«ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΙ ΜΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ήταν ο Χίτλερ και ο Στάλιν» είχε δηλώσει χαριτολογώντας κάποτε ο σπουδαίος Αμερικανός (σερβικής ή, καλύτερα ίσως, γιουγκοσλαβικής καταγωγής) ποιητής Τσαρλς (Ντούσαν) Σίμιτς που είχε γεννηθεί το 1938 στο Βελιγράδι, κατέληξε όμως με την οικογένειά του μετανάστης στην Αμερική (όπου ήδη βρισκόταν από χρόνια ο πατέρας του, κυνηγημένος από τους Ναζί) όταν ήταν ήδη δεκαπέντε ετών και δεν μιλούσε λέξη σχεδόν αγγλικά.
Παρ’ όλα αυτά εξελίχθηκε σε έναν υποδειγματικό πανεπιστημιακό και σε έναν από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές.
Στη νεκρολογία του, οι New York Times έγραψαν ότι «το έργο του συνδυάζει μια μελαγχολική ιδέα του παλιού κόσμου με μια αισθησιακή αλλά και πνευματώδη αντίληψη της σύγχρονης ζωής».
Το 2007 είχε ανακηρυχτεί επίτιμος ποιητής (poet laureate) της χώρας ενώ το 1990 είχε κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ.
Την ίδια χρονιά σ’ ένα προφίλ που του είχαν κάνει οι New York Times, σημειωνόταν πως τα ποιήματά του μπορεί να είναι «γεμάτα από καθημερινά αντικείμενα, τείνουν όμως να αφήνουν την εντύπωση ότι ο ποιητής έχει κεντρίσει μια τρύπα στην καθημερινή ζωή, αποκαλύπτοντας μια αχτίδα του αιώνιου».
Ο Τσαρλς Σίμιτς πέθανε από επιπλοκές της άνοιας πριν από μερικές μέρες στο Ντόβερ του Νιου Χάμσαϊρ, κοντά στο ομώνυμο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Στη νεκρολογία του, οι New York Times έγραψαν ότι «το έργο του συνδυάζει μια μελαγχολική ιδέα του παλιού κόσμου με μια αισθησιακή αλλά και πνευματώδη αντίληψη της σύγχρονης ζωής».
Διάλεξα να αποδώσω (όσο γίνεται) στα ελληνικά δύο από τα ποιήματά του που μοιάζουν κατ’ αντιπαράσταση να εκδηλώνουν αυτόν τον υποβλητικό διχασμό.
Ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες
(A Book Full of Pictures)
Ο πατέρας σπούδαζε θεολογία δι’ αλληλογραφίας
Και ήταν η ώρα των εξετάσεων.
Η μητέρα έραβε. Εγώ καθόμουν ήσυχα με ένα βιβλίο
Γεμάτο εικόνες. Έπεφτε η νύχτα.
Νεκροί βασιλιάδες και βασίλισσες. Τα χέρια μου κρύωναν
Αγγίζοντας τα πρόσωπά τους στο χαρτί.
Στην επάνω κρεβατοκάμαρα
Υπήρχε ένα μαύρο αδιάβροχο
Που λικνιζόταν στο ταβάνι.
Τι δουλειά είχε εκεί όμως;
Η μητέρα έκανε γρήγορες σταυροβελονιές
Ήταν μαύρες
Όπως το μέσα του κεφαλιού μου τότε.
Οι σελίδες ακούγονταν σαν φτερά.
«Η ψυχή είναι ένα πουλί», μου είχε πει εκείνος κάποτε.
Στο γεμάτο εικόνες βιβλίο μου
Η μάχη μαινόταν: δόρατα και ξίφη
Σχημάτιζαν ένα χειμωνιάτικο δάσος
Με την καρδιά μου να καρφώνεται και να ματώνει στα κλαδιά.
Μαζεύονται τα σύννεφα
(Clouds Gathering)
Έμοιαζε να είναι η ζωή που θέλαμε.
Αγριοφράουλες με σαντιγί το πρωί.
Ηλιαχτίδες σε κάθε δωμάτιο.
Οι δυο μας να περπατάμε στην παραλία γυμνοί.
Κάτι βράδια όμως, δεν ήμασταν σίγουροι
Τι θα μας βρει μετά.
Σαν τραγικοί ηθοποιοί σ’ ένα θέατρο της φωτιάς,
Με τα πουλιά να κάνουν κύκλους από πάνω μας,
Τα πεύκα σκοτεινά κι ακίνητα,
Κάθε πέτρα που πατούσαμε ματωμένη από το δειλινό.
Πίσω στη βεράντα μας πίνοντας κρασί.
Γιατί πάντα αυτός ο υπαινιγμός κακού τέλους;
Σύννεφα ανθρωπόμορφα σχεδόν
Μαζεύονται στον ορίζοντα, τα υπόλοιπα όμως υπέροχα
Με το αεράκι τόσο απαλό και τη θάλασσα ατάραχη.
Μας βρίσκει ξαφνικά η νύχτα, μια νύχτα δίχως άστρα.
Ανάβεις ένα κερί, το φέρνεις γυμνή
Στο δωμάτιό μας κι αμέσως το φυσάς να σβήσει.
Το γρασίδι έξω είναι ακίνητο όπως τα σκοτεινά πεύκα.