ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΗΛΗ το είχαμε γράψει από τις προεδρικές εκλογές του 2020: «It is not only the economy, stupid». Το γνωστό κλισέ που λανσαρίστηκε πριν από τριάντα χρόνια στη θρυλική καμπάνια του Μπιλ Κλίντον έχει ξεπεραστεί. Και αυτό φάνηκε και στις εκλογές του 2020 και στις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, οι οποίες ήταν εξαιρετικής κρισιμότητας.
Παρά την απογοήτευση για τις ισχυρές πληθωριστικές τάσεις και παρά το ότι η οικονομία έμοιαζε να αποτελεί το ισχυρό χαρτί των Ρεπουμπλικανών, το αποτέλεσμα ήρθε να υπογραμμίσει ότι η διαμόρφωση των εκλογικών τάσεων δεν είναι κατ’ ανάγκην ευθυγραμμισμένη με την πορεία της οικονομίας αλλά μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία.
Η οικονομία και η συνολική αίσθηση για την πορεία της χώρας είναι το σημαντικότερο όλων. Αλλά μετράνε κι άλλα. Μετράει η ελκυστικότητα της ατζέντας, η οποία δεν κινητοποιεί εξίσου όλες τις δημογραφικές ομάδες. Μετράει το πρόσωπο του υποψηφίου. Μετράει φυσικά η εκλογική στρατηγική και τακτική. Μετράνε, πάνω απ’ όλα, οι ψυχικές ταυτίσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του εκλογικού σώματος και του υποψηφίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Προέδρος Μπάιντεν είχε την τρίτη καλύτερη επίδοση Προέδρου σε ενδιάμεσες εκλογές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, πίσω μόνο από τον Κένεντι το 1962 και τον Μπους τζούνιορ το 2002, ο οποίος έκανε εκλογές στον απόηχο του χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στις πρόσφατες εκλογές όλα αυτά αποτυπώθηκαν πολύ καθαρά. Το «κόκκινο κύμα» (κόκκινο είναι χρώμα των Ρεπουμπλικανών) αποδείχθηκε κόκκινος κυματισμός. Το GOP αύξησε μεν τα ποσοστά του και ανέκτησε την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά με ισχνή πλειοψηφία, ενώ απέτυχε να ανακτήσει τον έλεγχο της Γερουσίας.
Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί τα πήγαν καλύτερα από όσο αναμενόταν, κόντρα μάλιστα στην πολιτική παράδοση των ΗΠΑ που θέλει το κόμμα που έχει την προεδρία να χάνει τις ενδιάμεσες εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Προέδρος Μπάιντεν είχε την τρίτη καλύτερη επίδοση Προέδρου σε ενδιάμεσες εκλογές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, πίσω μόνο από τον Κένεντι το 1962 και τον Μπους τζούνιορ το 2002, ο οποίος έκανε εκλογές στον απόηχο του χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Για τους λόγους που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα έχουν ειπωθεί ήδη πολλά. Συνοψίζοντας τους σημαντικότερους, ξεχωρίζουν τρεις:
Πρώτον, η πορεία της οικονομίας έπληξε τον Πρόεδρο Μπάιντεν λιγότερο από το αναμενόμενο, καθώς πολλοί αναγνωρίζουν ότι οι πληθωριστικές τάσεις είναι αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ υπάρχουν και τομείς, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, όπου τα πράγματα πάνε εξαιρετικά.
Δεύτερον, υπήρχαν τομείς, όπως το ζήτημα των αμβλώσεων ή η λειτουργία των θεσμών κ.λπ., που κινητοποίησαν εκλογικά κοινά υπέρ των Δημοκρατικών, όπως οι νέοι και οι γυναίκες. Ειδικά το ζήτημα των αμβλώσεων αποδείχθηκε μάννα εξ ουρανού για τους Δημοκρατικούς και game changer των εκλογών.
Τρίτον, και πολύ σημαντικό, οι επιλογές υποψηφίων εκ μέρους των Ρεπουμπλικάνων, οι οποίες είχαν τη σφραγίδα του Ντόναλντ Τράμπ. Στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ο Τραμπ, με την πανίσχυρη επιρροή του στη στενή κομματική βάση που κατά κανόνα συμμετέχει στις προκριματικές, δεν στήριξε τους πιο εκλέξιμους υποψηφίους αλλά τους πιο πιστούς σε εκείνον. Το βασικό του κριτήριο ήταν η θέση τους για τις εκλογές του 2020. Όποιος τις κατήγγειλε ως προϊόν νοθείας έπαιρνε τη στήριξή του και το χρίσμα.
Πολλοί εξ αυτών όμως ηττήθηκαν στις γενικές εκλογές. Ο «καλός» για τη στενή κομματική βάση δεν είναι απαραίτητα καλός για το σύνολο των ψηφοφόρων. Η στήριξη του Τραμπ αποδείχθηκε έτσι ένα «δηλητηριασμένο δώρο» για το κόμμα. Όχι μόνο επειδή συντηρεί μια τοξική κατάσταση αλλά και επειδή μεταφέρει την πολιτική αντιπαράθεση από τα ζητήματα ατζέντας στα ζητήματα χαρακτήρα, με αποτέλεσμα, αντί οι Ρεπουμπλικανοί να κεφαλαιοποιούν την υπεροχή τους στα ζητήματα οικονομίας ή την αντίθεση στη woke culture, να μένουν εγκλωβισμένοι στην υπεράσπιση ενός διχαστικού και αντιδημοφιλούς προσώπου που τείνει να επιβάλλει το ύφος του στους πάντες.
Τι προβλέπεται στη συνέχεια; Οποιαδήποτε πρόβλεψη στην παρούσα φάση είναι εντελώς αβάσιμη. Το βέβαιο είναι ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θέλει να δει νέους υποψηφίους για την προεδρία. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι θα είναι ξανά υποψήφιος, αλλά το 2024 θα είναι 82 ετών. Οι προθέσεις του σίγουρα θα επανεξεταστούν μέχρι τα τέλη του 2023. Ονόματα όπως αυτά του υπουργού Μεταφορών Πιτ Μπούτετζετζ, του κυβερνήτη της Καλιφόρνια Γκάβον Νιούσομ, της κυβερνήτη του Μίτσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ, έχουν αρχίσει ήδη να ακούγονται ως πιθανοί αντίπαλοι της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Στους Ρεπουμπλικανούς οι φωνές που λένε ότι το κόμμα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τον Τραμπ ολοένα δυναμώνουν. Ακόμα και παραδοσιακοί του σύμμαχοι παίρνουν πλέον αποστάσεις. Ο Τραμπ παραμένει πολύ ισχυρός στη βάση του κόμματος, αλλά μετά τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου και την ήττα πολλών υποψηφίων του, there is a new kid in town.
Ο (θριαμβευτικά επανεκλεγείς) κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις μοιάζει ιδανικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών. Εκφράζει το μεγαλύτερο μέρος της τραμπικής ατζέντας, χωρίς όμως το μπρουτάλ ύφος του τέως Προέδρου. Οι απανωτές νίκες του δίνουν υποσχέσεις στο κομματικό κοινό. Η ηλικία του εκφράζει το αίτημα ανανέωσης. Με τον Τραμπ να είναι ξανά υποψήφιος, η μάχη μαζί του στα προκριματικά θα είναι σκληρή. Όπως όμως λέει και μια κρητική παροιμία: «Αν δεν σκοτώσεις θεριό, θεριό δεν γίνεσαι»…