ΗΜΟΥΝ ΣΧΕΔΟΝ ΓΥΜΝΗ και περίπου ξαπλωμένη σε ένα διπλό κρεβάτι μετά από «κάτι» που έμοιαζε με σεξ. Από το σαλόνι αντηχούσε σε ανοιχτή ακρόαση η τηλεφωνική συνομιλία του Ποσειδώνα με κάποιον συνεργάτη του. Θέμα: προβλήματα στο δικηγορικό γραφείο.
Μασουλώντας μια μπανάνα, μου ψιθύρισε «μετά το σεξ είναι απαραίτητη, έχει ποτάσιο», προσφέροντας μου τη μισή. «Μισή μπανάνα - μισό σεξ, καλά πήγε αυτό», σκέφτηκα όσο έψαχνα λίστες στο Spotify με τίτλο «Runaway songs for lovers».
«Τελείωσε η βότκα;» ρώτησα διπλωματικά.
«Μόνο κόκα-κόλα έχω στο ψυγείο».
Δεν ξέρω αν ακούγοντας κάθε μέρα Lana del Rey απέκτησα daddy issues, αλλά και αν αποκτούσα, καλύτερα να τα έλυνα με τον ίδιο μου τον πατέρα κι ας μην του μιλούσα για χρόνια, παρά με αυτόν τον γιάπη.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μου ήταν ήδη αρκετά αηδιαστικό το θέαμα να τον βλέπω να μασουλάει τη μπανάνα ολόγυμνος, να μιλάει για business και να είναι «μαλακός». Έπρεπε να το αντέξω και νηφάλια;
Ήταν γκριζομάλλης, στα πενήντα, μουσάτος, γαλανομάτης, γυμνασμένος και οδηγούσε μια ασημένια Μερσέντα SLK. Δεν ξέρω αν ακούγοντας κάθε μέρα Lana del Rey απέκτησα daddy issues, αλλά και αν αποκτούσα, καλύτερα να τα έλυνα με τον ίδιο μου τον πατέρα κι ας μην του μιλούσα για χρόνια, παρά με αυτόν τον γιάπη.
«Είσαι όμορφη σαν Αφροδίτη, αλλά πιο τούμπανο. Γυμνάζεσαι;»
«The truth is I never bought into your bullshit when you would pay tribute to me…»
Ασφυκτιούσα ανάμεσα στα first world problems του και τα ηλίθια αστεία και η Lana τραγουδούσε μόνο για μένα στα ηχεία. Φοβόμουν ότι αν ισχύει αυτό με την μπανάνα και πάρει τα πάνω του, θα θέλει και δεύτερο γύρο.
«Daddy, τι νοίκι πληρώνεις για τη γαμιστρώνα σου;» είπα και τράβηξα μια τζούρα μπροστά στον καθρέφτη.
«Το αγόρασα με τον συνεταίρο από το γραφείο, δεν είναι κρυφό. Η γυναίκα μου ξέρει τα πάντα και δεν τη νοιάζει».
Απελπίστηκα. Αν δεν μπορούμε να μαλώσουμε, απορώ τι κάνουμε μαζί στο ίδιο κρεβάτι με αυτόν τον άγνωστο κύριο. «Don’t need your money to get me what I want», συνέχιζε η Lana στα ηχεία.
Ακούμπησε την μπανανόφλουδα στο κομοδίνο και οι τάσεις φυγής μου χτύπησαν κόκκινο. Τι κατάλαβε κι αυτή η φιλενάδα; Έγινε η Lana del Rey για να παντρευτεί τον χαμένο σύζυγο της Elisabeth Grant και να κυνηγάει αλιγάτορες. Χίλιες φορές ερωμένη με τον αρκούδο μου παρά white trash νυφούλα.
Ανυπομονούσα τόσο πολύ να βρεθώ ξανά στριμωγμένη, αλλά βασίλισσα στην γκαρσονιέρα μου στη Θεμιστοκλέους των 150 ευρώ τον μήνα, εντελώς ανυποψίαστη για το ότι τους επόμενους μήνες θα την έχανα για να τη χαρούν οι τουρίστες. Έριξα μια ματιά στο κινητό μου, βρήκα μια αναπάντητη και ένα sms από τον Άρη «p eisai t kns». Είχε εξαφανιστεί δύο μέρες. Έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι και είπα: «Θα φύγω, daddy, έχω κανονίσει να βγω με τα παιδιά». Ό,τι θα έλεγα και στον πατέρα μου δηλαδή.
Αμέσως σηκώθηκε, φόρεσε μια φόρμα και μια φανέλα. «Θέλω να σε ξαναδώ», μου είπε. «Δεν μοιάζεις με τα παιδιά της ηλικίας σου. Έχεις μια ωριμότητα σπάνια κι ένα βάθος…» Ναι, είχα από τότε την ωριμότητα του τραύματος και της επιβίωσης και τα αντιμετώπιζα ταυτόχρονα πάνω στο κρεβάτι και μπροστά στον καθρέφτη της γαμιστρώνας του Ποσειδώνα. Και πολλών άλλων θεών του Ολύμπου που με αποκαλούσαν «παιδί», ενώ είχα πάψει να είναι παιδί και πια δεν είμαι σίγουρη και αν ποτέ υπήρξα.
Καθώς οδηγούσε από το Παγκράτι προς τα Εξάρχεια, χαριεντιζόταν μόνος του για το πόσο κουλ είναι να οδηγεί με τις φόρμες μια ακριβή Μερσέντα και έκανε χιουμοράκι για το αν θα φτάσουμε μέχρι την πλατεία πριν του τη σπάσουν οι αντικαπιταλιστές αναρχικοί. Η Μερσέντα βρομούσε δέρμα, μπουρδολογία για τα φράγκα, λεβάντα και ΠΑΣΟΚ. Από τη μια ο Ποσειδώνας με τη Μερσέντα, από την άλλη ο Άρης, που για να τον συναντήσω έπρεπε να κάνω μεταμεσονύχτια καταδρομική στα σκαλιά του λόφου του Στρέφη πάνω σε δεκάποντα.
Φτάσαμε στην αρχή της Θεμιστοκλέους. «Εδώ είναι καλά», του είπα, όπως θα έλεγα σε οδηγό ταξί. «Τι σου οφείλω για την κούρσα;» Έσκασε στα γέλια, βγήκε από τη Μερσέντα, μου άνοιξε την πόρτα, μου φίλησε το χέρι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Να προσέχεις, Αφροδίτη».
Οι φιλενάδες μου με περίμεναν με περιπτερόκρασα σε κάποιο παγκάκι της πλατείας εντελώς ανυποψίαστες για το ότι αυτή η πλατεία δεν θα είναι δικιά μας για πάντα.
«Μωρή, σε ψάχνει ο Άρης».
Όπως πάντα, έκανα ότι δεν τον ξέρω ή δεν θυμάμαι το όνομά του.
«Ποιος Άρης;»
«Το τσόλι με τις πρησμένες γάμπες».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.