«Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΑΠΟΦΑΝΘΗΚΕ σήμερα ομόφωνα για την αθωότητά μου. Σήμερα νιώθω δικαιωμένος και είμαι ευγνώμων στην ελληνική Δικαιοσύνη και στoυς αμέτρητους καλλιτέχνες, συνεργάτες και φίλους που με αταλάντευτη πίστη και αμέριστη αγάπη στάθηκαν δίπλα μου αυτά τα οκτώ χρόνια της οδυνηρής περιπέτειάς μου».
Την περασμένη Τρίτη με την αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών στην υπόθεση του Γιώργου Λούκου γράφτηκε το φινάλε μιας από τις πλέον ντροπιαστικές σελίδες στο ελληνικό πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Ο άλλοτε πρόεδρος και διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ αθωώθηκε μετά από μια πολυετή δικαστική μάχη και αποτίναξε από πάνω του τη ρετσινιά της διασπάθισης δημοσίου χρήματος με την οποία για χρόνια σπιλώθηκε. Οσα θλιβερά –ενίοτε και τραγελαφικά– προηγήθηκαν αποκάλυψαν τον τρόπο με τον οποίο ασκούσε εξουσία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την αντίληψή της για την πολιτιστική πολιτική.
Για τους ανθρώπους που με κάποιο τρόπο συνδέονται με τον πολιτισμό αλλά και το κοινό που στηρίζει την τέχνη, ο Γιώργος Λούκος υπήρξε το πρόσωπο που καθόρισε όσο λίγα τη σχεση μας με την τέχνη κι έβαλε το Φεστιβάλ Αθηνών στον παγκόσμιο χάρτη.
Όχι άκοπα: έκοψε τις πελατειακές διασυνδέσεις με την εξουσία, έβαλε σε δημιουργικές δοκιμασίες τους βολεμένους, πέταξε τους σκελετούς από τις ντουλάπες της τέχνης, ήρθε σε ρήξη με τα παγιωμένα συμπτώματα του παρελθόντος, παραμέρισε μεσάζοντες, ξεβόλεψε παραγωγούς και πολιτικά βύσματα έκλεισε τα τηλέφωνα στις ξιπασμένες φωνές που αντιμετώπιζαν τον θεσμό ως εργαλείο προσωπικής προβολής.
Όμως, κακά τα ψέματα, καμία επιχείρηση σπίλωσης και απομάκρυνσής του από το τιμόνι του οργανισμού που αναμόρφωσε δεν θα μπορούσε να επιτύχει, αν οι εκ φύσεως διττές του αρμοδιότητες (τόσο σε ρόλο οικονομικού υπευθύνου όσο και καλλιτεχνικού διευθυντή) δεν τον έκαναν ευάλωτο απέναντι σε μηχανισμούς που δεν γνώριζε.
Για τους ανθρώπους που με κάποιο τρόπο συνδέονται με τον πολιτισμό αλλά και το κοινό που στηρίζει την τέχνη, ο Γιώργος Λούκος υπήρξε το πρόσωπο που καθόρισε όσο λίγα τη σχεση μας με την τέχνη κι έβαλε το Φεστιβάλ Αθηνών στον παγκόσμιο χάρτη. Όχι άκοπα: έκοψε τις πελατειακές διασυνδέσεις με την εξουσία, έβαλε σε δημιουργικές δοκιμασίες τους βολεμένους, πέταξε τους σκελετούς από τις ντουλάπες της τέχνης, ήρθε σε ρήξη με τα παγιωμένα συμπτώματα του παρελθόντος, παραμέρισε μεσάζοντες, ξεβόλεψε παραγωγούς και πολιτικά βύσματα έκλεισε τα τηλέφωνα στις ξιπασμένες φωνές που αντιμετώπιζαν τον θεσμό ως εργαλείο προσωπικής προβολής.
Ο Γιώργος Λούκος ανέλαβε το Ελληνικό Φεστιβάλ το φθινόπωρο του 2006, ερχόμενος στην Αθήνα από το Μπαλέτο της Οπερας της Λυών το οποίο διεύθυνε για δεκαετίες. Μέχρι το 2005, ο θεσμός που ανέλαβε να αναμορφώσει ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένος με το Ηρώδειο, με το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου κι ενίοτε το θέατρο του Λυκαβηττού. Ο ερχομός του σηματοδότησε –χάρη σε παραχώρηση της Εθνικής Τράπεζας– την ένταξη τεσσάρων νέων θεατρικών σκηνών, στον βιομηχανικό χώρο της Πειραιώς 260 (πρώην εργοστάσιο Τσαούσογλου), που αποτελεί ακόμα και σήμερα εμβληματικό σταθμό της σύγχρονης δημιουργίας.
Κοσμοπολίτης, βαθιά ευγενής, εμπνευσμένος, διεθνής, ανοιχτός, εργατικός, ο Γιώργος Λούκος μιλούσε μια γλώσσα που δεν γνώριζαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνος έστρεφε το βλέμμα στον κόσμο όταν εκείνοι απαιτούσαν από τους πολιτιστικούς θεσμούς να περιχαρακώσουν το ελληνοπρεπές, αμφισβητούσαν τη γόνιμη συνάντηση του κλασικού με το σύγχρονο, της παράδοσης με την εξέλιξη, της εγχώριας παραγωγής με τη διεθνή σκηνή. Φοβήθηκαν το ανήσυχο πνεύμα του, καλλιέργησαν την οργή στους κόλπους όσων (δικαίως ή αδίκως) ένιωσαν παραγκωνισμένοι από το φεστιβάλ, θεώρησαν ύποπτο ακόμα και το γεγονός ότι για κάποια χρόνια παραιτήθηκε της αμοιβής του.
Με άγνοια κινδύνου, μιλώντας σε ρεπορτάζ της Βένας Γεωργακοπούλου στην Εφ.Συν, λίγο πριν από τις εκλογές του 2015 και την επέλαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο Γιώργος Λούκος έκανε σκληρή κριτική στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό. Πού να ΄ξερε πόσο ακριβά θα το πλήρωνε.
«Το λιγότερο που μπορώ να πω για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το φεστιβάλ είναι ότι δεν ξέρει καν τι συμβαίνει στο φεστιβάλ. Ειδικά όταν προτείνει "ιδιαίτερη στήριξη των ελληνικών παραγωγών" μετά από ένα καλοκαίρι όπου κυριαρχούσε το ελληνικό πρόγραμμα – έστω και για λόγους οικονομικούς, αφού δεν υπάρχουν πια επιχορηγήσεις, θέλαμε να ενισχύσουμε τις πολλές και καλές ομάδες. Το ξεχνά αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και την άλλη, πολλαπλή προσφορά του φεστιβάλ στο ελληνικό θέατρο, πέρα από την οικονομική. Το φεστιβάλ: 1) Δίνει την ευκαιρία στους νέους Έλληνες σκηνοθέτες να γνωρίσουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Γιατί οι νέοι –και όχι δυστυχώς οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, που δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στην Πειραιώς– είναι κάθε βράδυ στο φεστιβάλ και βλέπουν τα πάντα. 2) Κάνει προσπάθειες να γνωρίσει και τη δική τους δουλειά στο εξωτερικό. Μιλάμε γι' αυτούς, προσπαθούμε με συνεργασίες (όπως τώρα με τη Σαουμπίνε του Όστερμαϊερ και το Théâtre de la ville στο Παρίσι) να ταξιδέψουν οι παραστάσεις τους έξω.
Αυτό, πάντως, που δεν πρέπει να ξεχνάμε –και μάλλον το υποτιμάει ο ΣΥΡΙΖΑ– είναι ότι παντού στον κόσμο βασικός στόχος και αρχή κάθε φεστιβάλ είναι να δείχνει στο κοινό τι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, όχι να περιχαρακώνεται σε εθνικά πλαίσια. Η ενίσχυση και προβολή της εθνικής παραγωγής είναι υπόθεση άλλων θεσμών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει "ριζική αναδιοργάνωση των στόχων του φεστιβάλ". Ε, λοιπόν, δεν το πιστεύω καθόλου. Το φεστιβάλ τα πάει πολύ καλά και η απόδειξη είναι απλή: έχουμε πάρα πολύ κόσμο και το 60-70% είναι νέα παιδιά που γεμίζουν την Πειραιώς κάθε βράδυ. Αυτό, σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, θα εθεωρείτο εξαιρετικά θετικό. Γιατί δείχνει στην πράξη ότι το φεστιβάλ παίζει τον πολιτιστικό του ρόλο.
Άλλα θα περίμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Να μας στηρίξει, για παράδειγμα, στην προσπάθειά μας να μη μεταφερθεί, όπως θέλει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ, το υπουργείο στα κτίρια της Πειραιώς 260, έναν ντε φάκτο πια ζωντανό πολιτιστικό χώρο, που τον αγαπά το ελληνικό κοινό και τον προτιμούν οι ξένοι καλλιτέχνες.
Δεν ξέρω ποιοι έγραψαν τις θέσεις του κόμματος. Δεν πιστεύω ότι ήταν πολιτικά στελέχη. Φοβάμαι ότι τις έκαναν διάφοροι καλλιτέχνες που προσπαθούν μέσω της πολιτικής να πετύχουν ό,τι δεν κατάφεραν μέσω της τέχνης τους. Ισως τους πειράζουν οι επιτυχίες των άλλων».
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο συριζαϊκής προέλευσης η καχυποψία στο πρόσωπό του καθώς, επί μία δεκαετία που υπηρέτησε το φεστιβάλ, αντιμετώπισε την καχυποψία του κάθε υπουργού Πολιτισμού (από τον Μιχάλη Λιάπη που αδυνατούσε να καταλάβει τι γοητευτικό είχαν τα βιομηχανικά απομεινάρια της Πειραιώς 260 μέχρι τον Κώστα Τζαβάρα που δίσταζε να ανανεώσει τη θητεία του), αλλά και την αμφισβήτηση από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ –Γιάννης Βούρος, Πέμη Ζούνη–, που τον εγκαλούσαν γιατί προτιμούσε για τις παραστάσεις τους χώρους της Πειραιώς 260 αντί του Ηρωδείου που θα απέφερε περισσότερα έσοδα στο φεστιβάλ, τον άλλοτε γενικό γραμματέα του ΥΠΠΟ επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας (2004- 2007) και πρόεδρο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου Χρήστο Ζαχόπουλο, που του κακοφαινόταν ο Μπέκετ στην Επίδαυρο, μέχρι την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων και το ΣΕΗ που οργάνωνε συνεντεύξεις Τύπου μαζί με τον Στέφανο Ληναίο, καταγγέλλοντας την απαξίωση της ελληνικής τέχνης!
Σε όλον αυτόν τον παραλογισμό της ελληνικής πολιτιστικής πραγματικότητας –την οποία ευτυχώς δεν γνώριζε και έτσι μπορούσε να αντικρούσει– απαντούσε με πολλή δουλειά, με το χαρακτηριστικό υπαινικτικό του χιούμορ και την άνεση ενός χορτασμένου ανθρώπου, ενίοτε και με την αθωότητα μικρού παιδιού. Εγινε ο συνδετικός κρίκος, ανάμεσα στην πόλη, την τέχνη και το ευρύ κοινό. Τόσο που μάθαμε με τα χρόνια να τον αναζητάμε μπαίνοντας στους χώρους του φεστιβάλ κι ανυπομονούσαμε για την επόμενή του συμφωνία, που ξέραμε ότι θα μας κάνει κοινωνούς της σύγχρονης πολιτιστικής πραγματικότητας.
H αρχή του τέλους
Ενα κουίζ από τη στήλη «Ωτοβλεψίες» των «Νέων» στις 21 Νοεμβρίου 2015 αναρωτιόταν «σε ποιον οργανισμό θα αποκαλυφθεί σκάνδαλο για διπλοπληρωμές 2 εκατομμυρίων ευρώ;» κι έμοιαζε να προαναγγέλλει τον μηχανισμό που είχε πάρει μπρος. Τέσσερις μέρες μετά (25 Νοεμβρίου 2015) το κουίζ απαντήθηκε στο πρωτοσέλιδο της «Εφημερίδας των Συντακτών» με τον τίτλο «Το μεγάλο φαγοπότι στο Ελληνικό Φεστιβάλ».
Τα ντοκουμέντα –χωρίς να γνωρίζουμε πώς, άλλωστε είναι απολύτως σεβαστό το δημοσιογραφικό απόρρητο– έφτασαν στα χέρια της δημοσιογράφου Έφης Μαρίνου, η οποία υπέγραψε το δημοσίευμα «Ζημιά 2,7 εκατ. ευρώ για το Δημόσιο από το Ελληνικό Φεστιβάλ». Σε αυτό παρουσίασε ένα πόρισμα (έπειτα από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους/Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων, για το διάστημα 16/12/2013 έως 13/6/2014) και εμμέσως πλην σαφώς καταλόγιζε στον Γιώργο Λούκο πλημμελή διαχειριστική ευθύνη. Οι κατηγορίες αφορούσαν διπλοπληρωμές σε εταιρείες που παρείχαν υπηρεσίες φωτισμού και ήχου για παραστάσεις του φεστιβάλ σε Πειραιώς 260, Ηρώδειο και Επίδαυρο.
Οπως εξηγούσε στο κείμενο:
«Ορισμένοι προμηθευτές του Ελληνικού Φεστιβάλ προκειμένου να αποκτήσουν ρευστότητα, δανείζονταν από τράπεζες και ως ενέχυρο εκχωρούσαν σ' αυτές απαιτήσεις τους από το Ελληνικό Φεστιβάλ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17/7/1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” (ΦΕΚ Α 224/13-8-1923).
Αν και τόσο από το νομοθετικό διάταγμα όσο και από τις επί μέρους συμβάσεις ενεχυριάσεως-εκχωρήσεως απαιτήσεων προβλέπεται ότι αποκλειστικός δικαιούχος αυτών των απαιτήσεων καθίσταται η τράπεζα-εκδοχέας, τρεις προμηθευτές (ENTTECH A.E., AUDIO CONTROL A.E. και YPSILON LIVE A.E.) προέβαιναν σε εκχώρηση των απαιτήσεών τους και το Ελληνικό Φεστιβάλ εξακολουθούσε να εξοφλεί αυτούς αντί για τις τράπεζες. Οι προμηθευτές αυτοί εισέπρατταν χωρίς να δικαιούνται τα οφειλόμενα ποσά, με αποτέλεσμα οι τράπεζες-εκδοχείς να στραφούν κατά του Ελληνικού Φεστιβάλ το οποίο αναγκάστηκε να προβεί σε διπλές πληρωμές.
Το λογιστήριο του φεστιβάλ δεν καταχώριζε τις εκχωρήσεις στα λογιστικά βιβλία του με αποτέλεσμα να προκύπτει η εικόνα ότι εξακολουθεί να χρωστάει προς τους προμηθευτές αντί για τις τράπεζες. Στο πόρισμα σημειώνεται ότι λόγω της ελλιπούς διοικητικής οργάνωσης του φεστιβάλ και της ανυπαρξίας εσωτερικού ελέγχου δεν έγινε δυνατόν να αποτραπεί ή τουλάχιστον δεν μπόρεσε να περιοριστεί η ζημιά από τον κακό χειρισμό της υπόθεσης. Τα ποσόν της τελικής ζημιάς του φεστιβάλ ανέρχεται στα 2.735.762 ευρώ».
Στο ίδιο κείμενο μάς ενημέρωνε πως «η υπόθεση έχει πάρει, έστω και καθυστερημένα, τον δρόμο προς τη Δικαιοσύνη και το αδίκημα θεωρείται κακούργημα και επισείει ποινή φυλάκισης 2-3 ετών για τους υπευθύνους», ότι «κανείς δεν είχε οικονομική εικόνα του Φεστιβάλ Αθηνών όλα αυτά τα χρόνια» κι ότι «το λιγότερο που μπορεί κανείς να ισχυριστεί είναι ότι πρόκειται για εγκληματική αμέλεια, εμφανέστατη κακοδιαχείριση του φεστιβάλ και μια διάθεση συγκάλυψης του σκανδάλου. Ο Γιώργος Λούκος θα μπορούσε την κρίσιμη στιγμή να ενημερώσει το υπουργείο Πολιτισμού, να διενεργήσει ΕΔΕ, να κάνει κάτι. Γιατί τόσο γιγαντιαία λάθη είναι δύσκολο να μην αποκαλυφθούν».
Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στις πλατείες και τις μνημονιακές περικοπές όλων των κυβερνήσεων, η οσμή σκανδάλου ήταν σαν το αίμα που μυρίζει ο καρχαρίας και σπεύδει.
Το επόμενο διάστημα και μέχρι την κορύφωση της ιστορίας (με την αποπομπή Λούκου λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά του 2016) αρχίζει ένα μπαράζ επιθετικών δημοσιευμάτων, μπόλικη διαδικτυακή λάσπη από επώνυμους και ανώνυμους και μια μάταιη απόπειρα του Γιώργου Λούκου να εξηγήσει ότι είχε ήδη απομακρύνει από το Φεστιβάλ Αθηνών όσα στελέχη θεωρησε υπεύθυνα για την κακοδιαχείριση αλλά και να εξηγήσει πόσες από τις υποθέσεις αφορούσαν την δική του περίοδο («Το σύνολο σχεδόν των συμβάσεων εκχώρησης μεταξύ των εταιρειών και των Τραπεζών κοινοποιήθηκαν στην “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.” το έτος 2005, πριν δηλαδή εγώ αναλάβω τα καθήκοντα του προέδρου -καλλιτεχνικού διευθυντή», δήλωνε).
Η μοιραία στάση του Αριστείδη Μπαλτά
Ο στόχος είχε επιτευχθεί: μέσα σε ένα αδιευκρίνιστο σύννεφο ποσών, κατηγοριών, μνησικακίας, το τεκμήριο της αθωότητας έγινε χαρτοπόλεμος, οι κατηγορίες αποδόθηκαν και ο επικεφαλής του φεστιβάλ προβαλλόταν ευθέως ως υπεύθυνος. Η προσφορά του Γιώργου Λούκου στην πολιτιστική πραγματικότητα διεγράφη, οι δημοσιογραφικοί και διαδικτυακοί εισαγγελείς έπιασαν δουλειά ανακυκλώνοντας αυθαιρεσίες, η εντύπωση που δημιουργήθηκε στο κοινό είναι ότι ο Λούκος τρώει τα λεφτά του λαού.
Καθώς όλα, λοιπόν, πήγαιναν «κατ' ευχήν», υπήρχε ένα ακόμα εμπόδιο να παρακαμφθεί: ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς έπρεπε να πάρει τη σκληρή απόφαση και να καρατομήσει τον Γιώργο Λούκο.
Η αγωνία δε για την απόδοση δικαιοσύνης είναι έκδηλη σε μια σειρά από ρεπορτάζ, όπως αυτό της Εφ. Συν που υπογράφει η Εφη Μαρίνου στις 28.12.2015 με τίτλο «Στον Τσίπρα η υπόθεση Λούκου» μέσα από το οποίο ζητείται ευθέως από τον υπουργό Πολιτισμού το κεφάλι του διευθυντή του Φεστιβάλ:
«Η αποκάλυψη για τη ζημιά των 2.700.000 ευρώ που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο λόγω κακών χειρισμών της διοίκησης του Ελληνικού Φεστιβάλ δεν αφορά κανέναν. Ισως τον απλό πολίτη αλλά αυτός έχει χάσει τον λογαριασμό, δεν ξέρει σε ποια δημόσια μαύρη τρύπα να ρίξει το μάτι του...
Ζήτησε την παραίτηση του Γιώργου Λούκου ο υπουργός Πολιτισμού; Ποιος από τους δύο εμπαίζεται; Μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν τι συμφώνησαν στη συνάντηση που είχαν. Το περιβάλλον του πρώτου διαδίδει ότι πιέζεται να παραιτηθεί και το περιβάλλον του δεύτερου φέρεται να μην έχει ιδέα για το τι συμβαίνει. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, δηλαδή στο γραφείο του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (ποιος τα πήγε άραγε εκεί;) περιμένουμε τις εξελίξεις.
Μαζί μας περιμένει και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής… Γιατί είτε πρέπει να μείνει ο Γιώργος Λούκος στη θέση του και να προετοιμάσει το φεστιβάλ του 2016 είτε πολύ καθαρά και έντιμα πρέπει να ζητηθεί η παραίτησή του.
Ο Γιώργος Λούκος, όπως αποδεικνύεται, εξακολουθεί ακόμα και τώρα να θέλει να διοικεί το Ελληνικό Φεστιβάλ. Εχει τους λόγους του. Ας παραμείνει ισοβίως στη θέση του μέχρι τότε που εκείνος αποφασίσει να αποσυρθεί αφήνοντας κληροδότημα… Γιατί το θέμα μας δεν είναι ο Γιώργος Λούκος. Το θέμα είναι μόνο ένας αριθμός: 2.700.000 ευρώ».
Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις πιέσεις των συντρόφων του αλλά και την οργή των Ελλήνων καλλιτεχνών που στέκονταν στο πλευρό του Λούκου, ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς, που όπως διατεινόταν «ουδέποτε αμφισβήτησε το καλλιτεχνικό έργο του προέδρου και διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ» υποκύπτει. Λίγο πριν εκπνεύσει το 2015 ο Γιώργος Λούκος αποτελεί παρελθόν.
Αφού έχει απομακρυνθεί από το Φεστιβάλ, ο Γιώργος Λούκος αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του στέλνοντας τον Ιανουάριο του 2016 μια μακροσκελή ανοικτή επιστολή προς τον υπουργό Πολιτισμού. «Mε αισθήματα θλίψης για όσους εκθέτουν τη χώρα μας πληροφορήθηκα από τον τύπο την απομάκρυνσή μου από το Ελληνικό Φεστιβάλ. Αν και σύμφωνα με το Σύνταγμα μόνο τα αρμόδια δικαστήρια έχουν την εξουσία να απονέμουν δικαιοσύνη, εσείς αποδεχτήκατε να μετέχετε στην “κίτρινη δικάσιμο” που όρισε φιλοκυβερνητικό φύλλο, με καταφανή στόχο τη σπίλωσή μου. Παρακάμπτοντας το τεκμήριο της αθωότητας, κάνετε λόγο στο δελτίο τύπου που εκδώσατε για “ποινική δίωξη που ασκήθηκε εις βάρος μου σε βαθμό κακουργήματος”, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχω λάβει καμία κλήση προς απολογία για κάποιο κακούργημα».
Απάντηση στα δημοσιεύματα της Εφ. Συν επιχείρησαν να δώσουν κορυφαίοι Έλληνες καλλιτέχνες με συλλογή υπογραφών και μια επιστολή με την οποία εγκαλούσαν την εφημερίδα ότι δεν προβάλλει σοβαρά επιχειρήματα και επιχειρεί «μια σχεδόν συνειδητή προσπάθεια να σπιλωθούν το ήθος και η προσφορά του Γιώργου Λούκου».
Σε μια πρώτη φάση συγκεντρώθηκαν 118 εκλεκτοί υπογράφοντες ανάμεσά τους οι: Ρένη Πιττακή, Ξένια Καλογεροπούλου, Αλκη Ζέη, Διονύσης Σαββόπουλος, Λυδία Κονιόρδου, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Αμαλία Μουτούση, Δημήτρης Δημητριάδης, Σταμάτης Κραουνάκης, Μαρινέλλα, Χάρις Αλεξίου, Τάνια Τσανακλίδου, Γιάννης Χουβαρδάς, Νίκος Καραθάνος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Θωμάς Μοσχόπουλος, Ολια Λαζαρίδου, Μπέττυ Αρβανίτη, Δημήτρης Μαυρίκιος, Δημήτρης Καραντζάς, Θέμις Μπαζάκα, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Δημήτρης Τάρλοου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Νατάσσα Μποφίλιου, Μαρία Ναυπλιώτου, Λυδία Φωτοπούλου, Στεφανία Γουλιώτη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαριάννα Κάλμπαρη, Ακύλλας Καραζήσης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Λένα Κιτσοπούλου, Χρήστος Λούλης, Χρήστος Στέργιογλου, Νίκος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Ρήγος, Αιμίλιος Χειλάκης, Νίκος Κουρής, Αργύρης Ξάφης, Γιάννος Περλέγκας, Γιάννης Λεοντάρης, Γιώργος Δεπάστας κ.ά.
«Εμείς λοιπόν, θα επικαλεστούμε τις εκατοντάδες κορυφαίες ελληνικές και ξένες παραστάσεις χορού, μουσικής και θεάτρου τις οποίες για πρώτη φορά στην ιστορία του σε τέτοια κλίμακα το Ελληνικό Φεστιβάλ, ως υπεύθυνος δημόσιος πολιτιστικός φορέας, μετακάλεσε, οργάνωσε και παρουσίασε μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες θεατές. Θα σταθούμε στις μουσικές εκδηλώσεις –ακόμα και μόνο των τελευταίων ετών– που αποτελούν τομή στο καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας μας. Οπως θα υπογραμμίσουμε και την ιλιγγιώδη ποιοτική αναβάθμιση ενός θεσμού και μιας περιθωριοποιημένης –σχεδόν ξεχασμένης– περιοχής της προβιομηχανικής Αθήνας, η οποία χάρη στο επίμονο ενδιαφέρον του Γιώργου Λούκου μετατράπηκε σε παλλόμενη εστία ζωής και τέχνης, καθιστώντας την Αθήνα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα προωθημένων θεατρικών, μουσικών και χορευτικών εκδηλώσεων στην Ευρώπη».
Τις ίδιες μέρες (28.12.2015) η Εφη Μαρίνου γράφει στην Εφ. Συν:
«Η μπάλα πήγε στην εξέδρα, το “θέμα” μετατοπίστηκε στο πρόσωπο του Γιώργου Λούκου που “θέλουν να τον φάνε”. Η αντίδραση των καλλιτεχνών και της πλειοψηφίας του δημοσιογραφικού κόσμου ήταν για εμάς αναμενόμενη και εξηγήσιμη. Ισως όχι σ’ αυτό τον βαθμό αλλά ήταν.
Το κύμα συμπαράστασης προς τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο, γιατί ο ίδιος ο Γιώργος Λούκος είναι το φαινόμενο.
Ο άνθρωπος “χωρίς κονέ” (σύντομο ανέκδοτο) κατάφερε δέκα χρόνια τώρα να φτιάξει, να συντηρήσει και να μπορεί να κινητοποιεί ανά πάσα στιγμή όσο μακριά κι αν βρίσκεται ένα ισχυρό και παθιασμένο κίνημα ζηλωτών (όχι μόνο καλλιτεχνών), μ’ έναν ψίθυρο, ένα χαμόγελο, ένα σινιάλο, ένα τηλεφώνημα. Δεν πρόκειται για ειρωνεία αλλά για ειλικρινή αναγνώριση του φαινομένου».
Ο Ιάγος της υπόθεσης
Μεταξύ των προσώπων που διαδραμάτισαν σκοτεινό ρόλο στην υπόθεση –αφού κάποιοι του χρεώνουν από υπέρμετρες φιλοδοξίες και υπονόμευση προσώπων μέχρι τη διαρροή του περίφημου πορίσματος στον φιλοκυβερνητικό Τύπο– ήταν σίγουρα ο Παναγιώτης Δούρος. Ο άνθρωπος που ονειρεύτηκε πως από γραμματέας θα γίνει κάποτε ο ισχυρός άντρας του Φεστιβάλ.
Ο άλλοτε πιστός, δεύτερος γραμματέας του Γιώργου Λούκου (από το 2006) και αδελφός της περιφερειάρχου Αττικής Ρένας Δούρου διορίστηκε στο φεστιβάλ έναν χρόνο πριν από τον Γιώργο Λούκο. Αγαπούσε το παρασκήνιο, ήθελε να μοιάζει αόρατος γιατί έτσι κατάφερνε να προετοιμάζει τις κινήσεις του, πλασαριζόταν πάντα διαθέσιμος και περιποιητικός δίπλα στον Γιωργο Λούκο (τον οποίο έμοιαζε να υπηρετεί με μια γλοιώδη δουλοπρέπεια) κι ήταν πάντα πρόθυμος στο παραγοντίζειν. Υπήρξε στη σκιά του για εννέα περίπου χρόνια.
Μέχρι που τον Ιανουάριο του 2015, μερικούς δηλαδή μήνες πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο με το πόρισμα, ο Π. Δούρος τοποθετήθηκε (με απόσπαση από το φεστιβάλ) επικεφαλής του γραφείου του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη.
Από εκείνη τη θέση έκανε λεπτομερή χαρτογράφηση του πολιτιστικού τοπίου και μπορούσε να κινεί τα νήματα όταν η αποκάλυψη του πορίσματος από την Εφ Συν δημιούργησε χάος στο καλλιτεχνικό στερέωμα και βύθισε το φεστιβάλ σε μια απίστευτη δίνη.
Ο Γιώργος Λούκος δυστυχώς άργησε να καταλάβει τι έτρεφε για χρόνια στον κόρφο του. Παρόλα αυτά, νιώθοντας την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κατήγγειλε σε εκείνη την επιστολή του Ιανουαρίου στον Μπαλτά τις αδιανόητες ραδιουργίες Δούρου.
«Κύριε υπουργέ, προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι λάβατε γνώση επί του επίμαχου οικονομικού θέματος από τα λιβελλογραφήματα εναντίον μου. Ωστόσο, ο συνεργάτης στο γραφείο μου (δεύτερος γραμματέας μου από το 2006) Παναγιώτης Δούρος, με είχε διαβεβαιώσει ότι θα ενημέρωνε σχετικά τον αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού κύριο Νίκο Ξυδάκη όταν χρίστηκε διευθυντής του γραφείου του. Άλλωστε ο ίδιος, διορισμένος έναν χρόνο πριν από την ανάληψη των δικών μου καθηκόντων, ήταν γνώστης της κατάστασης που επικρατούσε στο φεστιβάλ. Θα φρόντιζε επίσης να πληροφορήσει τον προϊστάμενό του και για διάφορα άλλα θέματα, όπως η ανάγκη άμεσης μεταφοράς των γραφείων σε οίκημα του υπουργείου Πολιτισμού, ώστε να απαλλαγούμε από το υψηλό μίσθωμα. Κατέχοντας την ίδια θέση και επί δικής σας υπουργίας όφειλε να ενημερώσει κι εσάς, ώστε στη συνέχεια να ακολουθήσει μια κατ’ ιδίαν συνάντηση».
Και πάμε τώρα και στις περαιτέρω σκοπιμότητες και μεθοδεύσεις. Ο Παναγιώτης Δούρος, σύμφωνα με τον Γιώργο Λούκο «έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να διοριστούν “ημέτεροι” στο νέο διοικητικό συμβούλιο, προσπάθησε να περιοριστεί δραστικά ο ρόλος του Λούκου στο υπό διαμόρφωση οργανόγραμμα με την ταυτόχρονη γιγάντωση της θέσης γενικού διευθυντή με αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, παραγόντιζε (από την παροχή προσκλήσεων για παραστάσεις ως τις υποσχέσεις για χρήση των χώρων της Πειραιώς 260, χωρίς ενημέρωσή μου), προχωρούσε σε παρεμβάσεις και πιέσεις με νομικές ακροβασίες (ένας υπάλληλος με σύμβαση ορισμένου χρόνου απαιτούσε να δηλώνεται ως αορίστου και ταυτόχρονα να ανανεωθεί η σύμβασή του), απέκρυπτε επανειλημμένα τηλεφωνήματα του Λούκου με τα οποία ζητούσε να οριστεί συνάντηση με τον Μπαλτά...».
Με τον Γιώργο Λούκο παροπλισμένο και κατασυκοφαντημένο, το πεδίο ήταν ελεύθερο για την αποψίλωση του φεστιβάλ.
Στην προσπάθεια της κυβέρνησης να μετριάσει τον θυμό από την απόλυση Λούκου αναζητήθηκε επειγόντως ο διάδοχος. Ήθελαν ένα πρόσωπο που θα φαινόταν –κατά τεκμήριο– «συνομιλητής» και αντάξιός του. Και το βρήκαν στον Γιαν Φαμπρ. Ο ιδιοσυγκρασιακός Βέλγος καλλιτέχνης πολιτικοποιήθηκε άμεσα (θυμόμαστε την περίφημη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα) και παρουσιάστηκε ως Μεσσίας από τον Παναγιώτη Δούρο, ο οποίος είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις (ο Φαμπρ είχε πει δημόσια ότι πήγε ως την Αμβέρσα να τον βρει και να κλείσει τη μεταξύ τους συμφωνία).
Μέσα σε αυτό το κλίμα προχειρότητας, ακροβασιών, βιασύνης και μεγαλοϊδεατισμού, κανείς τους δεν είχε υπολογίσει τις οργισμένες αντιδράσεις καλλιτεχνών και κοινού όταν ο Φαμπρ ανακοίνωσε ότι στοχεύει σε βελγικό προσανατολισμό του Φεστιβάλ Αθηνών (sic), απαξιώνοντας το εγχώριο δυναμικό που απαιτούσε την παραίτηση Μπαλτά.
Δεν είχαν ομως αντιληφθεί και τον χαρακτήρα του Φαμπρ, που τους άφησε στα κρύα του λουτρού. Μέσα σε 53 ημέρες –τόσο διήρκεσε και αυτό το θαυμα– το χαρτί Φαμπρ καίγεται και τελικά παραιτείται πριν καν αναλάβει.
«Με την παρούσα, εγώ, ο Jan Fabre, παραιτούμαι από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή (curator) του Ελληνικού Φεστιβάλ. Αποδέχτηκα την πρόταση του υπουργού Πολιτισμού της Ελλάδας να προβώ σε καλλιτεχνικές επιλογές με πλήρη ελευθερία. Αυτό δεν φαίνεται να είναι πλέον δυνατόν στην Ελλάδα. Δεν επιθυμώ να εργαστώ σε ένα εχθρικό καλλιτεχνικό περιβάλλον, στο οποίο προσήλθα με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά. Εύχομαι στους Έλληνες καλλιτέχνες καλή τύχη στη δουλειά τους και στο φεστιβάλ τους», έγραφε στην επιστολή παραίτησης.
Σε εξαιρετικά δυσμενή θέση ο Αριστείδης Μπαλτάς κατά τη συνήθη τακτική απέδωσε την παραίτηση σε συντονισμένη επίθεση από πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ, σε παραπλανητικές εντυπώσεις και χειραγώγηση του κοινού, στις βεβιασμένες αντιδράσεις των καλλιτεχνών που εναντιώθηκαν στο όραμα Φαμπρ πριν καν ανακοινωθεί το πλήρες πρόγραμμα του φεστιβάλ. Εν ολίγοις: Δεν καταλάβαμε τη διεύρυνση του ούτως ή άλλως διεθνούς χαρακτήρα του φεστιβάλ, αλλά και τη διεθνοποίηση της ίδιας της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας που επρόκειτο να φέρει ο Φαμπρ.
Στο μεταξύ είχε φτάσει πια άνοιξη και το φεστιβάλ που πελαγοδρομούσε έπρεπε μέσα σε λίγους μήνες να επανασυνταχθεί και να παρουσιάσει πρόγραμμα. Αλλά ποιος νοιαζόταν για το φεστιβάλ; Τη δύσκολη δουλειά, δηλαδή την οργάνωση, ανέλαβε τελικά στο και πέντε ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.
Μετά το κυβερνητικό φιάσκο με την υπόθεση Γιαν Φαμπρ και τα πολλαπλά του ατοπήματα οι σχέσεις του Παναγιώτη Δούρου με τον Αριστείδη Μπαλτά οδηγήθηκαν σε οριστική ρήξη. Η παραίτησή του από το υπουργείο ήταν μονόδρομος και ήρθε τελικά στις 16 Απριλίου. Συγχρόνως υπήρξε η πληροφορία ότι ο Δούρος δεν φεύγει από το πολιτιστικό προσκήνιο αλλά θα επιστρέψει στο Ελληνικό Φεστιβάλ, στο οποίο εργαζόταν ως υπάλληλος με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
«Μεγαλύτερη μου αποτυχία ηταν η επιλογή του διευθυντή μου», παραδεχόταν ο Αριστείδης Μπαλτάς στα «Νέα» καιρό μετά για τον άνθρωπο που εκτός από την υπόθεση Λούκου πρόλαβε να συνδέσει τη θητεία του με απομακρύνσεις και παραιτήσεις θεσμικών προσώπων σε εποπτευόμενους οργανισμούς.
Μην ξεχνάμε πως η «λεηλασία» των πολιτιστικών οργανισμών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε πολλά επεισόδια (πέραν του Λούκου): αρχικά καρατόμησαν τον Σωτήρη Χατζάκη από τη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και ακολούθησε η απομάκρυνση του Γρηγόρη Καραντινάκη από τη θέση του γενικού διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (και μάλιστα με την ίδια τακτική του σκανδάλου, παρουσιασμένου και πάλι από την Εφημερίδα των Συντακτών), του Δημήτρη Εϊπίδη από τη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (που φάνηκε ως εθελοντική αποχώρηση), του Ιωάννη Μάνου από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τον οποίο αντικατέστησαν με τον Νίκο Θεοχαράκη του περιβάλλοντος Βαρουφάκη.
Από εκεινους τους θλιβερούς μήνες και μέχρι τη σημερινή αθώωση ο Γιώργος Λούκος όχι μόνο έμοιαζε ανυπεράσπιστος αλλά περίμενε στωικά τη δικαστική έκβαση της υπόθεσης και δεν εδωσε ποτέ ούτε μία συνέντευξη. Ακολουθούσε κατά γράμμα τις συμβουλές των δικηγόρων του κι έδειχνε εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη. Σε προσωπικό επίπεδο, στο πλευρό του στάθηκαν οι στενοί του συνεργάτες στο Φεστιβάλ Αθηνών, οι οποίοι ουδέποτε αμφέβαλαν για την ακεραιότητά του, και οι «συνηθεις υποπτοι», πιστοί του φίλοι που έβλεπαν έναν άνθρωπο να παλεύει σε ένα καφκικό περιβάλλον με τα φαντάσματα της γραφειοκρατίας και τους βασανιστικούς ρυθμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Μεταξύ αυτών ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, που έξι μήνες μετά την αποπομπή Λούκου σκηνοθέτησε τη «Λυσιστράτη» στο Φεστιβάλ Αθηνών και «αφιέρωσε την παράσταση στον Γιώργο Λούκο, γιατί χωρίς ευγνωμοσύνη και χωρίς μνήμη δεν προχωρούν τα πράγματα».
Ο Νικος Καραθάνος επίσης, που το ίδιο καλοκαίρι ανέβασε «Όρνιθες» και κεντώντας το προσωπικό του σύμπαν, για να φτιάξει τη δική του Νεφελοκοκκυγία, έκανε το δικό του τρυφερό νεύμα προς τον φίλο του Γιώργο Λούκο. Τη στιγμή που ο ίδιος ως Πεισθέταιρος φώναζε τα ονόματα των πουλιών, ο κούκος έγινε «Λούκος» κι οι θεατές της Επιδαύρου ξέσπασαν σε ένα από τα πιο συγκινητικά χειροκροτήματα που έχουμε ζησει στο θέατρο.
Πολλά χρόνια μετά η νέα τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου έδειξε ότι δεν ξέχασε τον αναμορφωτή του φεστιβάλ και τον Ιούλιο του 2020, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, κάλεσε τον Γιώργο Λούκο στην πρώτη της δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Επόμενο επεισόδιο: Υπόθεση Αντωνακόπουλου
Για τους μη γνωρίζοντες ο Γιώργος Αντωνακόπουλος ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Αθηνών κι εκείνος που αποπειράθηκε να δώσει επιτέλους, το φθινόπωρο του 2016, στον Παναγιώτη Δούρο την θέση που ονειρευόταν, αυτή του γενικού διευθυντή. Είχαν περάσει δέκα μήνες από το σκάνδαλο Λούκου και οι ανυπόμονοι για εξουσία πίστευαν ότι είχε έρθει η ώρα να δράσουν.
Η θέση προβλεπόταν από τον ιδρυτικό νόμο του φεστιβάλ, αλλά εξαιτίας γραφειοκρατικών αναβολών δεν έχει πληρωθεί ως τότε και ο Παναγιώτης Δούρος που ήξερε τις λεπτομέρειες προαλειφόταν γι’ αυτήν. Τον δρόμο του έκοψε ένα σχόλιο στη στήλη «Μικροπολιτικός» των «Νέων» (15 Σεπτεμβρίου 2016) το οποίο αποκάλυπτε ότι ο Γιώργος Αντωνακόπουλος προσπαθεί με μια αιφνιδιαστική για τα μέλη του Δ.Σ. συνεδρίαση και χωρίς προκήρυξη για την πλήρωση της θέσης να την παραδώσει στον Παναγιώτη Δούρο.
Μαθαίνοντας για άλλη μια φορά από τις εφημερίδες τι συμβαίνει στους κόλπους του υπουργείου του, έξαλλος ο Αριστείδης Μπαλτάς ξήλωσε τον Αντωνακόπουλο, δημιουργώντας μερικούς ακόμα τριγμούς στο ήδη βαθιά πληγωμένο φεστιβάλ.
Ψήγματα μεταμέλειας
Κατάλαβε άραγε ποτέ ο Αριστειδης Μπαλτάς σε ποια σκευωρία υπήρξε συνένοχος; Ίσως ναι, όταν ήταν πια πολύ αργά. Ισως και όχι, καθώς η πολιτική του σκέψη και οι αγκυλώσεις δεν του επέτρεπαν τόση αυτοκριτική. Εναν χρόνο μετά πάντως, κι αφού στο υπουργείο Πολιτισμού τον είχε διαδεχτεί η Λυδία Κονιόρδου, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» και τον Δημήτρη Δουλγερίδη, μιλώντας για όλες τις κρίσεις που διαχειρίστηκε.
Ηταν μια περίοδος που φαινόταν πως όλοι λαμβάνουν την τιμωρία που τους άξιζε. Ο Παναγιώτης Δούρος είχε ηττηθεί στο μπρα ντεφέρ με τον Αριστείδη Μπαλτά κι είχε ζητήσει να επιστρέψει ως απλός υπάλληλος στο φεστιβάλ αφού ναυάγησαν οι υψηλές του βλέψεις για τη διοικητική αναβάθμιση που με τόσους τρόπους διεκδίκησε. Κι ο Αριστείδης Μπαλτάς είχε νιώσει τι σημαίνει να σε απομακρύνουν από τη θέση σου χωρίς –όπως παραδεχόταν– να καταλάβει γιατί.
«Ανεξάρτητα με την κατάληξη της υπόθεσης Λούκου, ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύθηκε η παύση του ήταν απογοητευτικός. Δόθηκε στη δημοσιότητα το όνομά του (μόνον αυτού) ως κατηγορούμενου για κακουργηματική πράξη, ενώ η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο της κύριας ανάκρισης και ενώ κατηγορούνταν τρία ακόμα πρόσωπα (τα οποία δεν κατονομάζονταν). Του καταλογίσατε δόλο απ’ την αρχή;», τον ρωτά ο δημοσιογράφος σε εκείνη την τόσο αποκαλυπτική για το πολιτιστικό τοπίο συνέντευξη.
«Κοιτάξτε, υπήρχε το δημοσίευμα της "Εφημερίδας των Συντακτών" που υπονοούσε κακουργηματική πράξη σχετικά με κακοδιαχείριση στο φεστιβάλ. Προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει ζητώντας το πόρισμα και ενώ ο κ. Ρακιντζής μου έστειλε και δεύτερο. Η ένταση στο χώρο ήταν εμφανής και άρχισαν οι ερωτήσεις στη Βουλή. Προσπάθησα να μιλήσω με τον κ. Λούκο για να μου εξηγήσει τι ισχύει. Εγώ προσωπικά δεν του καταλογίζω δόλο, ούτε έχω καν τέτοιο δικαίωμα. Καταλαβαίνω ότι ένας καλλιτεχνικός διευθυντής, που είναι και πρόεδρος του Δ.Σ., από τα χέρια του οποίου περνάνε όλα, δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα πάντα για διαχείριση και διοίκηση. Και ενώ ήταν εγνωσμένης και αδιαμφισβήτητης αξίας το έργο του στο φεστιβάλ, έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Αυτό νομίζω πως έγινε κατανοητό και από τον ίδιο στη μεταξύ μας συζήτηση».
«Επιμένω πάντως ότι επικοινωνιακά φάνηκε ότι κατασκευάζεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Είχατε την αίσθηση ότι από ένα σημείο κι ύστερα έπρεπε να κάνετε διορθωτικές κινήσεις;», επέμεινε ο δημοσιογράφος. «Τα τρία ονόματα που συνδέονταν με τον Λούκο ήταν υπάλληλοι του φεστιβάλ. Αναπόφευκτα η ευθύνη έπεφτε στο όνομα του προέδρου. Δεν μετανιώνω για την απόφαση, προσπάθησα να την εξηγήσω, αψηφώντας ακόμα και τον επικοινωνιακό κίνδυνο», έλεγε.
Ενώ, στην ίδια συνάντηση παραδέχτηκε για τις διεργασίες εκείνων των ημερών:
«Ομολογώ ότι αυτή ήταν μια μεγάλη παρεξήγηση σε βάρος τους, για την οποία φέρω ευθύνη, αλλά ίσως όχι την κύρια. Από ένα σημείο κι έπειτα οφείλεται σε μια δική μου παγίδευση από το δικό μου περιβάλλον. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Αρκεί να σας πω ότι, ανάμεσα σε άλλα, η πίεση που δέχθηκα εκείνη την ημέρα ήταν “βγάλτε το δελτίο Τύπου για την απομάκρυνση Λούκου αμέσως, επειδή κλείνουν οι εφημερίδες”. Εδώ ντρέπομαι…»
Είναι άμοιρος ευθυνών ο Αριστείδης Μπαλτάς; Προφανώς όχι. Δεν είναι άλλωστε οι υπολήψεις ανθρώπων το πεδίο μέσα από το οποίο επιτρέπεται να ωριμάζει κανείς πολιτικά συγκρουόμενος με την πραγματικότητα αλλά και τις εσωκομματικές του παλινωδίες. Ούτε και μπορεί κανείς να ξεχάσει –έπειτα από μια συγγνώμη που, σύμφωνα με πληροφορίες, ζήτησε στον Γιώργο Λούκο σε κατ' ιδίαν συνάντησή τους– ότι οι χειρισμοί του οδήγησαν αυτόν τον άνθρωπο σε μια άνευ προηγουμένου προσωπική Οδύσσεια που διήρκησε οκτώ ολόκληρα χρόνια.