KΑΘΩΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ η υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας στο Διδυμότειχο, με τη μία αποκάλυψη να είναι χειρότερη απ’ την προηγούμενη, το μάτι μου έπεσε σε μια λεπτομέρεια.
«Δεν είχε ενεργοποιήσει το panic button γιατί δεν είχε κινητό», διάβασα σε ορισμένα δημοσιεύματα τα οποία αναφέρονταν στη γυναίκα που περιγράφεται ως αιχμάλωτη στο σπίτι του κακοποιητή της.
Το κινητό και η πρόσβαση στο ίντερνετ πρωταγωνιστούν σε χιλιάδες συμβουλές που αποσκοπούν στο να βοηθήσουν μια γυναίκα να φύγει. «Ηχογράφησέ τον ώστε να έχεις αποδείξεις όταν ζητήσεις βοήθεια». «Πάρε κρυφά δεύτερο κινητό για να οργανώσεις τη διαφυγή σου». «Χρησιμοποίησε έναν υπολογιστή στον οποίο δεν έχει πρόσβαση». «Κλείσε αεροπορικά εισιτήρια/εισιτήρια ΚΤΕΛ μέσω της συσκευής σου». «Η ομάδα μας σε βοηθά διακριτικά μέσω τσατ να προετοιμαστείς για τα επόμενα βήματα». Ζούμε σ’ έναν τεχνολογικό κόσμο και είναι επόμενο η τεχνολογία να είναι βοηθητική. Τι συμβαίνει όμως με τις κακοποιημένες γυναίκες που δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτή;
Η υπόθεση στο Διδυμότειχο υπογραμμίζει τα εξής δύο: το panic button αφορά, πρώτον, γυναίκες με πρόσβαση σε κινητές συσκευές, δεύτερον, με πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αφορά επίσης γυναίκες με δυνατότητα ενημέρωσης για την ύπαρξή του.
Μια δικηγόρος που ασχολείται με υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μου είχε πει ότι είχε ακούσει από πολλές πελάτισσες την ίδια ιστορία: ο άντρας της επιτίθεται, τη σπάει στο ξύλο και σπάει το κινητό της. Η γυναίκα δεν έχει χρήματα να το αντικαταστήσει κι έτσι μένει χωρίς συσκευή. Είναι μια τελική αποκοπή απ’ τον κόσμο.
Για πολλούς ανθρώπους το κινητό είναι μια τόσο φυσική προέκταση που η απουσία του βάρους του στην τσέπη προκαλεί ταραχή. Η απόσταση μεταξύ όσων έχουν πρόσβαση σε τεχνολογικά αγαθά και όσων δεν έχουν είναι τόσο μεγάλη, που οι μεν δεν θα συναντηθούν ποτέ με τους δε. Ειδικά σε σχέση με το panic button, η υπόθεση στο Διδυμότειχο υπογραμμίζει τα εξής δύο: το panic button αφορά, πρώτον, γυναίκες με πρόσβαση σε κινητές συσκευές, δεύτερον, με πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αφορά επίσης γυναίκες με δυνατότητα ενημέρωσης για την ύπαρξή του. Ενώ ως εργαλείο θα μπορούσε να είναι βοηθητικό, αν το σύστημα γύρω του ενεργοποιηθεί σωστά, πρέπει να δούμε παράλληλα πώς μπορεί μια φτωχή γυναίκα, μια αναλφάβητη γυναίκα, μια γυναίκα που έχει αποκοπεί βίαια απ’ τον ψηφιακό κόσμο να αναζητήσει τη βοήθεια που χρειάζεται. Θα μου πεις «ας κάνει κατευθείαν καταγγελία στην αστυνομία». Θα σου πω ότι έχεις δει πώς πάει αυτό.
Επειδή λοιπόν το panic button έχει έρθει, θεωρητικά, για να βοηθήσει τις γυναίκες εκείνες που διαθέτουν τα παραπάνω, μου έκανε εντύπωση η αναφορά στη μη εγκατάστασή του. Γιατί όταν ενημερώνεις το κοινό για το γεγονός ότι κάτι δεν υπήρχε, εγώ καταλαβαίνω πως θεωρείς ότι θα έπρεπε να υπάρχει. Και αν θεωρείς ότι θα έπρεπε να υπάρχει, η σημείωση ότι τελικά δεν είχε εγκατασταθεί μοιάζει με παράλειψη απ’ την πλευρά του θύματος. Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω. Όταν συνέβη η γυναικοκτονία της Αρετής στην Αμφιλοχία, εφημερίδα σημείωσε ότι «σύμφωνα με πηγές από την ΕΛΑΣ, είχε προταθεί στο θύμα να εγκατασταθεί η εφαρμογή panic button στο κινητό της και η μεταφορά της σε δομή, ωστόσο η ίδια αρνήθηκε». Όταν ένας πατέρας στην Ξάνθη ξυλοκόπησε τον γιο του με ξύλινα καδρόνια, σημειώθηκε η άρνηση του γιου να χρησιμοποιήσει το panic button. Όμως γιατί μας το λένε; Αν η εγκατάσταση του panic button είναι μια προσφερόμενη δυνατότητα, γιατί αξίζει χώρο στην είδηση το γεγονός ότι ένα θύμα δεν το είχε;
Από τότε που δημιουργήθηκε η εφαρμογή και διαβάζοντας συστηματικά τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με έμφυλη βία, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι από εργαλείο προστασίας θα καταλήξει σύντομα να είναι άλλο ένα βέλος στη φαρέτρα του victim blaming. «Γιατί ήσουν έξω τέτοια ώρα, γιατί πήγες σπίτι του, γιατί δεν εγκατέστησες το panic button;». Δεν γράφει κανένα δημοσίευμα «δεν τηλεφώνησε στη γραμμή στήριξης κακοποιημένων γυναικών» ή «δεν ήρθε σ’ επαφή με φεμινιστικό δίκτυο για να ζητήσει βοήθεια».
Κλείνω με δύο συμπεράσματα. Αφενός, μία λύση σ’ ένα πρόβλημα που περιλαμβάνει τεχνολογία είναι εξ ορισμού λύση για ένα ποσοστό ανθρώπων που διαθέτουν κάποια −έστω− προνόμια. Αφετέρου, τα εργαλεία που διατίθενται προς όφελος μιας ομάδας η οποία αντιμετωπίζει ένα ορισμένο πρόβλημα δεν πρέπει να εργαλειοποιούνται εναντίον της. Στην τελευταία περίπτωση, δεν είναι λύση, αλλά ένα «εμείς δεν φταίμε, κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αυτή δεν ήθελε».