OΣΟΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΜΕΤΑ το ’90 μάθαμε ότι ελευθερία είναι η καταναλωτική ελευθερία. Να καταναλώνεις πράγματα, τοποθεσίες και ανθρώπους. Μάθαμε ότι το κέντρο του σύμπαντος είμαστε εμείς. Ο εαυτός μας είναι σπουδαίος ‒ απλώς σπουδαίος. Είμαστε όλοι μοναδικοί. Και αναζητούμε μοναδικές εμπειρίες που με κάποιον τρόπο είναι και αυθεντικές και μαζικές. Ταυτόχρονα προσιτές σε όσους έχουν να πληρώσουν αλλά και «exclusive». Και φυσικά σιχαθήκαμε το πολιτικό, που στην Ελλάδα σημαίνει κόμμα, διαφθορά, σαπίλα ή ότι θα χάσεις την ώρα σου (προνόμιο μόνον όσων δεν χρειάζεται να πουλάνε την ώρα τους για να ζήσουν).
Όμως κάτι δείχνει να αλλάζει εδώ και κάποια χρόνια. Υπάρχει ένα πολιτικό ξύπνημα γύρω από διάφορα θέματα. Το περιβάλλον είναι ένα απ’ αυτά και δικαίως, αφού μας τελειώνουν ο αέρας, τα ζώα, τα δάση και το οξυγόνο.
Εδώ και λίγα χρόνια συναντάς όλο και πιο πολλά άτομα (απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους) που θα πάρουν μεταχειρισμένα ρούχα, θα σου μιλήσουν για την κυκλική οικονομία, τις βιώσιμες πόλεις, τη μετακίνηση με τα πόδια ή το ποδήλατο και την εργασία για την αιολική ενέργεια που είχαν κάνει στο πανεπιστήμιο. Λίγοι θα σου πουν ότι συνδέουν το «εγώ» τους με το αυτοκίνητο και ακόμα πιο λίγοι ότι περιγελούν τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας ή τα δικαιώματα των ζώων.
Οι πόλεις μας έχουν ντροπιαστικά λίγα δέντρα και ελάχιστους δημόσιους χώρους πρασίνου, αλλά κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να γίνουν ακόμα πιο ζεστές, ξερές και τσιμεντένιες. Κι αυτό μετά από ένα καλοκαίρι στην κόλαση, που φοβόσουν να ανασάνεις.
Στα πανεπιστήμια παράγεται ερευνητικό έργο γύρω απ’ τη βιώσιμη ανάπτυξη, την «αποανάπτυξη» και την αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες. Αλλά ήδη πολλοί έχουν καταλάβει ότι η αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες δεν αρκεί. Ναι, βοηθάει να μην καταναλώνουμε κρέας και τζιν που «πίνουν» πολύ νερό για να γίνουν, αλλά χρειάζεται και νέες, πράσινες πολιτικές.
Έτσι, πολλοί ασχολούνται ερευνητικά με νέα οικονομικά μοντέλα που λαμβάνουν υπόψη τους την περιβαλλοντική κρίση, γράφουν μελέτες για το ηθικό εμπόριο ή για τους τρόπους συνεργατικής μετακίνησης/κατανάλωσης μέσα στις πόλεις, προκειμένου αυτές να μη γίνουν ζεστά κολαστήρια με θόρυβο, υψηλά ενοίκια, χαμηλούς μισθούς και μοναχικές μονάδες που περιφέρουν την αποξένωσή τους από το ένα ακριβό, «εξευγενισμένο» μπαρ στο άλλο. Η εκλαϊκευμένη συζήτηση για όλα αυτά εκτός πανεπιστημίων, σε podcasts, βιβλία, ιστοσελίδες και απογεύματα συνελεύσεων σε διάφορες κουλ/υποβαθμισμένες γειτονιές του κόσμου είναι οργιαστική, ειδικά η αγγλόφωνη.
Η Αθήνα ενδείκνυται για τέτοιες συζητήσεις. Είναι μια πόλη που φλέγεται από τη ζέστη, θορυβώδης, με απαίσια μέσα μαζικής μεταφοράς και ποδηλατόδρομο που ντρέπεσαι να τον παρουσιάσεις ως τέτοιο. Έχει κουλ γειτονιές που «παθαίνουν» εξευγενισμό, ενοίκια που ανεβαίνουν και, φυσικά, ξεπερνούν τους μισθούς, ενώ διαθέτει και τους κλασικούς αντιδραστικούς τύπους που νομίζουν ακόμα ότι ο περιορισμός της κατανάλωσης ή η πράσινη ενέργεια είναι ντροπή.
Η επικράτηση μιας φοβερά γεροντίστικης οπτικής στα πράγματα (απ’ όλες τις πλευρές) είναι σοκαριστική. Δεξιά και αριστερά, όταν μιλούν για το περιβάλλον οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί νομίζεις ότι διαβάζεις καλτ πρόγραμμα πολιτικού κόμματος των ’80s πριν από την ογκωδέστατη έρευνα, πριν από τη διεθνή αφύπνιση, πριν από την κανονικοποίηση του καύσωνα, πριν από την απώλεια του φθινοπώρου και τη συρρίκνωση της άνοιξης, πριν από την τεράστια δουλειά της επιστημονικής κοινότητας στο θέμα, πριν από τη διανοητική επεξεργασία νέων ιδεών και πριν από την έκρηξη νέων τεχνολογιών. Δεν δικαιολογείται αυτή η κλειστότητα του νου, η σκέψη που κολλάει στα παλιά.
Τώρα διάβαζα ότι θα κόψουν δέντρα στην Αθήνα για το μετρό. Η είδηση έδωσε σχήμα στις σκόρπιες αγωνίες μου. Στην εκκωφαντική αδιαφορία για το ζήτημα βλέπω ήδη πόσο ριγμένες είναι οι «επόμενες γενιές», αν όχι ήδη ξεγραμμένες και ξενιτεμένες. Οι πόλεις μας έχουν ντροπιαστικά λίγα δέντρα και ελάχιστους δημόσιους χώρους πρασίνου, αλλά κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να γίνουν ακόμα πιο ζεστές, ξερές και τσιμεντένιες. Κι αυτό μετά από ένα καλοκαίρι στην κόλαση, που φοβόσουν να ανασάνεις.
Όλοι απολαμβάνουμε την ηπιότερη θερμοκρασία κοντά στα άλση, τις μυρωδιές του δάσους, τη σκιά, την ηρεμία μακριά απ’ τους θορύβους σ’ ένα βουνό ή σ’ ένα πάρκο, τη γαλήνη των οδών χωρίς αυτοκίνητα, το θέαμα ή την παρέα ζώων και πτηνών. Όμως τα δέντρα στην Ελλάδα κόβονται χωρίς πολλά πολλά. Κάθε απόφαση θυσίας πρασίνου είναι εύκολη και δεν κοστίζει σ’ αυτούς που τη λαμβάνουν. Άλλωστε, αν δεν κοπούν, μπορεί και να καούν.
Αν ψάχναμε κι άλλες χειροπιαστές αποδείξεις για τη γεροντοκρατία στην Ελλάδα, να μια ωραία: αυτή η αδιαφορία για το εάν θα έχουμε οξυγόνο. Εμείς και όσοι έπονται ζούμε κάτι καινούργιο, αλλά καθόλου απρόσμενο: ο κόσμος λιγοστεύει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.