Το φαινόμενο
Η ενδοοικογενειακή βία είναι μια έννοια που περιγράφει πολλά ζεύγη κακοποίησης. Παρά το ότι στον προφορικό λόγο ταυτίζεται με τη συντροφική/συζυγική βία που θα ασκήσει ένας άντρας σε μια γυναίκα, στη βιβλιογραφία είναι όρος-ομπρέλα. Αναφέρεται σε όλα τα ταιριάσματα θύτη και θύματος που μπορούν να συμβούν μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Έτσι, δημιουργείται μπέρδεμα, γιατί άλλο εννοεί ο νόμος όταν το γράφει, άλλο εννοεί μια ψυχολόγος, άλλο ένα βιβλίο. Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, αντιλαμβανόμαστε την ενδοοικογενειακή βία ως εκδήλωση βίας μεταξύ μελών μιας οικογένειας.
Χρειάζεται ο ορισμός να είναι ευρύς για να εντάξουμε σ’ αυτόν το σιωπηρό φαινόμενο της «γονικής κακοποίησης». Αυτό συμβαίνει όταν θύτης είναι το παιδί και θύμα ο γονέας. Η βία μπορεί να είναι ψυχολογική, σωματική ή οικονομική, αν, για παράδειγμα, το παιδί σπάει τα πράγματα του γονέα ή καταστρέφει περιουσιακά στοιχεία. Αναζήτησα πληροφορίες με αφορμή την περίπτωση της μητέρας που ενεργοποίησε το panic button εξαιτίας της επίθεσης που δέχτηκε απ’ τον γιο της. Διαβάζοντας την είδηση, θυμήθηκα παρόμοια περιστατικά που ακούγονταν στο σχολείο και συζητήσεις γυναικών που έχω κρυφακούσει στ’ αποδυτήρια. Συνειδητοποίησα ότι δεν μου είναι καθόλου ξένη η εικόνα ενός γιου που ασκεί βία στη μητέρα. Στην αρχή βρήκα λίγα πράγματα: ότι πρόκειται για την έκφραση ενδοοικογενειακής βίας για την οποία γνωρίζουμε λιγότερα, ότι προκαλεί αμηχανία σε επίπεδο έρευνας και ότι οι γονείς δεν μπορούν να αρθρώσουν αυτό που συμβαίνει∙ ότι δικαιολογούν τα παιδιά ακόμη και σε περιπτώσεις βαριάς κακοποίησης∙ ότι σπανίως στρέφονται στις αρχές, ακόμη και όταν κινδυνεύει η ζωή τους και ότι συνήθως κινητοποιούνται αν υπάρχουν κι άλλα παιδιά, που χρειάζονται προστασία.
Ένα σημαντικό ερώτημα που διαπερνά την ιστορία της ανθρωπότητας και των πολιτισμών είναι το «τι είναι ένα παιδί;». Η παιδικότητα είναι η επιτομή της «κοινωνική κατασκευής». Ανάλογα με την εποχή και την κουλτούρα που θα διαλέξεις, τα παιδιά είτε υπήρχαν είτε δεν υπήρχαν, ήταν άξια αυξημένης ή ελάχιστης προστασίας, ήταν έξτρα χέρια ή «βασιλιάδες».
Πώς μοιάζει η γονική κακοποίηση;
Στο βιβλίο της με τίτλο «When teens abuse their parents» («Όταν οι έφηβοι κακοποιούν τους γονείς τους»), η συγγραφέας Barbara Cottrel ξεκινά με αληθινές ιστορίες. Εκεί διαβάζουμε για την Έμιλι που βρίζει και χτυπάει τη μητέρα της όταν δεν της κάνει τα χατίρια και για τον Τζέισον, έναν νεαρό 160 κιλά με αθλητικό σκαρί, που χτύπαγε τους γονείς του με μπουκάλια στο κεφάλι και τους χαστούκιζε όταν αρνούνταν να κάνουν αυτό που τους ζητούσε. Η κακοποίηση γίνεται σκληρή, αιματηρή, συστηματική και ο γονέας χάνει κάθε εξουσία. Η συγγραφέας εξηγεί ότι ένα απ’ τα θέματα που προκύπτουν είναι η δυσκολία των γονιών να αναγνωρίσουν την κατάσταση. Μια ψυχοθεραπεύτρια λέει ότι, όταν η πρόνοια τής αναθέτει μια οικογένεια που αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα, ρωτά αν το παιδί είναι κακοποιητικό. Και η απάντηση συνήθως είναι «όχι, φέρεται όπως φέρονται τα παιδιά στην εφηβεία». «Όταν οι άνθρωποι ακούν “εφηβεία”», γράφει, «σκέφτονται αγένεια και απότομη συμπεριφορά. Αλλά εδώ μιλάμε για κακοποίηση».
Περιγράφει μια κατάσταση στην οποία η γονική κακοποίηση είναι απ’ τη μια συχνή και απ’ την άλλη απολύτως αόρατη. Επειδή στα τέλη του 20ού αιώνα έγινε δημοφιλής η ψυχολογική θεωρία της δύσκολης εφηβείας, εξηγεί, με ευκολία κανονικοποιούμε κακές συμπεριφορές λέγοντας «εφηβεία είναι θα περάσει», ενώ πρόκειται για βίαια παιδιά που θα γίνουν βίαιοι ενήλικες και θα βλάψουν κι άλλους ανθρώπους, εκτός της οικογένειάς τους. Σε όλο το βιβλίο είναι εμφανές ότι υπάρχει τεράστια σύγκρουση ιδεών. Στη μια πλευρά έχεις τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι τα παιδιά μέχρι να ενηλικιωθούν «δεν ελέγχουν εαυτόν» και η βία που ασκούν είναι φάση. Στην άλλη πλευρά έχεις αυτούς που αντιμετωπίζουν τα βίαια παιδιά ως οιονεί βίαιους ενήλικες και δεν πιστεύουν ότι η βία είναι απότοκο της ηλικίας αλλά ένδειξη κάποιας παθογένειας. Το θέμα είναι ότι η γονική κακοποίηση δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί αν δεν αποφασίσουμε ως κοινωνία πώς βλέπουμε τα ανήλικα άτομα και για ποιο πράγμα τα θεωρούμε ικανά.
Το προφίλ του γονέα που κακοποιείται
Ενώ η συγγραφέας τονίζει ότι έχει συλλέξει αρκετές ιστορίες που καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει «είδος θύματος», σημειώνει ότι όλες οι μητέρες που έχει συναντήσει μοιράζονται δύο ψυχικές ομοιότητες: απελπισία λόγω της έλλειψης ελέγχου και ντροπή που τους συμβαίνει αυτό.
«Όταν οι έφηβοι συμπεριφέρονται άσχημα, αμέσως κατηγορούμε τους γονείς. Σκεφτόμαστε “πού είναι οι γονείς; Tι έκαναν λάθος οι γονείς;” Και όταν λέμε γονείς, συνήθως εννοούμε τη μητέρα. Γνωρίζοντας αυτό, η Λόρι διαμαρτύρεται πως “δεν κάνουμε τίποτα λάθος στην οικογένειά μας. Ο Κρίστοφερ προέρχεται από ένα καλό σπίτι και είμαστε πολύ δεμένοι με τον πατέρα του. Δεν κάνουμε ναρκωτικά, δεν είμαστε αλκοολικοί.” Λέει ότι φοβάται να πιει ακόμα κι ένα ποτό μήπως κάποιος πει για τον γιο της “δεν απορώ που βγήκε έτσι”. Οι γυναίκες ζουν υπό τη μόνιμη πίεση του κοινωνικού βλέμματος. Τα παιδιά ξέρουν ότι οι μητέρες τους φοβούνται μήπως χαρακτηριστούν “κακές μητέρες” και τις πληγώνουν επίτηδες, κάνοντας σχόλια που εντείνουν αυτόν τον φόβο. Ο φόβος της κοινωνικής απαξίας εμποδίζει τους γονείς να μιλήσουν για την κακοποίηση που υφίστανται».
Παιδιά ή οιονεί ενήλικες;
Ένα σημαντικό ερώτημα που διαπερνά την ιστορία της ανθρωπότητας και των πολιτισμών είναι το «τι είναι ένα παιδί;». Η παιδικότητα είναι η επιτομή της «κοινωνική κατασκευής». Ανάλογα με την εποχή και την κουλτούρα που θα διαλέξεις, τα παιδιά είτε υπήρχαν είτε δεν υπήρχαν, ήταν άξια αυξημένης ή ελάχιστης προστασίας, ήταν έξτρα χέρια ή «βασιλιάδες».
Σήμερα, η συνθήκη της ανηλικότητας συνδέεται με την αθωότητα. Ενώ σκάει η μία είδηση μετά την άλλη για σκηνικά έντονης βίας μεταξύ ανηλίκων, στεκόμαστε αμήχανα απέναντι στο γεγονός ότι τα παιδιά μπορούν να είναι φορείς εμπρόθετης βίας επειδή για μας, τους ενήλικες, είναι οντότητες που δεν συνδέονται με το «κακό», μια καθαρά ενήλικη ιδιότητα. Αν σ’ αυτήν τη νοοτροπία προστεθεί η φυσική εξουσία που ασκεί ο γονέας στο παιδί, δηλαδή η ιεραρχία στη σχέση τους, γίνεται αντιληπτό ότι το να μιλήσεις για μια συνθήκη κατά την οποία γίνεσαι θύμα του παιδιού σου είναι πολύ δύσκολο, αφού το παιδί είναι ο καθρέφτης σου, εσύ το έχεις διαμορφώσει. Αν έχει φτάσει να σε δέρνει και να σε τρομοκρατεί, αυτό λέει περισσότερα για το είδος γονέα που είσαι και λιγότερα για το παιδί. Η γονική κακοποίηση είναι ένα φαινόμενο που μου φαίνεται δύσκολο να συζητηθεί επειδή προϋποθέτει αλλαγή της αντίληψης για την ανηλικότητα. Χρειάζεται να θεαθεί το ανήλικο απ’ τον γονέα ως πρόσωπο ικανό να βλάψει με πρόθεση. Αυτό απέχει πολύ από το πώς βλέπουμε συνήθως τα παιδιά/εφήβους, πόσο μάλλον τα δικά μας.
To θέμα είναι ακανθώδες ‒ λογικό. Η εξουσία του γονέα επί του παιδιού του είναι σχεδόν απόλυτη. Θεωρητικά ελέγχει τη μετακίνηση, το φαγητό, την αγοραστική δύναμη, μέχρι και την ενδυμασία του. Είναι αρκετά δύσκολο να φανταστούμε ένα σχήμα κακοποίησης με το παιδί ως θύτη. Ίσως γι’ αυτό να είναι τόσο μικρή η βιβλιογραφία. Ταυτόχρονα, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τη γονεϊκότητα είναι τέτοιος που η κακοποίηση του γονέα θα θεωρηθεί προσωπική του αποτυχία. Διάβασα σε πολλά σχετικά fora την ατάκα «το παιδί μπορεί να έχει κακοποιητική συμπεριφορά, αλλά δεν μπορεί να είναι κακοποιητικό».
Το ζήτημα εμφανίζεται ολοένα περισσότερο σε διάφορες χώρες. Ταυτόχρονα, υπάρχει σύγχυση γύρω απ’ τους ορισμούς κι αυτό, φυσικά, δυσκολεύει τόσο την επίλυση του προβλήματος από οικογένεια σε οικογένεια όσο και τη λήψη μέτρων που θα βοηθούσαν τους γονείς να διαχειριστούν αυτό που συμβαίνει ως φαινόμενο και όχι ως ατομική, βαριά και ασήκωτη ντροπή.