Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ στην πόλη, μακριά από το πολυτραγουδισμένο «Πάσχα στο χωριό», είναι, ούτως ή άλλως, μια πεζή υπόθεση. Εκτός αν είσαι αληθινά πιστός χριστιανός, δηλαδή αν έχεις μια πιο βαθιά σχέση με τις γιορτές, που δεν περιμένει τον κατάλληλο διάκοσμο ή την ιδανική ατμόσφαιρα για να βρει την έμπνευσή της. Για όλους εμάς (μιλώ για τον εαυτό μου και τους ομοίους) που το Πάσχα είχε απομακρυνθεί ήδη ως ξεχωριστή εμπειρία –έχοντας μεταβληθεί περισσότερο σε ένα σύνολο επεξεργασμένων αναμνήσεων, παρά σε κάτι ζωντανό–, η τωρινή πενιχρή εκδοχή του δεν είναι σοκ.
Όμως, αυτή συγκεκριμένα η Μεγάλη Εβδομάδα μάς βρίσκει συλλογικά στο μεταίχμιο: σε μια προσδοκία που έχει χάσει σχεδόν την υπομονή της και αναζητεί τρόπους να αποφορτιστεί. Ας πούμε πως είναι πολλά τα υλικά και τα ψυχικά βάρη που έχουν σωρευτεί και πως, παρά τον σωστικό μύθο του, το ελληνικό καλοκαίρι που έρχεται δεν πρόκειται να εξαφανίσει τα προβλήματά μας (όπως μάθαμε ότι η ζέστη δεν σκοτώνει τον ιό).
Αυτές οι μέρες, λοιπόν, μας καλούν να σκεφτούμε πραγματικά ένα δικαίωμα στη χαρά. Όχι όμως ως ξέπλυμα ενοχών ούτε ως ένα βιαστικό θάψιμο των δυσάρεστων, αλλά ως αληθινή κατάφαση.
Όσα κι αν σκεφτούμε, όμως, κατεβάζοντάς την από το βάθρο της, τούτη η γιορτή συντηρεί πάντα τη μυστική της γλώσσα. Η κεντρική μεταφυσική υπόσχεση των συγκεκριμένων ημερών είναι μια νίκη επί του θανάτου. Μια νίκη, όμως, που δείχνει προς την αντίθετη πλευρά από τη γνώριμη σ’ εμάς τους συγχρόνους άρνηση της θνητότητας.
Ας δούμε γιατί αυτό το φορτίο εξακολουθεί να έχει κοινωνική σημασία. Αισθανόμαστε τώρα να επικρατεί γύρω ένα στόμωμα, ο κορεσμός από τα δυσάρεστα, που οδηγεί πολλούς να ταυτίζουν την κατάφαση στη ζωή με εθελούσια τύφλωση. Μόνο να ανασάνουν «έξω απ’ όλο αυτό» ζητούν: δεν θέλουν να ακούνε άλλο για τα νοσοκομεία, τα δράματα, τους νεκρούς. Ούτε για την Ινδία, που δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης δυστυχίας σε μια κλίμακα αδιανόητη για τα μέτρα μας. Αυτή η άρνηση, σε έναν βαθμό, είναι ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη, όπως θα έλεγε ο Νίτσε.
Στο κάτω-κάτω έχουμε μάθει να πορευόμαστε και να κρίνουμε με απλούς δυαδικούς κώδικες, με χοντρά ζεύγη αντιθέτων: χαρά ή θλίψη, λήθη ή επαγρύπνηση, συνείδηση ή αναισθησία. Είτε θα είσαι ριγμένος είτε κάτι θα σε «ανεβάζει», σύμφωνα με τον γνωστό θερμοστάτη των διαθέσεων και των συναισθημάτων. Αυτό έχει ως συνέπεια να διαχέεται η εντύπωση πως θα ζήσουμε ξανά πλήρως τη ζωή μας μόνο εάν πετάξουμε τις «σκοτεινές σκέψεις». Ή ακόμα πως θα ξεφύγουμε από αυτήν τη δοκιμασία μόνο αν κατορθώσουμε να αποδράσουμε για τα καλά από τις εικόνες και τα λόγια που την υπενθυμίζουν μονότονα. Αλλά εδώ είναι που κάνουμε λάθος: στην ίδια την ιδέα πως, για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά και τα μάτια σε όλα όσα μαύρισαν αυτή την κανονικότητα.
Χωρίς να είμαι βέβαιος για την ερμηνεία που δίνω στο πνεύμα των ημερών, νομίζω πως αυτό το εκπληκτικό θανάτω θάνατον πατήσας είναι το αντίθετο από τη δανεική αθανασία του ανθρώπου που επείγεται να κλείσει το πακέτο των διακοπών του, δραπετεύοντας από τα δράματα της πραγματικότητας. Αν τη μεταφράσουμε στη μικρή ανθρώπινη κλίμακα, η νίκη κατά της φθοράς χρειάζεται πρώτα να την αναγνωρίσουμε, να παραδεχτούμε τη φθορά. Με άλλα λόγια, καμιά ανάσταση δεν έρχεται με την τεχνητή «άρνηση» των θλιμμένων όψεων του κόσμου, γιατί αυτό ακριβώς διαιωνίζει την κυριαρχία της μιζέριας, συγκαλύπτοντάς την, και μάλιστα με τρόπο αποτυχημένο.
Αυτές οι μέρες, λοιπόν, μας καλούν να σκεφτούμε πραγματικά ένα δικαίωμα στη χαρά. Όχι όμως ως ξέπλυμα ενοχών ούτε ως ένα βιαστικό θάψιμο των δυσάρεστων, αλλά ως αληθινή κατάφαση. Εν προκειμένω, όλη η δυσκολία, που εξηγεί και τις πολλές ψυχικές παλινωδίες του παρόντος, είναι να ξεχωρίσουμε την κατάφαση στη ζωή από στάσεις που συνιστούν μάλλον χυδαία επίδειξη ισχύος, περιφρόνηση στους λιγότερο τυχερούς ή σκέτη απόσταση από τα συλλογικά προβλήματα.
Σε αυτό έρχεται εν τέλει να μας συντρέξει η μεταφυσική του ελληνικού Πάσχα, που μπορεί να συνομιλεί και με τον ένθεο και με τον άθεο. Σου λέει πως η τελική μεγάλη χαρά κρατάει το πένθος και τη λύπη που προηγήθηκαν, δηλαδή πως η νίκη δεν προϋποθέτει να απωθήσουμε όλα όσα μας έκαναν να χάσουμε ή να λυγίσουμε. Αν υπάρχει εδώ μήνυμα, αυτό μπορεί να είναι πως δεν θα «αναστηθούμε» λησμονώντας τα θύματα και τους αφανείς αυτής της ιστορίας, αλλά παίρνοντάς τους μαζί μας σε ένα θαύμα συλλογικής επιβίωσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.