ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στο κέντρο της Αθήνας. Η ζέστη είναι αφόρητη και οι ακραίες συνθήκες δεν ευνοούν το περπάτημα. Εξαιτίας μιας επείγουσας υποχρέωσης έφυγα απ’ το γραφείο και αμέσως σκέφτηκα να πάρω ταξί προκειμένου να πάω πιο γρήγορα στον προορισμό μου. Αρχικά αισθάνθηκα τυχερός, αφού είδα αρκετά ταξί να περιμένουν κατά μήκος της κάτω πλευράς της πλατείας Συντάγματος. Έτσι, ξεκίνησα από εκείνα που είχαν σταθμεύσει στη γωνία Μητροπόλεως και Φιλελλήνων. Όλοι οι οδηγοί, πριν ακόμη προλάβω να μιλήσω, μου πρότειναν να πάω σε αυτά που βρίσκονταν πιο πίσω. Αν είχα μιλήσει στα αγγλικά, είμαι σίγουρος ότι η αντιμετώπιση θα ήταν διαφορετική. Ωστόσο, επειδή δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου για να τσακωθώ, επέλεξα να πάω στην αρχή της πιάτσας, πιστεύοντας ότι η κατάσταση θα ήταν καλύτερη. Ακολούθησε όμως μια νέα οδύσσεια. «Πού πάτε;», με ρώτησαν περισσότεροι από πέντε οδηγοί ταξί. «Καλλιθέα», απάντησα και όλοι, κλείνοντας μάλιστα επιδεικτικά το παράθυρο, αποκρίθηκαν: «Δεν βολεύει». Αν και μιλάμε για μια κεντρική πιάτσα, δεν τηρούσαν καμία προτεραιότητα και έπαιρναν όποιον επιβάτη ήθελαν.
Την ίδια στιγμή παρατηρούσα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που προπορευόταν στη σειρά και πάλευε αγωνιωδώς να βρει ένα ελεύθερο ταξί για να πάει στην οδό Βούρβαχη, που βρίσκεται στην αρχή της λεωφόρου Συγγρού. Με τόσο υψηλές θερμοκρασίες και σε συνδυασμό με την καθυστερημένη άφιξη των αστικών λεωφορείων, έφτασαν στο σημείο, μέσα στην απελπισία τους, να παρακαλούν τους οδηγούς ταξί που δεν τους επιβίβαζαν, λέγοντάς τους: «Θα σας δώσουμε 10 ευρώ, μπορείτε, σας παρακαλώ, να μας πάτε μέχρι την αρχή της Συγγρού;».
Παράνομες πιάτσες, σκανδαλώδης εξαπάτηση των τουριστών, μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Για να μην αναφέρουμε ότι αν τολμήσεις να αντιδράσεις ακολουθούν βωμολοχίες, διαπληκτισμοί, ακόμη και βιαιοπραγίες που μπορεί να θέσουν ακόμη και τη ζωή των επιβατών σε κίνδυνο.
Αυτή είναι η νέα καθημερινότητα που έχει δημιουργηθεί στην πρωτεύουσα και περιγράφει το πόσο δύσκολη έχει γίνει η μετακίνηση στην Αθήνα. Είναι ξεκάθαρο ότι οι οδηγοί ταξί, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, επιλέγουν μόνο τουρίστες ή μακρινές διαδρομές, ενώ αν θες να στραφείς στη λύση των εφαρμογών θα διαπιστώσεις ότι είναι προτιμότερο, ίσως και πιο γρήγορο, να πας με τα πόδια παρά το λιοπύρι.
Μπαίνοντας, τελικά, με μεγάλη καθυστέρηση σ’ ένα ταξί που εδέησε να με πάει στην Καλλιθέα, μέτρησα στη διάρκεια της διαδρομής πόσα ταξί ήταν παρκαρισμένα μέχρι το ύψος του Παντείου Πανεπιστημίου. Πάνω από δέκα ακινητοποιημένα ταξί περίμεναν, παράνομα παρκαρισμένα, τους τουρίστες που θα έφευγαν από την Ακρόπολη ή από τους παρακείμενους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. Αναρωτήθηκα στον οδηγό αν αυτό τους συμφέρει, από τη στιγμή που επιλέγουν να περιμένουν ακόμη και μία ώρα προκειμένου να παραλάβουν τους πελάτες που επιθυμούν.
Ενδεικτικό πάντως είναι ότι και οι τουρίστες εκφράζουν πολλά παράπονα για τα υπέρογκα ποσά που τους ζητούν. Πριν από λίγες μέρες, Καναδοί τουρίστες είχαν καλέσει δύο ταξί προκειμένου να μεταβούν από το λιμάνι του Πειραιά στο Παγκράτι, όπου είχαν κλείσει σπίτι μέσω του Airbnb. Η διαδρομή ήταν περίπου 14 χιλιόμετρα και το κόστος με βάση το ταξίμετρο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα 60 ευρώ. Οι οδηγοί όμως τους ζήτησαν το απίστευτο ποσό των 350 ευρώ. Οι τουρίστες διαμαρτυρήθηκαν έντονα, λέγοντας πως τα χρήματα που απαιτούν είναι υπερβολικά. Έπειτα από τις διαμαρτυρίες τους, τους είπαν πως πρέπει να δώσουν 240 ευρώ, δηλαδή 120 ευρώ για κάθε ταξί. Μετά την καταβολή του ποσού, οι επιβάτες ανέφεραν τους οδηγούς στο Συνδικάτο Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής για αισχροκέρδεια.
Το θέμα με τα ταξί έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. Μιλώντας με πολλούς επιβάτες, όλοι έχουν να αφηγηθούν μια δυσάρεστη εμπειρία που σχετίζεται με τη χρονοβόρα αναμονή ή το επιτόπιο και προκλητικό «casting». Ειδικότερα, ο Θ. Χ. στη μαρτυρία του επισημαίνει ότι ακόμη και παραδοσιακές εταιρείες ραδιοταξί έχουν πλέον μεγάλο χρόνο αναμονής ή πιθανόν και να μην απαντήσουν καν στις επίμονες κλήσεις σας. «Κάθε φορά που θα χρειαστώ ταξί είτε θα ακυρώσουν το αίτημα ή την κράτηση ή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις από την αρχή τη διαδικασία», υποστηρίζει.
Ο Τ. Μ. είναι κάτοικος Εξαρχείων και για μερικές μέρες είχε πρόβλημα κινητικότητας εξαιτίας ενός διαστρέμματος. Ο ίδιος μού εξιστόρησε την περιπέτειά του: «Ήμουν στην οδό Ιπποκράτους και για 38 λεπτά περίμενα μέσα στη ζέστη ταξί. Όλα περνούσαν με κατεβασμένη σημαία, και τα πιο πολλά ήταν άδεια. Κι αναρωτιέμαι, τόσες χιλιάδες ταξί στην Αθήνα και δεν υπάρχει περίπτωση να πετύχεις άδειο ή χωρίς να πηγαίνει σε ραντεβού, πού στο καλό πάνε; Με το αυτοκίνητο παροπλισμένο (γιατί αν το μετακινήσεις, μετά δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναβρείς να παρκάρεις, ούτε μέρα ούτε νύχτα), η μετακίνηση, αν πάθεις κάτι ή έχεις ασθενή στην οικογένεια, εξελίσσεται σε κόλαση στο κέντρο».
Ένα άλλο πρόβλημα με τα ταξί στην πόλη είναι πως, παρά την υποχρεωτικότητα της χρήσης POS, όπως συμβαίνει σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, θα δείτε ότι οι πιο πολλοί, όταν ζητήσετε να πληρώσετε με κάρτα, θα σας πουν ότι το έχουν αφόρτιστο. Αν, φυσικά, επιμείνεις, σού απαντούν ότι θα χρειαστεί περίπου πέντε λεπτά για να φορτίσει, ποντάροντας στο ότι δεν θα καθίσεις να περιμένεις. Ας μη συζητήσουμε για τα θέματα καθαριότητας, καπνίσματος, σεξιστικών συζητήσεων ή επιδεικτικής αγένειας που αναγκάζεσαι να υποστείς.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΑΤΑ, υπολογίζεται ότι στην Αθήνα κυκλοφορούν περίπου 13.500 με 14.000 ταξί και περίπου 25.000 οδηγοί. Είναι αλήθεια ότι η αλματώδης αύξηση του τουρισμού έχει αυξήσει κατακόρυφα τη ζήτηση για τις υπηρεσίες ταξί, τη στιγμή που εκατοντάδες οχήματα παραμένουν εκτός λειτουργίας, λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους.
Προφανώς υπάρχουν εξαιρετικοί και ευσυνείδητοι επαγγελματίες που κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αλλά δυστυχώς υπάρχουν και αρκετοί εκεί έξω οι οποίοι με την κάκιστη συμπεριφορά τους δυσφημούν εντελώς τους αυτοκινητιστές. Πρόκειται για μικροομάδες που έχουν μετατρέψει τις πιάτσες ταξί σε γκέτο, αδιαφορώντας παντελώς για τις καταγγελίες των πελατών. Άλλωστε, μια επίσκεψη στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, στον Σταθμό Λαρίσης ή στο λιμάνι του Πειραιά θα σας πείσει για τον «μαφιόζικο» τρόπο με τον οποίο λειτουργούν κάποιοι επιτήδειοι οδηγοί ταξί όταν δεν υπάρχει αστυνόμευση.
Απαιτείται να κινητοποιηθούν οι αρχές, να θέσουν όρια και να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις. Το γεγονός ότι το επάγγελμα αυτό παραμένει ακόμη κλειστό και οι άδειες είναι πανάκριβες είναι παράγοντες που απλώς γιγαντώνουν το πρόβλημα. Οι εφαρμογές στα smartphone, όπως είδαμε, όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει την εγχώρια πραγματικότητα, αλλά έχουμε επιστρέψει στις αλησμόνητες εποχές του τηλεοπτικού «Ρετιρέ». Παράνομες πιάτσες, σκανδαλώδης εξαπάτηση των τουριστών, μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Για να μην αναφέρουμε ότι αν τολμήσεις να αντιδράσεις ακολουθούν βωμολοχίες, διαπληκτισμοί, ακόμη και βιαιοπραγίες που μπορεί να θέσουν ακόμη και τη ζωή των επιβατών σε κίνδυνο.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία από τη Νέα Υόρκη. Επειδή χρειάστηκε να καλέσω ταξί στην αμερικανική μεγαλούπολη διαπίστωσα ότι, αν και το κόστος είναι πολύ υψηλό, η ποιότητα των υπηρεσιών δεν έχει καμία σχέση. Τα οχήματα ήταν πεντακάθαρα, ενώ σου πρόσφεραν εφημερίδες, περιοδικά και σνακ. Το πιο σημαντικό είναι ότι υπήρχαν ακριβώς μπροστά σου επιγραφές με τις αναλυτικές χρεώσεις ώστε να είσαι ενήμερος, ενώ δίπλα τους υπήρχε τοποθετημένο το ταξίμετρο όπως και το POS, το οποίο είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Το ζήτημα είναι ότι στην Αθήνα κάποτε έβγαινες στη λεωφόρο Συγγρού, σήκωνες το χέρι σου και έβρισκες αμέσως ταξί. Σήμερα, ως άλλη Κατερίνα Γιουλάκη, το κόβεις με τα πόδια.