ΤΕΣΣΕΡΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ με συνολική διάρκεια άνω των πέντε ωρών μπορεί να μοιάζουν ως υπερβολή για την κληρονομιά των Bon Jovi στο μουσικό στερέωμα, αξίζει όμως να παρακολουθήσει κανείς αυτό το ντοκιμαντέρ (Disney+), ακόμα κι αν ο μόνος συναισθηματικός δεσμός του με το συγκρότημα είναι μια ανάμνηση από τα νιάτα του στα ‘80s, όταν, παρά τον μουσικό σνομπισμό που τον έδερνε, ακόμα κι εκείνος δεν μπορούσε να αντισταθεί στο επικό ρεφρέν του Living on a Prayer.
Αξίζει κυρίως για δύο λόγους.
Ο πρώτος έχει να κάνει με το ξαναζωντάνεμα μέσω του πλούσιου αρχειακού υλικού και των αφηγήσεων μιας ολόκληρης εποχής και κατάστασης γύρω από τη ροκ σκηνή του «παρακατιανού» Νιου Τζέρσι στη δεκαετία του ’70, με θρυλικούς πρωτεργάτες της ινδάλματα του νεαρού Τζον Μπον Τζόβι (ή Μποντζιόβι όπως είναι κανονικά το επίθετό του) σαν τον Southside Johnny και βέβαια σαν τον Μπρους Σπρίνγκστιν, ο οποίος εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ και μας πληροφορεί ότι κάνουν τακτικά μαζί μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο, χωρίς κινητά, συζητώντας για τη μουσική και για τη θνητότητα. Δηλώνει επίσης ότι «το μεγάλο χάρισμα του Τζον είναι αυτά τα φοβερά ρεφρέν που απαιτούν να τραγουδηθούν εν χορώ από 20.000 κόσμο».
Τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο, «κάθε επιστήμη και κάθε βουντού» όπως λέει χαρακτηριστικά, αλλά ξέρει και ο ίδιος ότι δεν πρόκειται να ανακτήσει ποτέ ξανά εκείνη τη νεανική τσιρίδα και τις ψηλές νότες που ξεσήκωναν τον κόσμο στις συναυλίες.
Η σειρά ξετυλίγει με νοσταλγικό ενθουσιασμό το χρονικό της μετεωρικής ανόδου του συγκροτήματος: Η πίστη και το σθένος ενός νεαρού που δεν το έβαζε κάτω, ο τίτλος του συγκροτήματος ο οποίος δεν προέκυψε από τον ίδιον αλλά από τη δισκογραφική τους εταιρεία («Bon Jovi όπως Van Halen»), η πρώτη τους απρόσμενη επιτυχία με το Runaway (ένα σχεδόν τέλειο power pop κομμάτι), ο ερχομός του κιθαρίστα Ρίτσι Σαμπόρα με τον οποίον θα αποκτούσαν μια μαγική και αξεπέραστη χημεία μέχρι την οριστική αποχώρηση του Σαμπόρα από το γκρουπ προ δεκαετίας, εν μέσω παρεξηγήσεων που δεν επιλύθηκαν ποτέ (ο ίδιος ο Σαμπόρα πάντως εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ και δηλώνει «αθώος του αίματος»), τα μεγάλα στάδια, τα πολλά λεφτά, τα drugs, τα ποτά, το χανγκόβερ, το comedown, η περιφρόνηση και ο σαρκασμός των κριτικών, η αποδοκιμασία του «πλήθους με τα μαύρα μπλουζάκια», όπως αποκαλούνται στο ντοκιμαντέρ οι οπαδοί των πιο αυθεντικών μέταλ συγκροτημάτων όπως οι Metallica, η επέλαση του grunge που έκανε μπάντες σαν τους Bon Jovi να μοιάζουν αβάσταχτα πασέ.
Πάντως, όπως λέει χαμογελώντας ο ίδιος ο ιδρυτής, ηγέτης και απόλυτος διαχειριστής τoυ «εταιρικού σήματος» και της κληρονομιάς του γκρουπ που φέρει ως όνομα, έστω και λίγο αλλαγμένο, το επίθετό του, οι Bon Jovi έκαναν τα ίδια και χειρότερα με άλλα γκρουπ παρόμοιας «συνομοταξίας» όπως οι παροιμιώδεις για τις κολοσσιαίες κραιπάλες και καταχρήσεις τους, Motley Crue.
Ο δεύτερος –και πιο σημαντικός μάλλον– λόγος που κάνει αυτό το ντοκιμαντέρ ξεχωριστό είναι ότι ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει από προνομιακή θέση τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια ένας ροκ σταρ σαν τον 62χρονο πλέον Τζον Μπον Τζόβι, να διατηρήσει όσο πιο αλώβητη γίνεται την εικόνα του και κυρίως τη φωνή του, τόσο στις ηχογραφήσεις αλλά πολύ περισσότερο επί σκηνής, εκεί δηλαδή που είναι πλέον όλη η ιστορία, ειδικά για τους εκπροσώπους του ένδοξου ροκ παρελθόντος.
Πηγαίνοντας μπρος και πίσω στον χρόνο, η σειρά ξεκινά με τον Μπον Τζόβι το 2022 να αγωνιά για την έκβαση της μεγάλης περιοδείας που θα ξεκινούσε το συγκρότημα για να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια του στο κουρμπέτι. Η μπάντα φαίνεται μια χαρά –έστω και χωρίς τον Ρίτσι Σαμπόρα–, ο ίδιος όμως αγωνίζεται με κάθε μέσο να διατηρήσει τη φωνή του, η οποία μοιάζει να έχει βλαφτεί ανεπανόρθωτα εξαιτίας μιας έντονης ατροφίας των φωνητικών χορδών. Τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί κάθε τρόπο, «κάθε επιστήμη και κάθε βουντού» όπως λέει χαρακτηριστικά –λέιζερ, βιταμίνες, ασκήσεις και ένα σωρό φυσικά και χημικά μέσα–, αλλά ξέρει και ο ίδιος ότι δεν πρόκειται να ανακτήσει ποτέ ξανά εκείνη τη νεανική τσιρίδα και τις ψηλές νότες που ξεσήκωναν τον κόσμο στις συναυλίες.
Μπορεί όμως πραγματικά να κερδίσει τη συμπάθεια ή τον οίκτο μας ένας πολυεκατομμυριούχος ροκ σταρ που γνώρισε τόσες μεγάλες δόξες στη ζωή του και που τέλος πάντων μια χαρά κρατιέται στα 62 του, μόνο και μόνο επειδή αγωνίζεται να διασώσει τη φωνή του; Τι να πουν τόσοι και τόσοι άλλοι πολύ πιο ταλαντούχοι του ροκ συστήματος που συνάντησαν πολύ πιο ανυπέρβλητα εμπόδια και πολύ μεγαλύτερες τραγωδίες; Μπορεί, ειδικά αν είναι τόσο συμπαθής και ειλικρινής όσο ο Τζον Μπον Τζόβι.
Thank You, Goodnight: The Bon Jovi Story (Official Trailer)