ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία και πολλοί μήνες πολέμου στη Γάζα δεν έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, παρότι τέτοια γεγονότα αίματος και βίας ενοποιούνται στα δελτία ειδήσεων και τη ροή τους. Και όμως, θα έλεγε κανείς, υπάρχει κάτι που αφορά και τις δύο περιπτώσεις. Διαπιστώνουμε ότι τα κράτη, είτε μικρά, όπως το Ισραήλ, είτε μεγάλα και με αυτοκρατορικές φιλοδοξίες (όπως η Ρωσική Ομοσπονδία), δεν μπορεί να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο όταν παίζονται χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Ας το διατυπώσουμε αλλιώς: ο κόσμος μας θα βυθίζεται διαρκώς αν οι κυβερνήσεις πράττουν ό,τι θέλουν χωρίς ουσιαστικό κόστος. Έστω κι αν αυτό που ονομάζουμε κατ’ ευφημισμόν «διεθνή κοινότητα» είναι ένα ένα χλωμό σύνολο από συμφέροντα και εκκλήσεις, κυνικούς υπολογισμούς και μεγάλα λόγια, θα έπρεπε να κόβεται η φόρα του όποιου Πούτιν και του κάθε Νετανιάχου.
Προφανώς, η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να επιβάλει κανόνες σε ανορθόδοξους παίκτες της πολιτικής, σε ένοπλες οργανώσεις τύπου Χαμάς ή σε παραστρατιωτικές ομάδας και παράνομα δίκτυα. Τα επίσημα κράτη, όμως, είναι υπόλογα. Και αν το θέμα της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι περίπλοκο, υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι ώστε να έχουν πραγματικό κόστος η βαναυσότητα μιας στρατιωτικής επέμβασης, η καταστροφική βία κατά υποδομών και πολιτών και προφανώς η εισβολή και η κατάκτηση εδαφών.
Έστω κι αν αυτό που ονομάζουμε κατ’ ευφημισμόν «διεθνή κοινότητα» είναι ένα ένα χλωμό σύνολο από συμφέροντα και εκκλήσεις, κυνικούς υπολογισμούς και μεγάλα λόγια, θα έπρεπε να κόβεται η φόρα του όποιου Πούτιν και του κάθε Νετανιάχου.
Όπως στο εσωτερικό έχουμε ανάγκη από πιο ισχυρά και δεσμευτικά συμβόλαια, έτσι και στη διεθνή ζωή γίνεται αδύνατη πια η συμφιλίωση με αυτόν τον συνδυασμό ανομίας, θρασύτητας και αυταρχικής πυγμής που εκτυλίσσεται γύρω μας. Η παραγωγή ανθρωπιστικών καταστροφών από φρικτές ηγεσίες –είτε έχουν «δημοκρατική νομιμοποίηση» είτε όχι– δεν μπορεί να συνεχίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Όμως αυτό που δυσκολεύει την κρίση μας και οδηγεί πολλούς ανάμεσά μας σε ασυνεπείς και αλλοπρόσαλλες στάσεις είναι ότι το ίδιο το πολιτικό μας συναίσθημα δουλεύει με μονοκαλλιέργειες: είναι μηχανισμός που στήνεται πάντα στην ιδέα ότι έχουμε έναν βασικό φίλο και έναν θεμελιώδη εχθρό. Πολλοί, ας πούμε, που «νιώθουν» τους Παλαιστίνιους δεν αισθάνονται κάτι για τους Ουκρανούς (αν δεν αισθάνονται αντιπάθεια και αρκετή καχυποψία). Και αντιστρόφως, μέσα σε κόσμο που έχει ευαισθητοποιηθεί για το ρωσικό καθεστώς και τις άθλιες πρακτικές του η κυβέρνηση του Ισραήλ αθωώνεται σαν να αμύνεται (απλώς) απέναντι σε μια ισλαμιστική οργάνωση σαν τη Χαμάς και τις επιθέσεις της. Το πολιτικό συναίσθημα των μεν και των δε αρνείται με πείσμα να συνδυάσει, να διακρίνει, να συμπεριλάβει πολλά και διαφορετικά μέτωπα. Συντονισμένο, αντιθέτως, με τα σμήνη των echo chambers του διαδικτύου, αυτό το συναίσθημα οχυρώνεται σε μια αποκλειστική ζώνη ταυτίσεων και διαχωρισμών, αφορισμών και ταυτίσεων.
Απέναντι σε αυτές τις κλειστές κοινότητες συγκίνησης χρειαζόμαστε πολιτικές δυνάμεις και διανοητικά ερεθίσματα που θα μπορούσαν να επιδράσουν παιδαγωγικά στους οπαδούς και τα μέλη τους. Όπως έχουμε ανάγκη κυβερνήσεις και διεθνείς οργανώσεις που θα είχαν τη διάθεση να είναι και με τον λαό της Γάζας και με τα θύματα της 7ης Νοεμβρίου (σε εκείνες τις βάρβαρες επιθέσεις της Χαμάς στα κιμπούτς) και με τους Ουκρανούς που υποφέρουν από τον εισβολέα και συγχρόνως με τις φωνές της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Ρωσία και όλους όσοι διαφωνούν με τον αυταρχικό εθνικισμό του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Αναζητώντας μια πολυευαίσθητη στάση δεν ψάχνουμε συμψηφισμούς των δεινών ούτε κάποια «διπλωματική» αναφορά σε δυσάρεστα και καταδικαστέα γεγονότα. Το αντίδοτο στα μονόπαντα συναισθήματα δεν είναι κάποιες κρύες και ανόρεκτα διαχειριστικές ανακοινώσεις που βγαίνουν από γραφεία Τύπου. Ας ξεκινήσουμε απλώς από το στοιχειώδες: δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία είναι σκανδαλώδες να υπάρχουν άνθρωποι που δικαιολογούν ή και στηρίζουν το πουτινικό σχέδιο. Από την άλλη, είναι μεγάλο λάθος που κάποιοι, παρά τον τεράστιο αριθμό νεκρών και το ύψος των σπαρακτικών καταστροφών, διστάζουν να καταδικάσουν την ισραηλινή πολιτική γενικής ισοπέδωσης και εκδίωξης πληθυσμών στο όνομα της (ουτοπικής) εκρίζωσης της Χαμάς. Πρέπει, φυσικά, να παραδεχτούμε πως το πρώτο πλήθος (των «αντι-ουκρανικών» φωνών) είναι πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό όσων συμφωνούν με την πορεία και τις πράξεις των ισραηλινών αρχών. Η διακριτική ή και ανοιχτή στήριξη των βασικών επιχειρημάτων της ρωσικής ηγεσίας για τη Δύση και την Ουκρανία είναι αρκετά διαδεδομένη και σε αυτό έχουν μερίδιο ευθύνης κόμματα και οργανώσεις (κυρίως της αριστεράς αλλά και της εθνικιστικής δεξιάς).
Το ερώτημα είναι αν αυτές οι νοσηρές μεροληψίες και η τύφλωση απέναντι στον αυταρχισμό θα συναντήσουν επιτέλους περισσότερο αντίλογο. Οι κωμικοτραγικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, η ιδεολογική ισχνότητα της κεντροδεξιάς αλλά και η τεμπέλικη απροθυμία άλλων παικτών (όπως το ΠΑΣΟΚ) να ασχοληθούν με ζητήματα πολέμου και ολοκληρωτισμού πρέπει να μας κάνουν περισσότερο απαισιόδοξους. Αν δεν βρεθούν θεσμικοί παίκτες για να παρέμβουν στο συναισθηματικό πεδίο και τις ταυτότητες που έχουν διαμορφωθεί, θα συνεχίσουν οι μεν να νιώθουν μόνο τον Παλαιστίνιο και οι δε μόνο τον Ουκρανό. Και αν για λόγους ψυχισμού οι συγκινήσεις και οι στρατεύσεις μας θα έχουν πάντα κάτι μονόπαντο και άνισο, ας είναι τουλάχιστον πιο μεστές και δίκαιες οι πολιτικές μας κρίσεις και το ιστορικό μας βλέμμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.