ΠΑΝΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ η καθολική επιδοκιμασία του αξιοκρατικού ιδανικού (οι άξιοι/ικανοί πρέπει να επιβραβεύονται περισσότερο) συνδυάζεται με την παράκαμψη και την αθέτησή του στην πράξη. Το ίδιο το κράτος, οι οικογένειες και τα άτομα «μαθαίνουν» πως δεν πρέπει να έχουν τις σχετικές αυταπάτες. Επιτρέπουν, έτσι, στον εαυτό τους δόσεις διαφθοράς και κουτοπόνηρης επιτηδειότητας χάριν της επιβίωσης ή, στην περίπτωση των κρατικών αξιωματούχων, στο όνομα της επανεκλογής τους.
Αν ωστόσο η «αξιοκρατία» παραμένει το φετίχ των κοινωνιών μας, τα αποτελέσματα των πιέσεων αυτής της ιδέας στη ζωή των νεότερων δεν είναι τόσο αθώα. Πρακτικά έχει τροφοδοτήσει μια αλυσίδα δραστηριοτήτων για τα παιδιά και μαζί την πανικόβλητη συσσώρευση αποδεικτικών και τίτλων. Κάθε παιδί καλείται να γίνει όχημα επιτυχίας για τους άλλους, τους γονείς του ή τους φίλους των γονιών του.
Στην πραγματικότητα, αυτός ο μηχανισμός, έτσι όπως έχει παραφουσκώσει και υπερχειλίσει, έχει δημιουργήσει μια φούσκα ψεύδους και κρυφής δυστυχίας για χιλιάδες νέους. Η υπερφόρτωση του χρόνου των νεότερων είναι ένα εργαστήριο νευρώσεων και στην ενήλικη ζωή, μια πηγή κατάθλιψης.
Γίνονται σώματα απρόθυμα, βίαια ή ανορεξικά. Παιδιά στρέφονται κατά του εαυτού τους και των συνομηλίκων τους, ζητώντας καταφύγιο στην ηδονική ψευδο-αξιοκρατία του κακού.
Θα αντιτείνει κανείς πως δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά. Βρισκόμαστε σε κοινωνίες όπου μετράει πολύ η ανταγωνιστική επίτευξη στόχων και συγκεκριμένων βηματισμών. Υποθέτουμε, επίσης, ότι κάπως έτσι οι νεότεροι αποκτούν αίσθημα ευθύνης και ωριμάζουν, μαθαίνοντας πως η κοινωνία δεν είναι κάποια ευσπλαχνική χορηγός δώρων αλλά ένα πεδίο ασκήσεων και αμοιβαίας σκληρότητας.
Τι βλέπουμε όμως να εκτυλίσσεται; Όσο μεγαλώνουν οι απαιτήσεις-δραστηριότητες και η λίστα των απαιτούμενων τελικών προσόντων, τόσο περισσότερο απορρυθμίζεται ο ψυχισμός των προσώπων. Η οικοδόμηση του εαυτού με υλικό ανεδαφικές και υπερβολικές προσδοκίες (κάποιων ταλέντων, χαρισμάτων κ.λπ.) γεννάει τέρατα.
Ξανασκέφτηκα εδώ αυτήν τη σχέση μεταξύ ένδοξης αξιοκρατίας και καταπατημένης ζωής με αφορμή διάφορα κρούσματα εφηβικής βαναυσότητας που σχολιάζονται διαρκώς στα δελτία. Μπορεί να έχουν, αναμφίβολα, αιτίες σχετικές με την κοινωνική καχεξία ενός περιβάλλοντος ή τις εμπειρίες οικονομικής πτώσης της οικογένειας. Είναι όμως αδιάψευστος πια και ένας μηδενισμός που συνιστά, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, παθητική αντίδραση στις καθιερωμένες αξίες. Λόγου χάρη, κάποια σώματα δεν ανταποκρίνονται στην αποθέωση της αξιοκρατίας (και της «αριστείας» ως υπερθετικού βαθμού αξιοκρατίας),.
Γίνονται σώματα απρόθυμα, βίαια ή ανορεξικά. Παιδιά στρέφονται κατά του εαυτού τους και των συνομηλίκων τους, ζητώντας καταφύγιο στην ηδονική ψευδο-αξιοκρατία του κακού. Πραγματοποιούν με τον τρόπο τους μια έμπρακτη μεταστροφή των αξιών: το «καλό τους» –το οποίο επικαλούνται οι γύρω τους– παράγει δυστυχία κι έτσι αυτά επιλέγουν την πλευρά του κακού ως μια πιο θερμή εμπειρία ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Τους ελκύει να γίνουν τουλάχιστον κάπως τρομακτικοί αρκεί να τους υπολογίζουν στην κλίμακα των ομοίων τους. Καταξιώνονται λοιδορώντας τις αξιοσέβαστες αξίες και πρώτα απ’ όλα την αξία της ίδιας της μικρής τους ηλικίας: δρουν σαν «μεγάλοι εγκληματίες» μέσα στα σώματα και τις λέξεις των δεκατεσσάρων τους χρόνων, θλιμμένα και προκλητικά μικρομέγαλα πλάσματα.
Αυτός ο μηδενισμός φαίνεται να κρύβει πάντα ένα έλλειμμα δύναμης, μια άτονη επιθυμία που ψάχνει να πάρει «ενέργεια» από τη βία. Μοιάζει σκανδαλώδες για τη συμβατική μας σκέψη, αλλά είναι η ανούσια συσσώρευση τίτλων και προσόντων που παράγει –πολλαπλασιάζοντάς τους μάλιστα– τους λογής «αποτυχημένους» και ματαιωμένους. Η ιδεολογία του προικισμένου με άπειρα εφόδια παιδιού το απομακρύνει από οποιαδήποτε χαρά. Οι γονείς που σχεδόν επινοούν, υπερβάλλοντας, διάφορα επιτεύγματα των παιδιών τους υποθάλπουν, δίχως να το ξέρουν, τις αδράνειες, τις αντιδημιουργικές και μηδενιστικές συμπεριφορές με τις οποίες, στη συνέχεια, σκανδαλίζεται το γενικό κοινό.
Άλλωστε, η καθημερινή ειδησεογραφία περί «εφηβικών συμμοριών» έχει γίνει ένας αφορισμός για τους μεγαλύτερους. Και αυτοί δεν κάνουν άλλο από το να αναπέμπουν δεήσεις υπέρ της χαμένης τάξης των αλλοτινών καιρών. Οι μεγάλοι εξωραΐζουμε συχνά τη βία των δικών μας εποχών, ενώ οι νεότεροι δεν αντιλαμβάνονται ακριβώς το πρόβλημα γιατί έχουν άλλου τύπου αγωνίες και ζητούμενα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα. Παντού, στον έναν ή άλλον βαθμό, μιλούν για τα πειστήρια και τις διαδρομές μιας απορυθμισμένης εφηβικής ζωής όπου η βία (και ιδίως η βία κατά των άλλων νέων, ένας ενδο-γενεακός εμφύλιος) «έχει ξεφύγει».
Την ίδια στιγμή που έχει φτάσει στα ύψη η αξιοκρατική πίεση για προσαρμογή και ανακατεύθυνση των εαυτών στον θαυμαστό νέο κόσμο, μεγεθύνονται και οι ασύντακτες αντιδράσεις των παιδιών. Μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση. Και δικαιούται να σκεφτεί κανείς πως έχει έρθει η στιγμή για σοβαρές αναθεωρήσεις στην ηθική μας, που θα θέσουν την αίσθηση του σεβασμού στον άλλον πάνω από την αριστεία των επιδόσεων και την καλλιέργεια μιας πρακτικής, κοινωνικής συνείδησης πάνω από την αποθέωση των προσόντων.
Το δίδυμο αξιοκρατικής ρητορείας και απορρυθμισμένης ζωής, η ιδεολογία της επιτυχίας και συγχρόνως η εικόνα του loser ανήκουν στα κατάλοιπα ενός προηγούμενου συστήματος αξιών. Είναι αυτό το παρελθόν που βαραίνει πια πολύ τους ώμους των νεότερων, ενοποιώντας παλιές μορφές βίας με καινούργια είδη αμηχανίας και σύγχυσης. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή επαναξιολόγηση των προτύπων πριν αρχίσουμε πάλι να ξαφνιαζόμαστε από το επόμενο ραντεβού δεκαπεντάχρονων στην πλατεία για ξύλο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.