«ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΙΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, που οι νέοι εκπρόσωποι είναι αυτοί που είναι», αναρωτήθηκε ο Ντιντιέ Εριμπόν λίγα χρόνια πριν, όταν προσπάθησε να ερμηνεύσει την εντυπωσιακή στροφή ενός μεγάλου κομματιού της γαλλικής κοινωνίας προς το ακροδεξιό μέτωπο της Λεπέν. Ήταν πολλοί ανάμεσα σε αυτούς που είχαν ένα «καθαρό» παρελθόν, ανήκαν στο σοσιαλιστικό ή κυρίως στο άλλοτε πανίσχυρο Κομμουνιστικό Κόμμα, και όμως σταδιακά οδηγήθηκαν στην αγκαλιά μιας επικίνδυνης λογικής που εκφράζει ένα από τα μεγαλύτερα ακροδεξιά και λαϊκίστικα κόμματα της Ευρώπης το οποίο έδειξε πρωτοφανή αντοχή και μεγάλη επιρροή στην κοινωνία μιας χώρας με μεγάλη δημοκρατική κουλτούρα ‒ μην ξεχνάμε τον Μάη του ’68.
Ας επιχειρήσουμε να παραφράσουμε το ερώτημα του Εριμπόν και να το προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα, όσο κι αν αυτό ίσως φανεί αδόκιμο. Ποιος φταίει, λοιπόν, που οι νέοι εκπρόσωποι τους οποίους ανέδειξαν οι εκλογές της περασμένης Κυριακής είναι αυτοί που είναι; Ποιος φταίει που η συντηρητική παράταξη επιβεβαίωσε μια πρωτόγνωρη πολιτική κυριαρχία η οποία δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, με εξαίρεση τα χρόνια 1974 και 1977, όταν ο Κ. Καραμανλής κέρδισε μεν δύο εκλογικές αναμετρήσεις ‒τις δεύτερες με μικρότερη επιρροή‒, αλλά η χώρα διένυε τα πρώτα χρόνιας μετά τη δικτατορία, άρα οι νίκες αυτές μπορούν να έχουν και δεύτερες αναγνώσεις.
Αυτό που μάλλον αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι για πολλά χρόνια επιχειρούσαμε να ερμηνεύσουμε την ελληνική κοινωνία με όρους του παρελθόντος και να ανοίξουμε με κλειδιά που δεν ανοίγουν τίποτα πια παρά την ιστορία της.
Ποιος φταίει που η αριστερά, όπως εκφράστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, υπέστη μια πανωλεθρία η οποία δεν θα αφήσει αλώβητες τις ιδέες που ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε και είχαν αποτυπωθεί σε πολλές γενιές ως μεγάλες προσδοκίες; Ποιος φταίει που τρία κόμματα με φασιστικά ή ακροδεξιά χαρακτηριστικά έδειξαν πως οι απεχθείς ιδέες εξακολουθούν να ενδιαφέρουν ένα ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας; Ποιος φταίει ακόμα που το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ δείχνει ικανοποιημένο με ένα ασθενικό και εύκολα αναλώσιμο ποσοστό; Ποιος φταίει για το ότι βρέθηκε πρόσφορο έδαφος ικανό για να στείλει στη Βουλή μια πολιτική φιγούρα σαν αυτήν της Κωνσταντοπούλου;
Αυτό που μάλλον αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι για πολλά χρόνια επιχειρούσαμε να ερμηνεύσουμε την ελληνική κοινωνία με όρους του παρελθόντος και να ανοίξουμε με κλειδιά που δεν ανοίγουν τίποτα πια παρά την ιστορία της. Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σταδιακά έχει μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο κι αυτό δεν ερμηνεύεται με μια κατάφαση ή μια άρνηση, με μια καταδίκη ή έναν θαυμασμό. Πρόκειται απλώς για μια διαφορετική κοινωνία η οποία, απογοητευμένη μετά το σοκ της μεγάλης κρίσης του 2010, αναζητεί διεξόδους που δεν βρίσκει εύκολα.
Η ερμηνεία της χρειάζεται πολλή δουλειά και πολύ χρόνο, πρέπει να καταλάβουμε τα υπόγεια ρεύματα που μετακινούν ψήφους από την αριστερά προς τη δεξιά, γιατί το 15% των πολιτών δεν βρίσκει άσχημη ιδέα μια δικτατορία, τι συνέβη σε αυτή την κοινωνία και δείχνει μεγάλη απάθεια για ένα συγκλονιστικό γεγονός όπως ο πνιγμός στα νερά της χώρας εκατοντάδων ανθρώπων, γιατί αναζητά μεγαλύτερη συμμετοχή σε αποφάσεις που αφορούν τη ζωή τους αλλά δεν τα καταφέρνει, γιατί δεν εμπιστεύεται θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη ή οι ανεξάρτητες αρχές. Οι απαντήσεις μοιάζουν προφανείς, αλλά δεν είναι, δεν αρκεί να πούμε ότι οι ανεξάρτητες αρχές έχουν απαξιωθεί από τις κυβερνήσεις, κάτι το οποίο είναι γεγονός, πρέπει και να εξηγήσουμε γιατί τα κριτήρια ψήφου δεν ανταποκρίνονται σε τέτοιες απαιτήσεις.
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε μια δεύτερη επικράτηση γιατί για πολλούς αποτέλεσε την ύστατη λύση, το μικρότερο κακό, πήρε αμέτρητες αρνητικές ψήφους (δεν την ψήφισαν ως θετική επιλογή αλλά ως τη λιγότερο κακή λύση), αν και αυτό συνηθίζεται στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό που δεν συνηθίζεται είναι να έχει απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση στα πρόθυρα διάλυσης, ένα ΠΑΣΟΚ με αδύναμο λόγο, τουλάχιστον όχι ικανό ακόμα να αποτελέσει απειλή για την κυβέρνηση. Απειλές η κυβέρνηση θα βλέπει μόνο από τα δεξιά της. Ήδη αυτό φάνηκε με μετατόπιση του προεκλογικού της λόγου σε πιο συντηρητικά συνθήματα, σε αναφορές για υπουργεία οικογένειας, με ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια προσέγγισης της Εκκλησίας, με χρήση εννοιών σχετικών με την πατρίδα όλο και πιο συχνά.
Το μέλλον μας μοιάζει δυστοπικό: η κυβέρνηση που διακρίθηκε στην απαξίωση των θεσμών, αποκαλύφθηκε ότι έκανε υποκλοπές και επί των ημερών της καταπατήθηκαν δικαιώματα Ελλήνων που αμφισβήτησαν και ξένων που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη θα εξουσιάζει πανίσχυρη και θα ενοχλείται μόνο από τις ρατσιστικές αναφορές στη Βουλή των νεοναζί, των ακροδεξιών, των υπερχριστιανών και της Κωνσταντοπούλου που κάνει για εκατό βουλευτές, όπως λέει η ίδια. Δεν φαντάζει ιδανικό να ζεις σε μια τέτοια χώρα αυτό τον καιρό…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.