ΟΜΟΡΦΟΣ, ΠΛΟΥΣΙΟΣ, ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΣ – εικόνα, χρήμα, ικανότητα: η παλαιά, παρωχημένη κοινωνική (μας) εκπαίδευση για το πώς εντοπίζεται ο «ιδανικός» (σύντροφος / φίλος / συνεργάτης) εδώ και χρόνια δυσκολεύεται στο να δώσει πειστικές απαντήσεις για το τι συμβαίνει και το πρότυπο υφίσταται ρωγμές.
Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε ότι επί χρόνια τικάρουμε τα λάθος κουτάκια γίνεται περισσότερο κατανοητή, όταν κάποιος «όμορφος, πλούσιος, επιτυχημένος» βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, συνήθως μετά από μία καταγγελία που δεν συνάδει με το προφίλ, πόσο μάλλον με μία καταγγελία που του το ακυρώνει συνολικά.
Όμως, γιατί; Η απλοϊκή απάντηση θα ήταν ότι είμαστε δέσμιοι της βιτρίνας σε όλα τα πεδία της ζωής μας –αρκεί μια γρήγορη ματιά στα social media– πόσο πασχίζουμε για την εικόνα μας και πόσο μας κάνουν να υποφέρουμε οι εικόνες των άλλων.
Αυτή είναι μία σχετικά απλοϊκή απάντηση. Η σύνθετη και προβληματική εκδοχή της έχει να κάνει με το αίσθημα ασφάλειας που επιδιώκουμε σε ιδιωτικό και δημόσιο βίο, τα εχέγγυα καλοσύνης ή έστω σοβαρότητας που στρεβλά –μέχρι σήμερα– ταυτίζουμε με ένα ωραίο πρόσωπο, μία γεμάτη τσέπη, ένα χορτασμένο στομάχι, ένα μυαλό που παίρνει στροφές.
Από το στόμα του μέσου πολίτη στα χείλη του συνηγόρου υπεράσπισης, η ρητορική υπέρ του «όμορφου, πλούσιου, επιτυχημένου» γίνεται κανονικότητα που η κακοποιητική της δράση πρέπει να εξηγηθεί, προκειμένου να σταματήσει η σκόπιμη σύγχυση.
Θέλουμε να νιώθουμε ασφαλείς, οπότε υποθέτουμε ότι κάποιος όμορφος, με χρήματα και επιτυχημένη διαδρομή, δεν θα βλάψει εμάς ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Το σκεπτικό που μηχανικά αναπαράγουμε είναι ότι ο «χορτάτος», αυτός που τα έχει όλα (;), είναι κάποιος που δεν θα προξενήσει κακό.
Η παρανόηση είναι διαδεδομένη και πέραν των σεξουαλικών εγκλημάτων –συχνά ο κόσμος αναρωτιέται για πλούσιους «τι ανάγκη είχαν να κλέψουν;»–, ωστόσο όταν μπαίνει στη μέση ο παράγοντας της σεξουαλικής επίθεσης το χάος επιτείνεται: ακόμα και σήμερα που έχουμε δει και έχουμε υποστεί σχεδόν τα πάντα, ξεχνάμε ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι εγκλήματα εξουσίας.
Αυτό το τελευταίο απαντά σε όσα ακούγονται εκ νέου και με αφορμή την υπόθεση Γεωργούλη: «Τι ανάγκη είχε να βιάσει; / να δείρει; / να κακοποιήσει;».
Το παραπάνω απλοϊκό σχήμα –σε όποια παραλλαγή του–, το οποίο θα ξεστομιστεί από πολλά χείλη (κάποτε βαθιά ανυποψίαστα για τον πόλεμο που μαίνεται), πολύ συχνά εργαλειοποιείται από τους συνηγόρους υπεράσπισης βιαστών / κακοποιητών, με κάθε πιθανή σεξιστική παραλλαγή, που όχι απλώς ακυρώνει την καταγγελία του θύματος, αλλά και οποιασδήποτε άλλης επιζώσας να καταγγείλει την επίθεση που δέχθηκε.
Η ρητορική αυτή –που πολύ συχνά αφομοιώνεται από την κοινωνία, αλλά και από γυναίκες– πάει κάπως έτσι:
- Ο όμορφος δεν έχει ανάγκη να βιάσει – πέφτει ο ίδιος θύμα οχληρών πιέσεων και έντονου φλερτ. Έτσι να κάνει, οι γυναίκες σωριάζονται στο κάλεσμά του.
- Ο πλούσιος δεν έχει ανάγκη να βιάσει – μπορεί να πληρώσει και να αγοράσει σεξ. Ακόμα χειρότερα: μπορεί να πληρώσει και να έχει όποια θέλει. Γιατί να ασκήσει βία, λοιπόν;
- Ο επιτυχημένος δεν έχει ανάγκη να βιάσει – δεν θα ρισκάρει το κοινωνικό και επαγγελματικό status του για μία «περιπετειούλα», δεν του χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Από το στόμα του μέσου πολίτη στα χείλη του συνηγόρου υπεράσπισης, η ρητορική υπέρ του «όμορφου, πλούσιου, επιτυχημένου» γίνεται κανονικότητα που η κακοποιητική της δράση πρέπει να εξηγηθεί, προκειμένου να σταματήσει η σκόπιμη σύγχυση.
Το πόσο δεν είναι ταξικό το ζήτημα και το πώς δεν αφορά απλώς τη δύναμη της εικόνας γίνεται πιο απτό όταν μιλάμε για ένα άλλο τρίπτυχο που το έχει ψηλά η ελληνική –αν και όχι αποκλειστικά– κοινωνία: θρήσκος, οικογενειάρχης, κουβαλητής. Αυτό το τελευταίο κατέπεσε ευκολότερα μέσα στα χρόνια, όταν σταδιακά άρχισε να αποκαλύπτεται η διαφθορά και ο ζόφος που «χωρούσαν» τόσο μέσα στα θρησκευτικά σχήματα όσο και μέσα στον πυρήνα της οικογένειας.
Ο «όμορφος, πλούσιος και επιτυχημένος» που «δεν έχει καμία ανάγκη να βιάσει / να δείρει / να παρενοχλήσει» αντέχει ακόμη, γιατί αντέχει εξίσου το σεξιστικό αφήγημα για «καλή ζωή» στο πλευρό ενός τέτοιου δείγματος. Αντέχει γιατί ως τέτοια υποσχετική διαφημίζεται από ΜΜΕ, εκπροσώπους του lifestyle Τύπου και άλλων διαύλων στερεοτυπικών μηνυμάτων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα αποκαλύπτεται κυρίως μέσα από τα αστυνομικά χρονικά και την πικρή αλήθεια των αριθμών και της στατιστικής: ο βιασμός, η παρενόχληση, κάθε πτυχή της έμφυλης βίας δεν γνωρίζουν ούτε επάγγελμα, ούτε κοινωνική τάξη, ούτε οικονομική άνεση. Είναι εγκλήματα εξουσίας –πράξεις επιβολής του εαυτού σε άλλα άτομα– και αυτό είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρει κανείς για να μην αναπαράγει τις στερεοτυπικές κακοποιητικές φλυαρίες περί ωραίου / πλούσιου / επιτυχημένου ή οικογενειάρχη / θρήσκου / κουβαλητή που δεν είχε ανάγκη να βιάσει ή δεν θα βίαζε ποτέ.
Η πρόσφατη επικαιρότητα που «ανοίγει» και «κλείνει» με συγκεκριμένους τρόπους και σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες (σκάνδαλο Telegram και Discord, υπόθεση παιδοβιασμών με αχαρτογράφητες για την ώρα προεκτάσεις, σκάνδαλο Λιγνάδη, Φιλιππίδη και τώρα Γεωργούλη) είναι το πιο απτό παράδειγμα για το πώς η βιτρίνα δεν προεξοφλεί την ποιότητα και για τις ταχύτητες με τις οποίες πρέπει να απομακρυνθούμε από το φαίνεσθαι ως κριτήριο αξιολόγησης προσωπικοτήτων και συμπεριφορών.