ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΜΟΥ ΧΕΡΙ ακίνητες εδώ και ώρες οι «Γραμμές του Ορίζοντος» του Βακαλόπουλου, επηρεασμένος κι εγώ από την εκκωφαντική εκδοτική τους ανάσταση το φετινό καλοκαίρι.
Δίπλα μου, στα κάγκελα του πλοίου, χώρος ούτε για δείγμα. Αρκετοί επιβάτες έχουν βγει στο κατάστρωμα και βλέπουν τις διακοπές τους να τελειώνουν κύμα με το κύμα. Τριγύρω απόλυτη σιωπή. Ελάχιστες παρέες κουβεντιάζουν, οι περισσότεροι έχουν παραιτηθεί βουβοί πάνω στα κάγκελα. Σκέφτομαι πως αυτή η σιωπή είναι ύποπτη. Κάτι κρύβει. Ίσως να είναι μέρος ενός μεγάλου σχεδίου όπου κάποιος, λίγο πριν δέσουμε στο λιμάνι, θα φωνάξει δυνατά «όχι στις επιστροφές!» και ένας στρατός ηλιοκαμένων θα στραφεί ενάντια στο πλήρωμα και στον καπετάνιο και θα στρέψει το πλοίο ξανά προς τα ανοιχτά.
Όμως, δεν συμβαίνει. Άλλωστε τα πρόσωπά τους δεν έχουν ίχνος επαναστατικής διάθεσης. Περισσότερο εξάντληση από πολυήμερα ξενύχτια, πρησμένα μάτια και φόβο από την εικόνα της Αθήνας, που μεγαλώνει μπροστά τους λεπτό με το λεπτό.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί υποχρεώνει το βλέμμα σου ν’ αλλάξει. Να γίνει και πάλι εντελώς κυριολεκτικό. Ν’ αποχωριστεί το φως που αστράφτει πάνω στο κύμα και σου επιτρέπει να φεύγεις νοητά, να μισοκλείνεις τα μάτια σου πάνω στην ψάθα σου και να μην ξέρεις αν αυτό είναι πραγματικότητα ή αν έχεις αποκοιμηθεί.
Το να επιστρέφεις από ανάγκη κι όχι από επιλογή είναι δύσκολο πράγμα. Σκεφτόμουν ότι οι καλοκαιρινές διακοπές των Ελλήνων και η μανιώδης εξόρμηση στα νησιά, τα δωμάτια και τα Airbnb, που εξαντλούνται κιόλας από τον χειμώνα, η πρόθεση να πληρώσουμε 15 ευρώ τη χωριάτικη σαλάτα και 11 ευρώ το ποτό στις Κυκλάδες δείχνουν ότι πια η φυγή των Ελλήνων το καλοκαίρι δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη.
Η επιλογή θα έφερνε μαζί της και κάποια κριτήρια, κάποιες προϋποθέσεις, κάποιες απαιτήσεις. Η ανάγκη έχει μόνο μία απαίτηση: τη φυγή. Όταν αυτή γίνεται τόσο έντονα και βίαια, μοιάζει περισσότερο με διέξοδο ζωτικής σημασίας.
Το να επιστρέφεις στην Αθήνα είναι ακόμη πιο δύσκολο πράγμα. Είναι φυσιολογικό να στεναχωριέσαι τόσο, όταν επιστρέφεις στο μέρος όπου ζεις και δουλεύεις; Αν, όμως, το μέρος αυτό γίνεται χρόνο με τον χρόνο όλο και πιο αποπνικτικό, όλο και πιο δύσκολο; Ίσως γι’ αυτό τα θλιμμένα βλέμματα δίπλα μου. Γι’ αυτήν τη μυρωδιά καπνού και τα μαύρα σύννεφα που βλέπαμε σε φωτογραφίες μόλις πριν από δέκα μέρες να γεμίζουν την Πλατεία Συντάγματος.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί αλλάζει ο ήχος. Ξεθωριάζει ο αχός του κύματος και συνηθίζεις ξανά τις κόρνες, αμέσως μόλις δέσει το πλοίο, στην πύλη Ε2, με το κεφάλι ακουμπισμένο και βαρύ στο παράθυρο του συνοδηγού.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί αλλάζει η εικόνα. Δεν μπορείς να δεις καθαρά το φεγγάρι ή να το φωτογραφίσεις από κάποια πλαγιά πεντακάθαρο και κατακόκκινο πάνω από τη θάλασσα. Τώρα το βλέπεις να αναβοσβήνει, να εμφανίζεται για μια στιγμή και ύστερα αμέσως να χάνεται, πίσω από τα τεράστια κτίρια της Συγγρού, πίσω από επιγραφές της Ιντερσαλόνικα, τη Στέγη Ωνάση και τα στριπτζιτζάδικα.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, το ξέρει καλά κι ο Οδυσσέας, γιατί σημαίνει να αποχωρίζεσαι τους συντρόφους σου. Να σταματάει το αμάξι κι ένας-ένας οι φίλοι σου να ξεφορτώνουν τα πράγματά τους – μαζί και το τάβλι που δεν χρησιμοποιήσατε καθόλου. Να τους αγκαλιάζεις και να φεύγουν. Και να συνειδητοποιείς πόσο πολύ τους αγαπάς, όταν βλέπεις τις σκιές τους να χάνονται με τις βαλίτσες τους στο τέλος του δρόμου.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί υποχρεώνει το βλέμμα σου ν’ αλλάξει. Να γίνει και πάλι εντελώς κυριολεκτικό. Ν’ αποχωριστεί το φως που αστράφτει πάνω στο κύμα και σου επιτρέπει να φεύγεις νοητά, να μισοκλείνεις τα μάτια σου πάνω στην ψάθα σου και να μην ξέρεις αν αυτό είναι πραγματικότητα ή αν έχεις αποκοιμηθεί – μια ενδιάμεση κατάσταση που έχουν ανάγκη όλοι όσοι δεν χωράνε μες στην κυριολεξία των πραγμάτων.
Στην επιστροφή, όμως, τα πάντα γίνονται απολύτως πραγματικά. Οι στάσεις των λεωφορείων, τα Everest, οι κλειστές αντιπροσωπείες των αυτοκινήτων με τα φιμέ παράθυρα, το μπαλκόνι στο Παγκράτι που βλέπει άλλο μπαλκόνι.
Τέλος, το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί σε αναγκάζει να μετράς τον χρόνο. Σου δείχνει τη χρονική απόσταση απ’ αυτό που ζεις κι αυτό που έχεις ανάγκη. Σου μαθαίνει την υπομονή. Και ωστόσο να χαζεύεις τις φωτογραφίες, κάποιο απόγευμα του χειμώνα που θα βαριέσαι.
Το να επιστρέφεις είναι δύσκολο πράγμα, γιατί όσα άφησες πριν φύγεις δεν χωράνε άλλη αναβολή. Θα ήθελες να τα αναβάλεις για μερικές εποχές ακόμη –μια άνοιξη, ένα φθινόπωρο και κάμποσους χειμώνες–, αλλά δεν γίνεται. Τώρα είναι εδώ και πρέπει να είσαι έτοιμος. Κι ελπίζω να είμαστε – όλοι εμείς που επιστρέφουμε μαζί.