ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ, κοιτούσα συνέχεια το κινητό μου. Δεν έστειλες. Δεν ήρθες. Το inbox μου γεμάτο ευχές. Επαγγελματικές: «Καλή χρονιά, αγαπητή Ερωφίλη, εύχομαι υγεία, έρωτες και λεφτά». Καγκούρικες: «Kalh xronia kvl m». Καλιαρντές: «Με το καλό να μας μπει ο νέος χρόνος φιλενάδα». Και καμιά από σένα.
Η Σουσού, ξαπλωμένη στην κόκκινη φλοκάτη, ακόνιζε τα νύχια της για το πρώτο θήραμα του 2025 όσο εγώ έστριβα, κάπνιζα και μαγείρευα, λερώνοντας το διαμέρισμα που καθάριζα επί ώρες.
Στα οικογενειακά τραπέζια δεν βρέθηκε καμία θέση για μένα και για σένα. Ούτε στα φιλικά. Όλα μας θέλουν μακριά. Σε αναζήτησα χρησιμοποιώντας όλα τα αθέμιτα μέσα που διαθέτει η τεχνολογία και η μεταφυσική. Τα queer events της πόλης μού φάνηκαν εντελώς ετεροκανονικά. Θα προτιμούσα ένα τρίωρο μαζί σου σ’ ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Ακύρωσα προσκλήσεις και εξόδους. Προσπάθησα να γράψω ένα diss, αλλά μου βγήκε πολιτικά ορθό και ξενέρωσα. Κατέληξα να σκιτσάρω τη γάτα μου μέχρι να περάσουν οι ώρες και να το πάρω απόφαση ότι όσο κι αν λερώσω τα χέρια μου με κάρβουνο, δεν θα έρθεις.
Οι μέρες πέρασαν και οι ευχές ξεθώριασαν. Ευτυχώς, έχω καλούς φίλους, και αγγέλους και διαβόλους. Τους μάζεψα, λοιπόν, και πήγαμε να χτυπηθούμε στο live της Τάμτα στο Smut με σκοπό να αποβάλουμε ό,τι τοξικό υπόλοιπο απέμεινε από το 2024. Έβγαλα από την ντουλάπα το πιο αιρετικό μου ρούχο, τη στολή της Χίμαιρας. Κι ούτε που φανταζόμουν πως θα σε βρω κρυμμένο εκεί μέσα, στα σκοτεινά στενά του πρώην υποβαθμισμένου κέντρου της Αθήνας.
Ο ηλεκτρισμός ανεβαίνει σε επικίνδυνα επίπεδα κι εγώ, μούσκεμα στη βότκα και εντελώς αφύλακτη, έτοιμη για ηλεκτροπληξία, μπροστά στα εικοσάχρονα που λίγο πριν χαιρετηθήκαμε και φιληθήκαμε. «Μου έχεις κάνει τεστ», μου λένε. Ο Μ. με κρατάει από το χέρι μέχρι να εντοπίσουμε τον ody και να τον ρωτήσω για ποιο άτομο γράφτηκε το «Copy». Δεν μου είπε.
Η μεταφυσική όμως έκανε τη δουλειά της. Βρέθηκες δίπλα μου ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι και ανάμεσα σε τόσο άγνωστο κόσμο, ένιωσα ότι ήσουν το μόνο οικείο σώμα. Η μόνη γνώριμη μυρωδιά. Εσύ, ένας «Άγιος Βασίλης» ντυμένος στα λευκά, στηρίζεσαι στις πατερίτσες σου κι εγώ μετράω αντίστροφα. 10, 9, 8, 7… Μαζί σου ξωτικά, νεράιδες γοργόνες και άλλα αναδυόμενα πλάσματα του σκότους κινούνται, σχηματίζοντας έναν «στρατό» που μας φυλάει. Η πρωθιέρεια Τάμτα, μασκοφόρα και ετοιμοπόλεμη, επιβλέπει τα πάντα και δίνει το στίγμα της βραδιάς. Απόψε θα πέσουν οι μάσκες και θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Ο ηλεκτρισμός ανεβαίνει σε επικίνδυνα επίπεδα κι εγώ, μούσκεμα στη βότκα και εντελώς αφύλακτη, έτοιμη για ηλεκτροπληξία, μπροστά στα εικοσάχρονα που λίγο πριν χαιρετηθήκαμε και φιληθήκαμε. «Μου έχεις κάνει τεστ», μου λένε. Ο Μ. με κρατάει από το χέρι μέχρι να εντοπίσουμε τον ody και να τον ρωτήσω για ποιο άτομο γράφτηκε το «Copy». Δεν μου είπε.
Βγήκα στο πεζοδρόμιο ζαλισμένη. Πήγα στην γκαρνταρόμπα και ζήτησα το παλτό μου. Μετάνιωσα. Γύρισα πίσω τρέχοντας. Πάλι εσύ δίπλα μου, αυτήν τη φορά «Άγιος Βασίλης» στα μαύρα. Σου ψιθύρισα «μη με κάνεις άλλο να σε θέλω». Και δεν έβγαλα τα μαύρα γυαλιά μου για να μη σε κάψω. Κρατούσες έναν φαλλικό σωλήνα, εκτοξεύοντας αέρα προς το κοινό, και άνοιξα το στόμα μου για να εισπνεύσω οξυγόνο. Κάπως έτσι ήταν το πρώτο μας φιλί όσο η Τάμτα τραγουδούσε – «ανάκατα τα μαλλιά μου, ανάκατα θ’ ανεμίζουν στον αέρα»*. Ανάκατα συναισθήματα, ανάκατα φύλα, ανάκατα κορμιά για όλα τα διψασμένα πλάσματα.
Η «mother» Τάμτα διαθέτει όλες τις υπερδυνάμεις της συγκεντρωμένες, τα talent show years, τα mainstream pop years και στην dark pop era της σβήνει τα κεριά στην τούρτα κι εξομολογείται πως είναι η πρώτη φορά που γιορτάζει τα γενέθλιά της. Και κάπως έτσι εξηγούνται όλα.
Φτιάχνουμε τις δικές μας Πρωτοχρονιές, τα δικά μας γενέθλια, τα δικά μας δράματα και τις δικές μας ταυτότητες. Κι επουλώνουμε τα δικά μας τραύματα, γιορτάζοντας κάτω από κόκκινα φώτα. Η Αθήνα ξέρει και θα οδηγήσει στα ίχνη μας τους επόμενους. Λένε ότι οι «πατερίτσες» μας είναι το πρώτο πράγμα που πετάμε και δεν με νοιάζει αν έχεις ήδη αποφασίσει ότι θα τις πετάξεις. Γιατί ξέρω ότι οι «πατερίτσες» μας είναι και το πρώτο πράγμα που ψάχνουμε όταν πονάμε.
Αν ποτέ χτυπήσεις δεν θα ρωτήσω τι και πώς, θα έρθω σαν νοσοκόμα του Ταραντίνο και θα σου φέρω παυσίπονα και φιλιά. Δείξε μου πού πονάς. Μάκια.
*Τάμτα - «Anakata» (μουσική: Αναστάσιος Τσόδρας, στίχοι: Αναστάσιος Τσόδρας, ody icon, παραγωγή: Teo.x3)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO