ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ η 7χρονη κόρη μου αν υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή μου που δεν πίστευα στον Αϊ-Βασίλη. Τι να της απαντήσω; Ότι υπήρξαν δεκάδες Αϊ-Βασίληδες στους οποίους πίστεψα και αποδείχτηκαν μούφα; Δεν τα λες αυτά σε ένα παιδί, νομίζω. Το προετοιμάζεις για τους δήθεν αγίους αλλά μέχρι εκεί.
Κατά τ’ άλλα, ο Αϊ-Βασίλης θα έρθει και φέτος, θα μας φέρει δώρα, θα μας αφήσει γλυκά στις κάλτσες και αυτή θα είναι η πιο μη απαιτητική, άνευ όρων και ανταλλαγμάτων σχέση που ενδεχομένως να βιώσεις στη ζωή σου. Γιατί λοιπόν να διαλύσεις το όνειρο από νωρίς; Επειδή τα γλυκούλια τα παιδάκια μας έχουν φτάσει να ζητάνε το νέο Play Station ή ένα παιχνίδι των 200 ευρώ που είδαν στο YouTube;
Έχω ακούσει πολλούς γονείς να σιχτιρίζουν «την ώρα και τη στιγμή που τους είπαμε ότι υπάρχει», γιατί αυτός φέρνει τα πάντα από το εργαστήρι του υποτίθεται, οπότε δεν μπορεί να αρνηθεί τα δώρα που γράφουν στα γράμματά τους τα πιτσιρίκια, όσο ακριβά κι αν είναι. Εκεί είναι που φλερτάρεις με την ιδέα να αμολήσεις την αλήθεια ξερά και χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Για να απαντήσω στην ερώτηση με την οποία ξεκίνησα, δεν θυμάμαι πότε και πώς σταμάτησα να πιστεύω στον Αϊ-Βασίλη. Δεν θυμάμαι καν μέχρι ποια ηλικία πίστευα σε αυτόν. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι ξυπνούσα κάθε Πρωτοχρονιά πιο νωρίς από όλα τα πρωινά του χρόνου για να ανοίξω τα δώρα μαζί με την αδελφή μου.
«Δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης, πουλάκι μου. Ο μπαμπάς και η μαμά παίρνουν τα δώρα και όχι, δεν έχουμε λεφτά να αγοράσουμε τα παπούτσια που ζήτησες». Δεν ξέρω τι είναι πιο σκληρό σε αυτή την αποκάλυψη για ένα παιδί –ότι δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης ή ότι δεν μπορεί να έχει αυτό που ζήτησε;–, αλλά αλήθεια θέλω να πιστεύω ότι είναι το πρώτο.
Κι αν του έλεγες, αν τους λέγαμε, ότι αυτό το deal έχει να κάνει με μικρά συμβολικά δώρα για να μπορέσει κι εκείνος ο άνθρωπος-άγιος να φέρει κάτι σε όλα τα παιδιά του κόσμου; Θέλω να πω, αν πρέπει να καταρρίψουμε νωρίς τον μύθο, επειδή τους επιτρέπουμε να έχουν ό,τι ζητήσουν, ίσως είναι προτιμότερο να τους αποκαλύψουμε μια άλλη αλήθεια. Ότι το δώρο είναι μια πράξη που δείχνει αγάπη και νοιάξιμο κι ας μην είναι ακριβό, ας μην τραβάει high definition φωτογραφίες, ας μην παίρνει αναβαθμίσεις, ας μη στοιχίζει μια μικρή περιουσία. Ότι η αληθινή περιουσία είναι να μπορείς να ζεις με το «άκυρο» και να είσαι οκ με αυτό. Γιατί, πρώτον, ως παιδί μπορείς να χαίρεσαι με το παραμικρό, αρκεί να σου προσφέρεται σε περιτύλιγμα δώρου και πασπαλισμένο με λίγη μαγεία που πετάει με έλκηθρο και, δεύτερον, δεν θα βρεις ποτέ στην ενήλικη ζωή σου κάποιον Αϊ-Βασίλη που να του γράφεις τι θέλεις κι εκείνος να στο προσφέρει με όλη του την αγάπη – τουλάχιστον όχι μετά τον πρώτο χρόνο γνωριμίας.
Για να απαντήσω στην ερώτηση με την οποία ξεκίνησα, δεν θυμάμαι πότε και πώς σταμάτησα να πιστεύω στον Αϊ-Βασίλη. Δεν θυμάμαι καν μέχρι ποια ηλικία πίστευα σε αυτόν. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι ξυπνούσα κάθε Πρωτοχρονιά πιο νωρίς από όλα τα πρωινά του χρόνου για να ανοίξω τα δώρα μαζί με την αδελφή μου. Μεγαλώνοντας, ο στίχος του Δεληβοριά «τον Αϊ-Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά» πήρε τη θέση του «Ρούντολφ το ελαφάκι» και η παράδοση αυτή μού φαινόταν μακρινή ανάμνηση χωρίς πολύ νόημα, μέχρι που την ξαναθυμήθηκα με τα δικά μου παιδιά. Τότε αποφάσισα να θάψω ένα μεγάλο κομμάτι του κυνικού εαυτού μου και να πιστέψω μαζί τους. Σε κάποιον πρέπει να πιστέψουμε κι εμείς οι μεγάλοι. Εμείς που κάποτε ήμασταν παιδιά.
* Ο τίτλος είναι στίχος του Φοίβου Δεληβοριά από το τραγούδι «Χριστούγεννα».