο κοντά στον δικό μου πατέρα. Από εκείνον έμαθα ότι αν έχουν κάποιο νόημα τα γράμματα, είναι να σε κάνουν πιο ανθρώπινο. Ήταν ζεστός άνθρωπος και απότοκος της φοβερής καλλιέργειας και μόρφωσης που είχε. Αν κάτι πήρα από εκείνον, ήταν ότι μπορείς να είσαι σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, χωρίς να είσαι μακριά από τον κόσμο, χωρίς να είσαι ελιτιστής. Επίσης, μου μετέδωσε την αγάπη για τη γλώσσα, ως λέξεις και φράσεις.
- Από αρκετά μικρός σχετίστηκα, προτού καταλάβω ποιος είναι, και με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Ήταν πολύ φίλος του πατέρα μου και αυτός με έσπρωξε στο γράψιμο και στο μπάσκετ. Πήγαινα στην Κηφισιά, όπου περνούσα ώρες, και μιλούσαμε. Ήταν συγγραφέας της γενιάς του '30, με βαθιά ευρωπαϊκή παιδεία. Μου απήγγελλε ποιήματα και με έκανε να αγαπήσω τη λογοτεχνία.
- Έχασα τη μητέρα μου νωρίς και ήταν κάτι που μου κόστισε πάρα πολύ. Έφυγε στα 70 της από καρκίνο των πνευμόνων. Ήταν λαογράφος και ως μαθήτρια της Αγγελικής Χατζημιχάλη, συνεχίστρια του έργου της. Υπήρξε πολύ ισχυρή προσωπικότητα και καθόλου η τυπική Ελληνίδα μαμά. Μέχρι να φύγω από το σπίτι μου στα 18 δεν είχα ακούσει ότι υπάρχουν γυναικείες και αντρικές δουλειές. Είχα μάθει να πλένω, να σιδερώνω, να μαγειρεύω και εννοείται ότι αυτά τα κάνουμε όλοι.
- Η γιαγιά μου ήταν καθηγήτρια Γαλλικών και οι δυο μου γονείς γαλλοσπουδαγμένοι, οπότε αυτό είναι σημαντικό κομμάτι μου, νιώθω λίγο Γάλλος μέσα μου. Στο Παρίσι πήγα το 1995 για σπουδές φιλολογίας και έμεινα περίπου πέντε χρόνια. Και μπορεί να ήταν μια περίοδος πλούσια σε επαφή με τον πολιτισμό –είδα πολύ σινεμά, εκθέσεις, μουσεία–, αλλά ήταν δύσκολα χρόνια, τόσο οικονομικά όσο και από άποψη μοναξιάς. Μπορεί να ήμουν στο πανεπιστήμιο όλη μέρα και να μην μπορούσα να ανταλλάξω μια κουβέντα με έναν άνθρωπο. Όλοι τους ήταν πάρα πολύ κλεισμένοι στον εαυτό τους. Υπήρχε μια αντίληψη ότι άλλος είναι ο δημόσιος χώρος και άλλος ο ιδιωτικός. Εκεί κατάλαβα πόσο πολύ μετράνε οι ταξικές διαφορές στη Γαλλία, ακόμα και μέσα στο πανεπιστήμιο. Είχα έναν συμφοιτητή βαρόνο που δεν μιλούσε σε κανέναν, αν δεν ήταν της ίδιας κοινωνικής τάξης. Είναι πολύ ισχυρά τα στεγανά, κι εξάλλου και το πανεπιστήμιο είναι ένα πλαίσιο πολύ ανταγωνιστικό.
- Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα δούλεψα για δέκα χρόνια στην «Καθημερινή», γράφοντας κυρίως για βιβλίο, εικαστικά και φωτογραφία. Τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση λογοτεχνίας, που εν τω μεταξύ ξεκίνησα να κάνω, τα έβλεπα σαν ασκήσεις που εξυπηρετούν το γράψιμο. Συνδέθηκα με τον Μισέλ Ουελμπέκ, που κατάφερα να του πάρω συνέντευξη λίγο μετά το Γκονκούρ. Ανοίχτηκε και πέρασα μια μέρα μαζί του, αποκαλύπτοντάς μου ένα άλλο πρόσωπο. Επίσης, συνδέθηκα αρκετά με τον Πιερ Ασουλίν και με κάποιους λιγότερο γνωστούς συγγραφείς που γνώρισα σε ένα συνέδριο του περιοδικού «L' atelier du roman».
- Θεωρώ ότι το μυθιστόρημα απαιτεί μεγάλη κοινωνική τοιχογραφία και καθώς δεν περάσαμε βιομηχανική επανάσταση, δεν είχαμε πάλη των τάξεων –σημαντικό κομμάτι για το μυθιστόρημα–, δεν υπήρξε η πρώτη ύλη ώστε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα. Έχουμε μεγάλα μυθιστορήματα, αλλά δεν είναι η μεγάλη μας παράδοση. Το διήγημα που μπορεί να επικεντρωθεί στη μικρή ή προσωπική ιστορία μάς ταιριάζει περισσότερο. Ίσως τώρα που έχουμε αστικοποιηθεί και ζούμε στην πόλη, και ιδιαίτερα με την κρίση, είναι πιο εύκολο να δούμε να εξελίσσεται και το ελληνικό μυθιστόρημα. Πάντως, είναι εντελώς άλλο πράγμα το γράψιμο ενός μεγάλου κειμένου από εκείνο της μικρής φόρμας του διηγήματος, η οποία έχει άλλη οικονομία και άλλα χαρακτηριστικά. Εγώ αυτό αγαπώ πολύ και προσπαθώ να ελέγξω και να κάνω καλά. Μου φαίνεται άλλος κόσμος, προς το παρόν, το μυθιστόρημα.
- Αγαπώ πολύ τον Ιωάννου, ο οποίος είναι μεγάλο σχολείο και σε επίπεδο γραφής και σε επίπεδο οικονομίας κειμένου. Λίγοι έχουν καταφέρει να κάνουν μικρά διηγήματα σε μικρό χώρο. Υπήρξαν μεγάλες τομές στο διήγημα παγκοσμίως, που σε βοηθάνε να καταλάβεις τι είναι αυτό. Ο Τσέχοφ είναι μια τομή μεγάλη, όπως υπήρξε αργότερα ο Κάρβερ. Είναι κάποιοι που διαμορφώνουν το είδος. Ο Μπόρχες και ο Κορτάσαρ από τη Λατινική Αμερική, επίσης. Στην Ελλάδα πάει το μυαλό μας στην ηθογραφία, στον Παπαδιαμάντη και στον Βιζυηνό. Χωρίς να τους μειώνω καθόλου, όταν γράφεις σήμερα διήγημα, δεν μπορείς να έχεις αυτούς στο μυαλό. Στη θεωρία της λογοτεχνίας ακόμα και ένα αυτοβιογραφικό κείμενο θεωρείται μυθοπλασία. Ο Ιωάννου έκανε ακριβώς αυτό. Βασιζόταν σε πράγματα που ζούσε και τα μετέτρεπε σε λογοτεχνία. Νομίζω ότι είναι θέμα λογοτεχνικότητας, αυτό κρίνει κάθε είδος.
- Χαίρομαι που πολύς κόσμος νομίζει ότι στη νέα μου συλλογή διηγημάτων μιλάω ο ίδιος ή ότι είναι δικές μου εκμυστηρεύσεις. Το αυτοβιογραφικό κομμάτι, όμως, είναι πολύ μικρό. Νομίζω ότι καταφέρνω πια να μπαίνω στο πετσί ενός ήρωα και να αντλώ πράγματα. Πολλές φορές αντλώ από βιώματα κοντινών μου ανθρώπων, που μου τα έχουν διηγηθεί ή που τα έχω δει να τα ζούνε και μπαίνω στη θέση τους. Ελπίζω ότι το βιβλίο μου θα αγγίξει κάποιους ανθρώπους, ότι θα αναγνωρίσουν κάτι από τη ζωή τους. Αν το γράψιμο δεν σε κάνει να ανοιχτείς σε άλλους, δηλαδή να καταλάβω τον εαυτό μου και να πλησιάσω τους άλλους, για μένα δεν έχει νόημα. Η τέχνη εν γένει και η λογοτεχνία συγκεκριμένα. Δεν υπάρχει φραγμός και αυτό υπηρετεί. Και σε αυτό ο Παπαγιώργης ήταν υπόδειγμα.
Info
Η συλλογή διηγημάτων του Σπύρου Γιανναρά Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Ιούνιο του 2015