ΚΟΙΤΑ ΕΔΩ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Χώματα και φασαρία κάθε μέρα τρεις μήνες τώρα. Ούτε το γιοφύρι της Άρτας να χτίζανε. Αν δεν σκουπίσω τρεις φορές τη μέρα, θα πνιγούμε από τη σκόνη. Μέχρι να το κάνουν ξενοδοχείο, θα μου το ’χουν κλείσει το μαγαζί.
Πού να ’βλεπες πώς ήταν εδώ παλιά. Έχεις δει ποτέ απλώστρα με μπουγάδα πάνω στο πεζοδρόμιο; Εδώ, επί της Δροσοπούλου; Να θες να περάσεις και να πρέπει να σπρώξεις την απλώστρα. Μωρουδιακά, κολάν, φόρμες, εσώρουχα, όλα μαζί. Ήμασταν που ήμασταν σαν το Χονγκ Κονγκ στην Κυψέλη, δεν μας έφταναν οι μαύροι, δεν μας έφταναν οι Κινέζοι, δεν μας έφταναν οι Άραβες, ήρθαν και οι ξανθομπάμπουρες! Στο τέλος θα ζητάμε ειδική άδεια κυκλοφορίας για να μπούμε στην είσοδο της πολυκατοικίας μας. Κι εμείς σε ημιυπόγειο μεγαλώσαμε, στη Φωκίωνος μάλιστα, πάνω στον πεζόδρομο, αλλά δεν βγάζαμε την μπουγάδα στον δρόμο.
Ξέρεις ποια έμενε εκεί; Η Μαύρη Καλλονή! Η Λαουάλ. Με τον άντρα της τον Τζέρι και τρία μωρά. Νιγηριανοί. Καθημερινοί πελάτες. Για μπίρες και χύμα κρασί και πάντα μου επέστρεφαν και τα γυάλινα μπουκάλια.
Τι να έκανα, 14 χρονών παιδί, του τα ’δωσα βερεσέ, από το να το αφήσω να κολλήσει καμιά παλιοαρρώστια. Την επόμενη μέρα, ίδια ώρα, να σου πάλι ο Ηρακλής με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Πριν από τρεις μήνες τούς βγάλανε από την τριώροφη. Να την έβλεπες το βράδυ, μετά τις έντεκα, πώς ανηφόριζε προς το πάρκο του Φιξ. Ξέρεις τι είναι εκεί; Θα τα μάθεις με τον καιρό, το μαγαζί αυτό έχει μέλλον. Άμα το κάνεις μπαρ, θα πιάσεις την καλή. Αλλά κοίτα να ξεστραβωθείς κι εσύ και οι συνέταιροί σου. Εδώ δεν είναι Βερολίνο. Να μάθετε τη γειτονιά όσο προλαβαίνετε. Δεν ξέρεις ότι εκεί κάνουν πιάτσα οι μαύρες; Από Γκάνα, από Νιγηρία, απ’ όπου.
Τον θυμάσαι τον Ηρακλή; Τον οικοδόμο, τον γιο της Αλβανίδας που είχε τον φούρνο στη Βικτώρια. Ήρθε μια νύχτα την ώρα που κατέβαζα ρολά.
«Κυρά Ματούλα, θέλω καπότες».
«Κι επειδή σε πιάσαν εσένα οι σηκωμάρες σου νυχτιάτικα, πρέπει να ξανανοίξω το μαγαζί;»
«Σε παρακαλώ, κυρα-Ματούλα, είναι επείγον» και έπεσε στα γόνατα.
Τι να κάνω, τον έβαλα να μου σηκώσει τα ρολά, γιατί έχω και τη δισκοκήλη, μπήκα μέσα, πήρα ένα πακέτο και του το ’δωσα.
«Σου φτάνουν τρία;»
Βάζει το χέρι στην τσέπη, τραβάει μια χούφτα κέρματα κι αρχίζει να μετράει εικοσάλεπτα, πενηντάλεπτα, μονόευρα.
«Πάρ’ τα τώρα», του λέω, «και περνάς αύριο».
«Κυρά Ματούλα, να σε ρωτήσω κάτι;»
Κοίτα να δεις, λέω, που θα με ρωτήσει πώς να βάλει την καπότα και θα τον διαολοστείλω.
«Μου φτάνουν τόσα για “γυναίκα”;»
«Βρε απαράδεκτε, εμένα βρήκες να ρωτήσεις πόσα παίρνει η πουτάνα; Τράβα ρώτα τον πατέρα σου».
«Πού να τον βρω στον Κορυδαλλό να τον ρωτήσω;»
«Ρώτα έναν άντρα, εμένα βρήκες; Άντε στο καλό, και πέρνα αύριο».
Τι να έκανα, 14 χρονών παιδί, του τα ’δωσα βερεσέ, από το να το αφήσω να κολλήσει καμιά παλιοαρρώστια. Την επόμενη μέρα, ίδια ώρα, να σου πάλι ο Ηρακλής με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Βγάζει ένα δεκάευρο και μου λέει:
«Ακριβή είσαι, κυρα-Ματούλα, στο σούπερ-μάρκετ τα πουλάνε μισή τιμή».
Άσ’ το, λέω από μέσα μου, μην τον ξεσυνερίζεσαι, μικρός είναι και δεν μπορεί να κουμαντάρει τα ντουζένια του.
«Με πέντε ευρώ στο πάρκο Φιξ έκανα και τη “δουλειά” μου, εσύ είσαι πιο ακριβή και απ’ τις πουτάνες».
«Βρε πανάθεμα το κεφάλι σου», του λέω.
«Σ’ τα χαρίζω και σε καλή μεριά, αλλά όχι και να με δουλεύεις ψιλό γαζί».
Κι όμως μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, και μάλιστα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Πήγε στην πιάτσα, διάλεξε όποια ήθελε, της έδειξε τα φραγκοδίφραγκα, αλλά ήταν λίγα. Επέμενε αυτός, λέει, και τελικά τον πήρε μέσα στο παρκάκι. Στα όρθια και πίσω από τους θάμνους. Αλλά τον πήρε. Κι όταν ήρθε μια φιλενάδα της, δεν την έδιωξε, έπιασαν την κουβέντα μπροστά στον Ηρακλή. Κι αυτός απτόητος. Ασταμάτητος.
«Άντε βρε, σ’ τα κερνάω για να μην έχεις παράπονο, και να προσέχεις».
Βγαίνει ο Ηρακλής, μπαίνει μέσα η Λαουάλ με μια σακούλα γεμάτη μπουκάλια μπίρες, ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλα δύο να κρέμονται από τη ζακέτα της. Πάγωσε ο μικρός. Είχε κοκαλώσει και μας κοιτούσε έξω από την τζαμαρία.
Έτσι έμαθε τον έρωτα ο Ηρακλής, με καπότες βερεσέ και στα όρθια, και τώρα περνάει με τη μηχανάρα του και ούτε που γυρίζει να κοιτάξει. «Κατάλαβες, αγόρι μου; Δεν είσαι αγόρι; Α πα πα! Σε πέρασα για άντρα, κοπέλα μου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.