Ή μάλλον είναι, υπό την έννοια ότι η επιλογή να επενδύσεις πόρους κάπου συγκεκριμένα και όχι αλλού φανερώνει μια ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Η εκπαίδευση στη χώρα μας διαθέτει έναν καθόλου αξιοζήλευτο προϋπολογισμό, διαχρονικά. Αυτό δεν είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο, αλλά πολιτική απόφαση. Η επιλογή, λοιπόν, να διαθέσει κανείς πόρους στην πανεπιστημιακή αστυνομία έχει κι αυτή το κόστος ευκαιρίας της: χρήματα επενδύονται σε αυτήν και όχι αλλού.
Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν είναι απλώς εκπαιδευτήρια-προθάλαμος για κάποιο επάγγελμα. Παράγουν και νέα γνώση. Είναι ιδρύματα ερευνητικά. Και η γνώση αυτή είναι πολύτιμη, είτε το αντιλαμβανόμαστε άμεσα π.χ. με την ανάπτυξη ενός εμβολίου για ένα θανατηφόρο νόσημα, είτε σε βάθος χρόνου π.χ. με την τροφοδότηση της κοινωνίας με ιδέες, νοήματα, τέχνη και τεχνολογίες.
Παρά τη σαγήνη της γκρίνιας και τη στρατηγική υποτίμηση του δημόσιου πανεπιστημίου τα πράγματα λειτουργούν, κυρίως χάρη στην εργατικότητα και το ήθος ανθρώπων εντός του πανεπιστημίου.
Στη χώρα μας οι καθηγητές/καθηγήτριες αμείβονται χειρότερα από ομολόγους τους στο εξωτερικό, παρόλο που συχνά είναι καλύτεροι ως ερευνητές, δάσκαλοι και καθοδηγητές για τους φοιτητές τους. Οι ερευνητές μας είναι συχνά μελαγχολικοί και με υπερκόπωση, αφού παράγουν έρευνα σε μια χώρα που δεν τη χρηματοδοτεί καλά, οπότε πρέπει είτε να πηγαινοέρχονται διαρκώς στο εξωτερικό, προκειμένου να λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις, είτε να κάνουν παράλληλα κι άλλες δουλειές που ενδεχομένως δεν έχουν σχέση με το ερευνητικό τους αντικείμενο.
Τα ερευνητικά προγράμματα «τρέχουν» με γραφειοκρατικές δυσκολίες που πολλές φορές απορροφούν πιο πολύ χρόνο από την ίδια την ερευνητική εργασία και οι εγκαταστάσεις είναι για κλάματα. Βιβλιοθήκες που υπολειτουργούν. Περιορισμένη βιβλιογραφία. Παλιές εκδόσεις. Τεράστιες ελλείψεις στα στοιχειώδη της έρευνας, π.χ. στα διαθέσιμα διεθνή περιοδικά. Λίγη ή προβληματική διοικητική υποστήριξη.
Παρ’ όλα αυτά, το πανεπιστήμιο λειτουργεί. Παράγεται γνώση και μεταδίδεται στις νέες γενιές. Γίνεται η δουλειά με κάποιον τρόπο. Παρά τη σαγήνη της γκρίνιας και τη στρατηγική υποτίμηση του δημόσιου πανεπιστημίου τα πράγματα λειτουργούν, κυρίως χάρη στην εργατικότητα και το ήθος ανθρώπων εντός του πανεπιστημίου.
Συχνά η ελληνική κοινωνία παραπονιέται για την έλλειψη διανοητικής ηγεσίας ή για τις μέτριες πνευματικές επιδόσεις, και καλά κάνει. Όμως το πρόβλημα της έλλειψης πνεύματος ενδεχομένως να έχει, σ’ έναν βαθμό, υλική βάση. Οι οικονομικές συνθήκες καθορίζουν το αποτέλεσμα. Μερικές φορές το κακό αποτέλεσμα είναι απλώς το φτωχό αποτέλεσμα, αυτό στο οποίο δεν επενδύθηκαν πολλά χρήματα.
Εάν η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι έχει ανάγκη μια ζωηρή ακαδημαϊκή κοινότητα, ανοιχτή προς τον κόσμο, πρέπει να επαναξιολογήσει τις προτεραιότητές της όχι στα λόγια, αλλά εκεί που μετράει: στα χρήματα. Εάν θεωρούμε ότι μια ζωντανή ακαδημαϊκή κοινότητα είναι κάτι που αξίζει, χρειάζονται χρήματα γι’ αυτό. Όχι λέξεις, λεφτά.
Αυτήν τη στιγμή παράγεται γνώση στη χώρα και παρέχονται μαθήματα που δεν έχουν να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα μαθήματα αλλού. Όμως δεν χρειάζεται τα πάντα να γίνονται με τον δύσκολο τρόπο. Χρειαζόμαστε ξεκούραστους, καλά αμειβόμενους διδάσκοντες και ερευνητές. Βιβλιοθήκες με προσωπικό και βιβλιογραφία, διευρυμένο ωράριο και θέσεις για τους κατοίκους της πόλης που θέλουν να ζεσταθούν, να αφεθούν σε κάποιο βιβλίο, να χαζέψουν στο ίντερνετ ή απλώς να πιουν έναν καφέ κάπου όμορφα. Χρειαζόμαστε εστίες, αμφιθέατρα και εργαστήρια.
Καθώς η Ευρώπη βρίσκεται πάλι σε κρίσιμο σταυροδρόμι (δηλαδή λίγο στα χαμένα), το εξωστρεφές δημόσιο πανεπιστήμιο είναι ένα σημείο ικανό να δημιουργήσει μια αίσθηση κοινότητας γύρω από το κοινό πάθος για γνώση. Η νέα γενιά που κατοικεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο μπορεί να δεθεί με μια δέσμη αξιών που δεν είναι καθόλου δεδομένες πια.
Πριν αρχίσει κανείς να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα ως broken ενήλικας χρειάζεται τουλάχιστον να φανταστεί ως φοιτητής/φοιτήτρια έναν κόσμο ενωμένο, με αξίες και οράματα, να ζήσει σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον που ενθαρρύνει όσους/-ες έχουν περιέργεια και την τάση να υποκύπτουν στη σαγήνη της μάθησης, να ξεφοβηθεί το άγνωστο.
Όλα αυτά χρειάζονται χρήματα. Όπως χρήματα χρειάζεται και η αστυνομική επιτήρηση και η καταστολή. Ακολουθώντας το νήμα των χρημάτων, φτάνει κανείς και στην καρδιά του πράγματος, στις προτεραιότητες, στο τι θεωρεί κανείς σημαντικό, επείγον και άξιο επιδίωξης.