ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ με ένα φρέντο εσπρέσο στο χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, από την Πατησίων στην Αθηνάς, από την Πινδάρου στη Θεμιστοκλέους, από λακκούβα σε εργοτάξιο. Αργάμιση τη νύχτα βρέθηκα με ένα ποτήρι βότκα να κατεβαίνω τα σκαλιά του αφτεράδικου. Στο τελευταίο σκαλί τράκαρα με την πορτιέρισσα.
«Πού πας με το ποτήρι, μωρή φίλη;»
«Έλα, ποια είσαι μπέμπα;» Η γνωστή μου αμνησία με τα ονόματα και τις γνωριμίες.
«Να τα πατάς πιο απαλά τα τακούνια γιατί κάνεις φασαρία» με μάλωσε, λες κι έμπαινα σε νοσοκομείο.
Χαμένα παιδιά, χαμένα κορμιά κι εγώ ανάμεσά τους μια χαμένη γκόμενα από μια χαμένη γενιά.
«Μήπως να τα βγάλω;» της λέω έτσι για το καλιαρντό.
Και μου απαντάει το εξής: «Αν ψάχνεις υποτακτικούς ποδολάγνους τρανσολάγνους είσαι στο σωστό μέρος. Με το διχτυωτό που φοράς θα κάνεις καλό σεφτέ».
«Αυτό το τακούνι που τολμάς και πιάνεις στο στόμα σου έχει περάσει τον έλεγχο του Ηρωδείου! Πώς την έχετε δει στην υπόγα;» απάντησα με facts.
«Την επόμενη φορά να έρθεις με τα κροκς σου. Μας το παίζεις ντίβα;»
Γελάσαμε και αφού στηρίχθηκα σε όλους τους αρκουδίσιους ώμους του dance floor κάποια στιγμή έφτασα στο μπαρ. Παρέδωσα το παλτό μου στην αγκαλιά της μπαργούμαν και περίμενα τη βότκα μου στη δική μου αγκαλιά. Η φάση ήταν «όλο μέλι και από τηγανίτα τίποτα». Χαμένα παιδιά, χαμένα κορμιά κι εγώ ανάμεσά τους μια χαμένη γκόμενα από μια χαμένη γενιά. Άναψα τσιγάρο, κατέβασα τα γυαλιά ηλίου και όσο περιπολούσα τον κόσμο εντόπισα τον Ξηαλέ με μια τύπα ανάμεσα σ’ ένα τσούρμο τουρίστες που μάλλον έψαχναν σουβενίρ και ντίλερ. Με χαιρέτησε στρατιωτικά και κάθισε σε έναν βρόμικο καναπέ. Είχα μήνες να τον δω. Απόρησα που με χαιρέτησε, την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε με κατηγόρησε ότι του έχω κάνει μάγια. Δεν πρόλαβα να στρίψω ένα τσιγάρο και να τη πάλι η πορτιέρισσα.
«Τον είδες, μωρή, με την κοντή;»
«Να σου πω, μωρή, εδώ σε προσέλαβαν με το πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για τις τρανς;»
«Όχι καλέ, μαύρα δουλεύω, να ξεχρεώσω κανένα νοίκι».
«Μωρή, δεν κάνω ακτιβισμό της μονογαμίας με τους γκόμενους. Εγώ είμαι millennial».
«Δεν σου φαίνεται φιλενάδα. Πόσο είσαι μωρή;»
«Μπέμπα, τζάσε».
Στην επόμενη ώρα πέρασαν διάφορα αγόρια, άλλο κέρναγε βότκα, άλλο md και ο Ξηαλέ φαρμάκι. Ούτε που με πλησίασε, κι όταν η τύπα του τελικά έφυγε με άλλον ξέμεινε στον καναπέ, κοιτώντας το ταβάνι. Κι εγώ ξέμεινα στο μπαρ και τον κοιτούσα μέσα από τον καθρέφτη. Δεν άντεχα να με βλέπω άλλο. Μια Λάνα ντελ Ρέι σε ένα υπόγειο «χασάπικο» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Έκανα νόημα στη μπαργούμαν να μου δώσει το παλτό μου.
«Καλημέρα», ακούω.
Δίπλα μου ένα γοριλάκι μελαχρινό, μουσάτο, μοσχοβολιστό. Στο κινητό μου η ώρα είναι 07:45.
«Καλημέρα, παιδί μου», απαντάω
«Θέλετε να βγούμε έξω μαζί; Να κεράσω μια σοκολάτα».
«Με αμύγδαλο;» τον ρωτάω με νόημα.
«Τσιγάρο» μου λέει και μου δείχνει ένα στριμμένο πίσω από το αυτί του.
«Είσαι όντως μάστορας;» ρωτάω και ρίχνω το παλτό στους ώμους μου.
«Έχω κι άλλα ταλέντα», λέει συνοδεύοντάς με προς την ηρωική μου έξοδο. «MMA», διευκρίνισε σπρώχνοντας την πόρτα.
Ο αθηναϊκός ήλιος με προσγείωσε απότομα. Προτού το καταλάβω, βρέθηκα καθισμένη στο κεφαλόσκαλο μιας πολυκατοικίας και μέσα στην αγκαλιά του, βλέποντας βίντεο από αγώνες ΜΜΑ στο κινητό του. Μου έδωσε το τσιγάρο να το «σκάσω». Το «έσκασα».
«Καλό, αλλά θα με νυστάξει».
«Άμα θέλετε μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί».
«Έχω γάτα στο σπίτι. Καταλαβαίνεις».
Η πόρτα άνοιξε ξανά και βγήκε ο Ξηαλέ με το κράνος στο χέρι, την «μπανάνα» χιαστί και το κοβάλσκικο DNA του. Μας προσπέρασε σαν ψυχρός άνεμος, πέρασε απέναντι, καβάλησε τη μηχανή, φόρεσε το κράνος, έβαλε μπροστά κι έφυγε. Το γοριλάκι σηκώθηκε απότομα.
«Τον είδα μέσα, τρύπιος!» Με δίκασε. «Είναι αυτός πιο ωραίος από μένα;» έλεγε χτυπώντας το τριχωτό του στήθος κυνικά.
Όλη η Gen Z τα έβαλε μαζί μου πρωινιάτικα. Η πορτιέρισσα με καλιαρντεύει, ο Ξηαλέ με θεωρεί μάγισσα και το γοριλάκι με κρίνει για τα χαμηλά στάνταρ μου. Έτσι απλά κάλεσα ταξί. Είχα ανάγκη έναν φρέντο εσπρέσο και το γουργουρητό της Σουσούς.
Κάποιο βράδυ θα τους στείλω inbox σε ομαδική συνομιλία με ειδική αφιέρωση αυτό το παλιό τραγουδάκι που έλεγε: «I’m your Hell, I’m your dream, I am nothing in between. You know you wouldn’t want it any other way».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.