ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗ και πικρή αλήθεια που συνοδεύει ένα πολιτικό δεδομένο. Κανονικά, μια δικαστική απόφαση όπως αυτή τώρα του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις (με το σύστημα Predator αλλά και τις «επισυνδέσεις» της ΕΥΠ) θα έπρεπε να προκαλέσει μεγαλύτερες αντιδράσεις. Και κοινωνικές, όχι μόνο στενά κομματικές. Φυσικά είναι κατακαλόκαιρο, η κόπωση σωρευμένη, η φυγή (ενός μέρους τουλάχιστον) σε «πλήρη εξέλιξη». Από την άλλη, τα προβλήματα των αντιπολιτευτικών κομμάτων είναι γνωστά και συμβάλλουν με τη σειρά τους στο χλιαρό αίσθημα των πολιτών για το θέμα των υποκλοπών. Το ίδιο, άλλωστε, το θέμα έχει παίξει για μεγάλο χρονικό διάστημα και η πυκνή επικαιρότητα –με έναν φριχτό πόλεμο να σιγοβράζει ξανά δίπλα μας− εξασθενίζει την αντήχηση γεγονότων που, ούτως ή άλλως, διατηρούν πολλά αδιασάφητα σημεία.
Μια κοινωνία που σκρολάρει δίχως να στέκεται λίγο παραπάνω στην παρακμή του δημοκρατικού κανόνα, έχει βαθύτερο πρόβλημα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν δικαιολογείται το γεγονός ότι το θέμα αφήνει ασυγκίνητα μεγάλα τμήματα της «κοινής γνώμης». Όσες κοινωνιολογικές και οικονομικές εξηγήσεις και αν δίνουμε (δίκην αθωωτικών), μια κοινωνία που δεν ζητάει τον λόγο για το πώς χειρίζονται την εξουσία τους οι κυβερνώντες, μια κοινωνία που μπορεί να αγανακτεί για την τιμή της ξαπλώστρας αλλά θεωρεί περίπου φυσιολογικά δεδομένη την ανεξέλεγκτη δράση Υπηρεσιών και παράλληλων κέντρων, μια κοινωνία που σκρολάρει δίχως να στέκεται λίγο παραπάνω στην παρακμή του δημοκρατικού κανόνα, έχει βαθύτερο πρόβλημα.
Η παλιά (και περιγραφικά ακριβής) άποψη πως τα ζητήματα θεσμών και κράτους δεν «πουλάνε» αποκαλύπτει πια μια οργανική βλάβη. Και αυτή η βλάβη οφείλεται και σε μοντέλα σκέψης και κριτικής που καλλιεργήθηκαν και απλώθηκαν γύρω από τη μονοκρατορία της λεγόμενης οικονομικής, αντι-νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Φυσικά, η οικονομική ατζέντα συμπληρώνεται εδώ και καιρό και από θέματα δικαιωμάτων και ορατότητας. Ένα άλλο κενό όμως δημιουργήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα χρόνια: δεν έγινε όσο έπρεπε ορατή η σημασία των πολιτικών θεσμών και ενός δημοκρατικού κράτους. Για τους περισσότερους αυτά τα θέματα είναι μόνο για συνταγματολόγους, για ειδικούς επιστήμονες ή για κομματικά γραφεία Τύπου. Αν δεν συνιστούν «αστυνομικά θέματα», λογαριάζονται σαν «θεωρητικές» υποθέσεις που μικρή σημασία έχουν για τον φτωχό και γενικά για έναν άνθρωπο που τρέχει να κλείσει εκκρεμότητες και επιβιωτικές τρύπες.
Αυτή η πενιχρή πρόσληψη της δημοκρατικής ζωής φτιάχνει ένα τέρας αδιαφορίας και συμφιλίωσης με μηχανισμούς έμμεσης βίας και κακοποίησης της δημοκρατίας. Τελικά όμως η ευαισθησία για φαινόμενα κατάχρησης πολιτικής κυριαρχίας δεν πέρασε σε ευρύτερο κόσμο. Παραμένει πραγματικά ένα ενδιαφέρον εντοπισμένο στον κόσμο που κινείται σε επιστημονικές ημερίδες, σεμινάρια και κοινοβουλευτικές επιτροπές ή για ένα κομμάτι μαχητικής δημοσιογραφίας το οποίο, για να λέμε την αλήθεια, άνοιξε τον δρόμο στην έρευνα.
Η μέριμνα για καταχρήσεις εξουσίας –ιδιωτικής, κρατικής ή παρακρατικής− παράπεσε ανάμεσα στον νομικισμό, σε πονηρές εκκλήσεις για σταθερότητα και στα ελαττώματα της αντιπολίτευσης. Πέρα όμως από αυτά, δικαιούμαστε να ανησυχούμε για το ανθρωπολογικό πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας: για το ότι έχει διαμορφωθεί μια «κοινωνική υποκειμενικότητα» (ένας τύπος πολίτη) η οποία κινείται μεταξύ μιας λογικής στενών συμφερόντων και μιας απλώς μνησίκακης και αντιπολιτικής επιθετικότητας. Η αμφισβήτηση, όταν εμφανίζεται, μετατρέπεται σε εύκολη απόρριψη των θεσμών, στο όνομα της αιώνιας αλήθειας πως «όλα τα καθορίζει το χρήμα». Η διαφθορά παρουσιάζεται επίσης τόσο ενδημική ώστε να είναι συγχρόνως ακατανίκητη. Έτσι περνάει μια αντίληψη για τη δικαιοσύνη που την ταυτίζει άλλοτε με τα εισαγγελικά έδρανα και άλλοτε με τα «λαϊκά δικαστήρια».
Σβήνει έτσι η πολιτική απορία για τη δημοκρατία των Predator και των «ιδιωτικών» ΕΥΠ. Οι όποιες φωνές διαμαρτυρίας δεν σχετίζονται με αξιόλογα κινήματα πολιτών κι έτσι ο χρήσιμος προβληματισμός για τη δημοκρατική κρίση στέκει μετέωρος, αντιμετωπίζοντας από πάνω και τη χλεύη όσων, ούτως ή άλλως, θεωρούσαν τις υποκλοπές εκ των προτέρων δικαιολογημένες, αν όχι αναγκαίες.
Παρά τις δυσκολίες όμως και τα εμπόδια, η ανθρωπολογική κρίση της δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνεται αφορμή πολιτικής παράλυσης και απλής φυγής στη θεωρία. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά η συνένωση διαφορετικών φωνών και πολιτικών δυνάμεων για την υπεράσπιση ενός ζωτικού χώρου ελευθερίας και ασφάλειας αλλά και για την αναζήτηση της αλήθειας. Τα θέματα του κράτους και των θεσμών δεν είναι πολυτέλεια, ούτε αποκλειστική υπόθεση των καθηγητών και των «δημόσιων διανοουμένων». Η περιφρόνηση στα ερωτήματα για τη δημοκρατία (στο όνομα της κυβερνητικής σταθερότητας και του νεκρικού ρεαλισμού της) δεν έχει να προσφέρει κάτι άλλο παρά μόνο συσκότιση και πολιτικό ύπνο, ό,τι δηλαδή σκοτώνει εκ των έσω τη δημοκρατία και τα ερωτήματα που αποτελούν την ψυχή της.