ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ που χρειάζεται η χώρα σήμερα είναι η επιστροφή σε μια ανεξέλεγκτη πολιτική τοξικότητα. Καμιά κοινωνία δεν πάει μπροστά μέσα από μια αέναη, άνευ ορίων, εμφυλιοπολεμικού τύπου πολιτική σύγκρουση. Και καμιά χώρα που έχει περάσει όσα η δική μας δεν θα μπορέσει να σηκώσει εύκολα κεφάλι χωρίς ένα μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης. Όχι κατ’ ανάγκην σε κάποια βασικά πεδία ακολουθούμενης πολιτικής αλλά, αν μη τι άλλο, στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αν κάτι μας έδειξε η περασμένη δεκαετία είναι ότι κοινωνία, οικονομία και πολιτική αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Όπως, επίσης, μας δίδαξε ότι αν το τζίνι βγει από το μπουκάλι, δύσκολα ξαναμπαίνει μέσα. Οι υποδαυλιζόμενες εξάρσεις συχνά καταλήγουν σε παροξυσμικές καταστάσεις.
Αυτή την ώρα, ως κοινωνία αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε η ανθρωπότητα εδώ και δεκαετίες. Και αν σε ό,τι αφορά το υγειονομικό σκέλος πλησιάζουμε, χάρη στους εμβολιασμούς, στην αρχή του τέλους, οι συνέπειες στην οικονομία δεν έχουν φανεί ακόμα στο σύνολό τους. Όχι μόνο η Ελλάδα, όλος ο κόσμος, έχει μπει σε μια περιπέτεια, η οποία έχει δρόμο μπροστά της.
Σε αυτήν τη συγκυρία, ποιος πραγματικά πιστεύει ότι η κοινωνία θα ξαναβρεί ευκολότερα τον βηματισμό της, αν η πολιτική ζωή μπει σε μια ασύμμετρης έντασης πολιτική σύγκρουση, όπου θα κυριαρχούν οι αφορισμοί και οι χυδαιότητες; Σε ποια άλλη σοβαρή ευρωπαϊκή χώρα κυριαρχούν τέτοιου είδους συγκρουσιακές λογικές; Και ποιο θεσμικό κόμμα εξουσίας πιστεύει πραγματικά ότι μπορεί να αντλήσει πολιτικά οφέλη από την επικράτηση μιας παροξυσμικής ρητορικής; Όσο και αν οι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν επιφέρει μια επικίνδυνη κοινωνική κόπωση και εκνευρισμό, η πλειονότητα της κοινής γνώμης εξακολουθεί να θέλει τα ίδια πράγματα που ήθελε και πριν: ηρεμία, σταθερότητα, ασφάλεια και μια αισιόδοξη προοπτική για την επόμενη μέρα. Όποιος εκφράσει αυτά τα αιτήματα, θα κυριαρχήσει πολιτικά. Όποιος αναλωθεί σε εκτός μέτρου συγκρουσιακές λογικές, θα κάνει μια τρύπα στο νερό. Θα φανατίσει το κοινό του, αλλά ουδείς θα τον ακούει.
Κόμματα και πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα από έναν ακραίο καταγγελτικό ρόλο και, υποδαυλίζοντας κοινωνικές εντάσεις, θεωρούν ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την πολιτική επιτυχία. Όπως, αντίστοιχα, περσόνες της άλλης πλευράς που έκαναν καριέρα ως «αντίβαρα», μπαίνουν στον χορό για προφανή προσωπικά οφέλη, συνεχίζοντας το γαϊτανάκι της τοξικότητας.
Για ορισμένους, αυτή η ανεξέλεγκτη συγκρουσιακή συμπεριφορά είναι καθαρά αταβιστική. Κόμματα και πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα από έναν ακραίο καταγγελτικό ρόλο και, υποδαυλίζοντας κοινωνικές εντάσεις, θεωρούν ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την πολιτική επιτυχία. Όπως, αντίστοιχα, περσόνες της άλλης πλευράς που έκαναν καριέρα ως «αντίβαρα», μπαίνουν στον χορό για προφανή προσωπικά οφέλη, συνεχίζοντας το γαϊτανάκι της τοξικότητας.
Χωρίς αμφιβολία, η ρητορική αυτή βρίσκει ευήκοα ώτα σε όλες τις ηλικίες, ιδίως σε ένα μέρος της γενιάς εκείνης που πολιτικοποιήθηκε μέσα στο πολιτικό καμίνι της τελευταίας δεκαπενταετίας. Σημερινοί 28άχρονοι έζησαν ως έφηβοι τα Δεκεμβριανά του 2008, ακούγοντας συνθήματα όπως «το κράτος δολοφονεί» και παρακολουθώντας χάπενινγκ του τύπου «όμορφες πόλεις, όμορφα καίγονται». Στα 18-20 χρόνια τους έζησαν την ένταση (και τις αυταπάτες, και τις ακρότητες, και τις υπερβολές) της αντιμνημονιακής περιόδου. Οι συμπεριφορές της περιόδου εκείνης, παρά τις διαψεύσεις που ακολούθησαν, αποτελούν το κύριο φορτίο της πολιτικής τους μνήμης. Τους καθόρισαν πολιτικά. Και τα βιώματα αυτά επανέρχονται και εκδηλώνονται ξανά, με διαφορετικό τρόπο και με αφορμές συχνά άσχετες μεταξύ τους. Με κοινό υπόστρωμα όχι τόσο την ιδεολογία, καθώς αυτή είναι συνήθως ασαφής και συχνά χαοτική, αλλά κυρίως τη δυσπιστία απέναντι σε αυτό που ο καθένας εκλαμβάνει ως «σύστημα», η οποία ανατροφοδοτείται από την έλλειψη θετικής ατομικής ή συλλογικής προοπτικής.
Το κοινό αυτό όμως είναι μειοψηφικό. Γι’ αυτό και η επιστροφή της τοξικότητας, εκτός από επικίνδυνη για τη χώρα, είναι και πολιτικά ατελέσφορη. Το πανηγύρι των φανατικών κατά κανόνα αφορά τους ίδιους τους φανατικούς, όχι την πλειονότητα της κοινωνίας. Η δε εικόνα των σόσιαλ μίντια είναι συχνά παραπλανητική. Ναι μεν κατακτούν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στον πολιτικό διάλογο, αλλά το timeline του καθενός δεν είναι η κοινωνία. Οι φανατικοί που κάνουν αβάντα ο ένας στον άλλον, οι πιο ταλαντούχοι εξ αυτών, που, λόγω της επιδραστικότητάς τους, αισθάνονται σπουδαίοι opinion leaders, οι συντονισμένες ενέργειες που ενισχύουν τον ενθουσιασμό της συμμετοχής σε μια κινηματική δράση, όταν δεν πατάνε πάνω σε ευρέως αποδεκτές παραδοχές, κρύβουν μια κλασική παγίδα: ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα και εγκλωβισμό σε μια ρητορική και μια θεματολογία άσχετες με τις ανησυχίες των πολλών.
Το βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα. Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση, με ορισμένα λάθη ή άστοχους χειρισμούς της, έκανε κάποια πολιτικά δώρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα οποία εκείνος επέστρεψε με εξαιρετική μεγαλοψυχία στην κυβέρνηση, ακριβώς επειδή δεν μπόρεσε να προσαρμόσει την κριτική του στο ύφος που η συγκυρία απαιτεί και οι καθοριστικοί ψηφοφόροι προσδοκούν. Η εικόνα της κυβέρνησης επλήγη ανεπαίσθητα, πολύ λιγότερο απ’ όσο θα μπορούσε να έχει συμβεί, κυρίως επειδή η αντιπολίτευση (επισήμως ή ανεπισήμως) επέλεξε μια υπέρμετρα τοξική ρητορική που προκάλεσε αποστροφή και αντισυσπειρώσεις, καθώς και συγκρούσεις πάνω σε ζητήματα μειοψηφικού ενδιαφέροντος και περιορισμένων ταυτίσεων.
Το να αφήνεις την πολιτική στρατηγική σου να διαμορφώνεται από φανατικούς δεν είναι έξυπνη ιδέα. Είναι απλώς επικίνδυνο. Πολλαπλώς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.