ΣΕ ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ αυτού του περσινού ντοκιμαντέρ για τον Ντάριο Αρτζέντο, ο Ιταλός μαέστρος του εκλεκτικού τρόμου, καθώς συλλογίζεται ποιο είναι το στοιχείο ή το συναίσθημα που αναμοχλεύει τόσο έντονα και με τόσο ιδιαίτερο –και φετιχιστικό– τρόπο στις ταινίες του, δεν κάνει λόγο για φόβο, τρόμο, αγωνία, αλλά για κάτι άλλο, συγγενές μεν αλλά και διαφορετικό συγχρόνως.
«Αυτό που αναζητώ είναι ο πανικός», λέει, χαρίζοντας εκείνη τη στιγμή στην εξαιρετική αυτή –και κατά τόπους ιδιοσυγκρασιακή όπως το αντικείμενό της, αλλά και παράξενα ατμοσφαιρική όπως το έργο του– «βιογραφική» ταινία του Σιμόνε Σκαφίντι, που εδώ και λίγο καιρό έχει βρει τον δρόμο της στις πλατφόρμες και θα προβληθεί επίσης στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Κατά σύμπτωση (ή και όχι), η λέξη «πανικός» φιγουράρει και στον τίτλο της μεγάλης ρετροσπεκτίβας του 83χρονου δημιουργού που έγινε αυτές τις μέρες στο IFC Center της Νέας Υόρκης με τίτλο Panic Attacks: The Films of Dario Argento, όπου προβλήθηκαν δεκατρείς από τις ταινίες του, ανάμεσά τους απαράμιλλα κομψοτεχνήματα του λεγόμενου «giallo» όπως το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (είχε ξεκινήσει ως σεναριογράφος) «Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά» (1970), το «Βαθύ Κόκκινο» (1973), το «Suspiria» (1977), το «Inferno» (1980), το «Tenebrae» (1982) ή το «Opera» (1987) που ήταν και η πρώτη του ταινία που είχα δει όταν βγήκε εκείνη τη χρονιά στις ελληνικές αίθουσες. Ακόμα όταν τη σκέφτομαι βάζω αντανακλαστικά το χέρι μπροστά από τα μάτια μου.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως συνεισφορά είναι του ίδιου του Αρτζέντο, ο οποίος σε παρασύρει να τον χαζεύεις ακόμα κι αν δεν κάνει τίποτα, ακόμα κι όταν στέκεται αφηρημένος ή στοχαστικός, λουσμένος μ’ ένα απόκοσμο κιαροσκούρο, σαν αυτό στις ταινίες του.
Αυτό το αφιέρωμα περιλαμβάνει και μια ταινία που δεν είναι του Αρτζέντο, την κλέβει όμως με τη συγκλονιστική παρουσία του, μπροστά από την κάμερα αυτή τη φορά, σε μια πραγματικά αξέχαστη ερμηνεία. Πρόκειται για το συνταρακτικά στοιχειωμένο –όχι από δαίμονες, αλλά από το τρομακτικό φάσμα της άνοιας– προπέρσινο αριστούργημα «Vortex» του Γκασπάρ Νοέ, ο οποίος είναι ένας από τους σκηνοθέτες - οπαδούς του Αρτζέντο που καταθέτουν το δέος τους για το έργο του στο ντοκιμαντέρ. Ο Νοέ παρομοιάζει την εμπειρία του να δεις για πρώτη φορά ταινία του Αρτζέντο με την πρώτη φορά που ένα παιδί δοκιμάζει Coca-Cola και εθίζεται διά παντός.
Ο πάντα ευφραδής Γκιγιέλμο Ντελ Τόρο περιγράφει το σινεμά του Αρτζέντο ως ένα «οργισμένο σύμπαν όπου κυριαρχεί κάποιο απόκοσμο, οικουμενικό κακό», και στη συνέχεια επιχειρεί κι αυτός με τη σειρά του μια γλαφυρή παρομοίωση: «Είναι σα να βγαίνει κάποιος από την τράπεζα και να λέει "θα εκτελέσω έναν όμηρο". Το κοινό όμως δεν τον πιστεύει και τότε εκείνος εκτελεί έναν όμηρο. Σοκαρισμένο το κοινό λέει "θεέ μου, μιλάει σοβαρά". Αυτό κάνει ο Αρτζέντο. Τα πάντα στις ταινίες του προσπαθούν να σε σκοτώσουν».
Κι αυτό συμβαίνει συχνά μέσω της αβάσταχτης ομορφιάς, τόσο στην εικόνα όσο και στον ήχο, είτε πρόκειται για new wave / italo disco επένδυση ή για τις φοβερές μουσικές που του έγραφαν οι συμπατριώτες του Goblin (εκ μέρους των οποίων μιλάει στο ντοκιμαντέρ ο Κλάουντιο Σιμονέτι). «Είναι ξωτικό, ζόμπι ή καταπιεσμένος ζωγράφος;», αναρωτιέται ο Δανός σκηνοθέτης Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν για τον Αρτζέντο, πριν παραδεχτεί ότι έχει κατακλέψει τις ιδέες του.
Πιο διαφωτιστικές όμως –όσο είναι δυνατόν για μια προσωπικότητα που αγαπά τις σκιές– και πιο ουσιαστικές σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο Ντάριο Αρτζέντο είναι οι μαρτυρίες διάφορων γυναικών της ζωής του, με πιο έντονη ίσως αυτή της μικρής του κόρης (και πρωταγωνίστριάς του από τα 16 της ήδη) Άζια Αρζέντο, η οποία ξετυλίγει όλο το νήμα της πολυκύμαντης και ταραχώδους κατά περιόδους σχέσης τους. Μιλάει επίσης, μεταξύ άλλων, η πρώτη του σύζυγος Μαρία Καζάλες, η οποία στην ερώτηση «γιατί ερωτευτήκατε τον Ντάριο Αρτζέντο;», απαντά ως εξής: «Επειδή, γνωρίζοντάς τον, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς».
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως συνεισφορά είναι του ίδιου του Αρτζέντο, ο οποίος σε παρασύρει να τον χαζεύεις ακόμα κι αν δεν κάνει τίποτα, ακόμα κι όταν στέκεται αφηρημένος ή στοχαστικός, λουσμένος μ’ ένα απόκοσμο κιαροσκούρο, σαν αυτό στις ταινίες του. Στο τελευταίο πλάνο του ντοκιμαντέρ κοιτάζει σκυθρωπός την κάμερα (και τον θεατή) αλλά σιγά-σιγά σχηματίζεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του, σαν άτακτο παιδί που έκανε μια σκανταλιά αλλά ξέρει ότι κανείς δεν θα το τιμωρήσει.
Η ταινία «Dario Argento Panico» θα προβληθεί στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (7-17/3).